Είναι η γυναίκα της ζωής του Πάμπλο Γκαρσία. Η Λάουρα τον ακολουθεί πιστά, σ΄ αυτά τα είκοσι χρόνια, τα μισά στην Ελλάδα, που ο 40χρονος, πια, Πάμπλο, ζει το ποδόσφαιρο στην Ευρώπη.

Η Λάουρα Νάντε είναι ο άνθρωπος του Πάμπλο, έζησε μαζί του έντονες στιγμές και η συζήτηση μαζί της, για τη ζωή στη Θεσσαλονίκη, τον ΠΑΟΚ, το μεγάλο όνειρο του Γκαρσία, αυτά, που πέρασαν στην Ευρώπη κι αυτά, που δεν ξέρουμε για τον αγαπημένο της ΠΑΟΚτσήδικης κερκίδας, ήταν απολαυστική! Διαβάστε τη συνέντευξη που έδωσε στη Forza.

-Πως είναι να ζεις δίπλα στον Πάμπλο Γκαρσία;

«Πόσες ώρες χρόνο έχεις να ακούσεις; Είναι δύσκολο! Όχι γιατί είναι κακός άνθρωπος, αλλά γιατί είναι άνθρωπος με έντονο χαρακτήρα. Όταν έπαιζε ποδόσφαιρο, όταν δεν πήγαινε καλά το ματς, δεν μπορούσες να του μιλήσεις. Έπρεπε να κάνω πολλές φορές τον ψυχολόγο, να νιώσει καλύτερα. Ήταν σα να είχαμε πένθος. Σαν άνθρωπος έχει ένα εκατομμύριο καλά. Δεν γνώρισα ποτέ πιο ευθύ άνθρωπο, από τον Πάμπλο».

-Πως βρεθήκατε μαζί;

«Είμαστε μαζί 20 χρόνια, μεγαλώσαμε μαζί, στο ίδιο χωριό. Ο πατέρας μου είχε ένα καφέ, δούλευα εκεί, έρχονταν ο Πάμπλο. Γνωριζόμασταν από παιδιά, γίναμε ζευγάρι πέντε μήνες πριν έρθουμε στην Ευρώπη, για να παίξει ο Πάμπλο στην Ατλέτικο Μαδρίτης Β. Το 1997 έγινε το Μουντιάλ Κ20 στην Μαλαισία, η Ουρουγουάη πήγε στον τελικό, υπήρχε τρέλα για τον Πάμπλο και πολλές προτάσεις. Παντρευτήκαμε, έγινε η μεταγραφή και ήρθαμε στην Ευρώπη»

-Συμμετέχεις στις αποφάσεις του Πάμπλο;

«Όχι, ειδικά εκείνη την εποχή, όχι. Ήμουν μικρή, δεν καταλάβαινα πολλά, απλά ακολουθούσα. Εγώ προσαρμόστηκα 100% στο ρυθμό του Πάμπλο, ήταν δική μου απόφαση, εγώ το ήθελα. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά νέοι, εγώ αποφάσισα να δω τα παιδιά μου και να προσέχω τον άντρα μου, να είμαι μαζί του, όπου πει αυτός. Και το μυαλό μου ήταν εκεί, γιατί τότε όταν ήρθαμε στην Ευρώπη, ήταν το μπουμ της καριέρας του. Έπρεπε να είμαι δίπλα του»

-Τι άνθρωπος είναι ο Πάμπλο Γκαρσία στο σπίτι;

«Καμία σχέση με τον άνθρωπο, που βλέπατε στο γήπεδο. Στο σπίτι είναι ήρεμος άνθρωπος, δεν μιλάει πολύ. Δεν είναι αυτό, που βλέπετε. Είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Δεν είναι ο άνθρωπος, που θα κάτσει να φωνάξει, να μαλώσει. Εγώ είμαι το αντίθετο!»

-Πως είναι να ζεις με έναν αθλητή;

«Με το φαγητό δεν είχαμε ποτέ θέματα, τρώγαμε κανονικά πάντα. Αν καμιά φορά του έλεγαν από την ομάδα ότι έχει κάποια κιλά παραπάνω, προσέχαμε λίγο. Το «έξω» δεν του αρέσει. Στα μπουζούκια πήγε μετά από 9 χρόνια στην Ελλάδα. Τον Μάιο, όταν ο ΠΑΟΚ κέρδισε το κύπελλο! Στο σινεμά μετά από 7 χρόνια. Εμένα μου αρέσουν τα ταξίδια, το καλοκαίρι στη θάλασσα. Αυτός θέλει ένα ξενοδοχείο πάνω στην παραλία, να μην έχει κόσμο. Στην παραλία να βρει το κομμάτι, που δεν έχει ψυχή! Είναι ντροπαλός άνθρωπος. Δεν του αρέσει να κάθεται και να έρχονται για φωτογραφίες, όχι επειδή είναι... στραβομούρης, είναι ντροπαλός! Ντρέπεται. Λέει ότι δεν το αξίζει να τον αγαπάει τόσο ο κόσμος!»

-Πως είναι να κυκλοφορείς με έναν ξένο, που λατρεύεται σε μια ξένη πόλη;

«Εμένα μου αρέσει! Αισθάνομαι περήφανη, όταν του μιλούν. Αυτό δεν το ζήσαμε πουθενά αλλού, τόσο έντονα. Στην Παμπλόνα τον αγαπούσαν πάρα πολύ, αλλά δεν εκφράζονταν, όπως ο Έλληνας. Μου αρέσει να τον αγαπάει ο κόσμος, να αισθάνεται σημαντικός»

-Σκέφτηκες ποτέ, γιατί τον αγαπάει ο κόσμος τόσο πολύ;

«Ίσως γιατί ο κόσμος βρήκε στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο, στον οποίο βλέπει τον εαυτό του. Ο Πάμπλο εκφράζεται πάντα ανοιχτά. Είτε πρόκειται για ποδόσφαιρο, είτε για πολιτική. Πάντα λέει αυτό, που σκέφτεται. Ήρθε στον ΠΑΟΚ σε μια εποχή, που το κλαμπ δεν είχε κατακτήσει πολλά πράγματα, κι ο κόσμος είχε χάσει την εμπιστοσύνη του. Ίσως ο Πάμπλο βοήθησε να αγαπήσει ο κόσμος περισσότερο το κλαμπ»

-Ο ΠΑΟΚ τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;

«Εγώ ποτέ δεν ήμουν φίλαθλος μιας ομάδας. Αλλά εδώ γίναμε ΠΑΟΚ, είμαστε ΠΑΟΚτσήδες. Έχω κλάψει στην Τούμπα. Πήγαινα, μου άρεσε να βλέπω τον Πάμπλο να παίζει για τον ΠΑΟΚ, το ζούσα το παιχνίδι, μου άρεσε όταν το γήπεδο τραγουδούσε γι΄ αυτόν, έβαζα τα κλάματα. Όταν συγχωρέθηκε η μάνα του, ήταν πολύ έντονο αυτό, που έγινε στο γήπεδο. Άρχισα να κλαίω... Κι αν αρχίσω να θυμάμαι όλα, όσα ζήσαμε στον ΠΑΟΚ, θα αρχίσω πάλι να κλαίω...»

-Συμπληρώνετε 10 χρόνια στην Ελλάδα. Νιώθετε πια σαν Έλληνες;

«Από την αρχή μας άρεσε η πόλη και ο κόσμος. Ο Πάμπλο δεν αισθανόταν καλά στις μεγάλες πόλεις, που ζήσαμε, το Μιλάνο και τη Μαδρίτη. Εδώ είναι αλλιώς. Σήμερα είμαστε σα να γεννηθήκαμε εδώ, ξέρουμε τα πάντα. Και για μας, τα παιδιά είναι πολύ σημαντικά. Τους άρεσε πολύ εδώ, αγαπούν την Ελλάδα. Δε σκεφτήκαμε ποτέ να φύγουμε. Περνάνε καλά, είμαστε μαζί και είμαστε όλοι καλά εδώ».

-Στο τέλος θα γίνετε Έλληνες!

«Θα γίνω Ελληνίδα, αρκεί ο Πάμπλο να φτάσει στην πρώτη ομάδα και να μείνει όσο ο Φέργκιουσον στην Μάντσεστερ! Αν θα συμβεί αυτό, θα είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου! Κι όχι για τα λεφτά. Για τον Πάμπλο τα λεφτά ποτέ δεν ήταν μπροστά. Είναι ένα μέρος, που γουστάρει πολύ, μια ομάδα, που λατρεύει, είναι σα να έχει γεννηθεί ΠΑΟΚτσής. Βγάζει ένα έντονο συναίσθημα για την ομάδα και δεν τον νοιάζουν τα λεφτά.

Όταν έπαιζε, έχουμε μαλώσει γι΄ αυτό. Την εποχή, που θα μπορούσε να ανανεώσει με πολλά λεφτά, δεν το έκανε. Όταν του το είπαμε, με τον ατζέντη του, κοιτώντας το μέλλον, ο Πάμπλο είπε «όχι». Τα πιστεύω του είναι πάνω από τα λεφτά. Μπορεί να ζήσει με ένα κομμάτι ψωμί, λίγο μάτε, μια φωτιά κι ένα ποτάμι δίπλα. Το όνειρό του, για να καταλάβετε, είναι ένα σπίτι στο χωριό, με ζώα. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο»

-Δεν είναι δύσκολο να ζει κανείς τόσο μακριά από τις οικογένειές του;

«Είναι δύσκολο, τη μισή ζωή μας την περάσαμε μακριά από την Ουρουγουάη. Για μένα, οι γονείς μου είναι το παν, τους αγαπώ, με ενδιαφέρει να είναι καλά εκεί, θέλω να τους βλέπω μια φορά το χρόνο. Ο Πάμπλο είναι λίγο διαφορετικός, είναι πιο ψυχρός άνθρωπος, δεν είναι αυτός, που θα πάει εκεί να αγκαλιάσει τον πατέρα του. Πάντα πήγαινε στην Ουρουγουάη, έβλεπε

τους γονείς του δύο μέρες, κι έφευγε στο δάσος, να πάει να ψαρέψει, να δει τους φίλους του. Αγαπάει την οικογένεια, έχει έναν αδερφό, είχε λίγες μέρες, ήθελε να τα κάνει όλα. Είμαστε διαφορετικοί, σαν το λάδι και το νερό».

-Πως περνάτε στην Ελλάδα; Πως είναι μια συνηθισμένη μέρα σας;

«Ξυπνάμε όλοι στις 7.30πμ, κάνουμε το πρωϊνό μας, πηγαίνουμε τα παιδιά στα σχολεία τους, θα επιστρέψουμε, ο Πάμπλο θα καθίσει στο γραφείο του, να ετοιμάσει την προπόνηση, εγώ θα κάνω τις δουλειές μου. Είμαστε μια συνηθισμένη οικογένεια. Πάμπλο πηγαίνει στην προπόνηση, τα παιδιά έρχονται, μετά η Λούνα πηγαίνει βόλεϊ στον ΠΑΟΚ, ο μικρός στο ποδόσφαιρο. Ο μεγάλος, πια, ζει με τη φίλη του στο κέντρο. Για να ξεφύγω, θα πάω για ζούμπα ή για πιλάτες»

-Έχετε τρία παιδιά. Φοβάστε ότι θα γίνουν Έλληνες, θα κόψουν από την πατρίδα τους;

«Δεν είναι κάτι, που μας φοβίζει. Ο μεγάλος γεννήθηκε στην Ουρουγουάη, η Λούνα στην Ιταλία κι ο Ηλίας στην Ισπανία. Κανείς δεν έζησε στην Ουρουγουάη. Μόνο διακοπές έχουν πάει. Έχουν πια ευρωπαϊκές συνήθειες. Δεν πίνουν μάτε. Η Λούνα πίνει φρέντο καπουτσίνο κι ο Ηλίας φραπέ. Είναι ο πιο Έλληνας απ΄ όλους!»

-Όταν σου είπε ο Πάμπλο το καλοκαίρι του 2008 «πάμε στην Ελλάδα», τι σκέφτηκες;

«Δεν την ξέραμε την πόλη, μας είπαν ότι είναι μια μικρή πόλη, με μια ήρεμη ομάδα. Ήρθε πρώτα ο Πάμπλο, μετά ήρθαμε εμείς και τα βρήκαμε όλα όπως μας τα είπαν εκτός από μια... ήρεμη ομάδα! Όταν ήρθε, έπαθε πλάκα στο αεροδρόμιο μ΄ αυτό, που έγινε, όταν βγήκε έξω, τρελάθηκε. Εκεί κατάλαβε, που ήρθε. Ένας τύπος του έδωσε ένα μπουκέτο λουλούδια και του είπε «εσύ φίλε, έχεις τα μάτια του ΠΑΟΚ». Ο Πάμπλο ενθουσιάστηκε με την υποδοχή»

-Τι θα έκανες, αν είχες τη δυνατότητα να ακολουθήσεις τη δική σου καριέρα;

«Όταν ήμουν μικρή, ήθελα να δουλέψω στην τηλεόραση. Μου αρέσει να μιλάω,να χορεύω, να τραγουδάω. Είμαι το αντίθετο από τον Πάμπλο. Αν δεν είχα παντρευτεί τον Πάμπλο, ίσως αυτό θα έκανα. Μου αρέσει και η μαγειρική, θα μου άρεσε επίσης, να έχω ένα ωραίο καφέ, να μπορείς να πιείς το τσάι σου, να φας το γλυκό σου».

-Στη Μαδρίτη ζήσατε ένα χρόνο. Πως ήταν η εμπειρία της Ρεάλ των Γκαλάκτικος;

«Ο Πάμπλο ήταν χάλια εκεί. Πολύ χάλια. Ποτέ δεν αισθάνθηκε καλά μέσα σ΄ αυτή την ομάδα. Δεν αισθάνθηκε ότι είναι ομάδα, μισούσε τη Μαδρίτη. Για να πας κάπου, πρέπει να είσαι δύο ώρες στην κίνηση»

-Γιατί δεν του άρεσε;

«Έλεγε, πως αυτό είναι Χόλιγουντ, δεν είναι ομάδα ποδοσφαίρου. Ήταν σαν ταινία. Εκείνη την εποχή γύριζαν την ταινία, και είχαν συνέχεια μέσα στα πόδια τους κάμερες. Ήταν βέβαια χαρούμενος, που είχε συμπαίκτες, όπως ο χοντρούλης ο Ρονάλντο, που μιλούσε πολύ ωραία κι ο Ζιντάν, που είναι ο πιο καλός άνθρωπος, που γνώρισε ο Πάμπλο. Αλλά οι Ισπανοί κι ο Μπέκαμ νόμιζαν ότι είναι στο Χόλιγουντ. Βέβαια ο Μπέκαμ ήταν πολύ καλός τύπος. Ο Πάμπλο του είχε κάνει μια πλάκα κι ο Μπέκαμ δεν του μιλούσε μια βδομάδα. Είχε βάλει στο ντουλάπι του, από τη μέσα μεριά, μια φωτογραφία της Βικτόρια με εσώρουχα. Και το άνοιγε για να το βλέπει δίπλα ο Μπέκαμ»

-Η εμπειρία στο Μπερναμπέου;

«Μια φορά πήγα, δεν ξαναπάτησα. Εμένα μου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο, όπως σε όλους τους λατινοαμερικάνους. Πήγα στα VIP, εκεί που ήταν οι οικογένειες των παικτών. Πήγα με τον γιο μου, αισθανόμουν ξένο σώμα. Καμιά δεν ήρθε να μου μιλήσει. Ο γιος μου είχε ένα γλειφιτζούρι, ήρθε δίπλα του η κόρη του Σαλγάδο, ετοιμάστηκα να βγάλω ένα από την τσάντα να της το δώσω και μόλις το είδε η μάνα της, την άρπαξε από το χέρι και έφυγαν. Δεν ξαναπάτησα εκεί.