Την εκτίμηση ότι ο Φεντερίκο Μακέντα χρειάζεται περίπου 4 εβδομάδες για να βρεθεί στο κατάλληλο επίπεδο, προκειμένου να ενταχθεί απόλυτα έτοιμος οργανικά στην 11άδα του Παναθηναϊκού, έκανε μέσω του sportdog.gr o Στέλιος Πούλος.

Ο πεπειραμένος εργοφυσιολόγος, ιδρυτής-διευθυντής της ErgoFit, με μακρόχρονη παρουσία στον χώρο του αθλητισμού και της επιστήμης και κορυφαίες συνεργασίες, μας μίλησε ακόμα για τον Γιάγια Τουρέ και τη δική του παρουσία στην 11άδα του Ολυμπιακού.

Οι εκτιμήσεις του (-προφανώς δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα εργομετρικά τεστ των δύο αθλητών) με βάση την ηλικία, τον σωματότυπο και όλες τις πληροφορίες που υπάρχουν από το ρεπορτάζ για τους δύο ποδοσφαιριστές, αποτελούν ασφαλή οδηγό για το τι αναμένεται να γίνει με τις περιπτώσεις τους.

Η συνομιλία μας αφορούσε, αρχικά στην περίπτωση του Μακέντα: «Είναι άλλος ο ρυθμός της προπόνησης και άλλος εκείνος ενός αγώνα στον οποίο συμμετέχει κάποιος για 90 λεπτά. Ο ρυθμός ενός αγώνα είναι ίδιος μόνο κατά 30-40% με εκείνον μιας προπόνησης. Από εκεί και πέρα για να φτάσει στο 100% κάποιος ποδοσφαιριστής, χρειάζεται 4-6 εβδομάδες. Είναι δηλαδή το βασικό στάδιο της προετοιμασίας που πρέπει να κάνει. Η ηλικία σαφώς και είναι παράγοντας που είναι περιοριστικός, καθώς οι μέγιστες βελτιώσεις γίνονται μέχρι τα 22 το πολύ 23 χρόνια. Οι παίκτες που είναι μεγαλύτεροι, φορμάρονται και ξεφορμάρονται. Άρα εδώ έχουμε να κάνουμε με το φορμάρισμα του ποδοσφαιριστή, καθώς οι δυνατότητές του είναι γνωστές. Πρέπει να δούμε το φορμάρισμα καθώς η γνώμη μου είναι, με γνώμονα πάντα και τα στοιχεία της εργομέτρησης που εμείς δεν τα έχουμε στη διάθεσή μας για να τα αξιοποιήσουμε, ότι αν δεν υπάρξουν τραυματισμοί είναι θέμα περίπου 4 εβδομάδων να φτάσει στο 100%», σχολίασε αρχικά στο sportdog.gr ο Στέλιος Πούλος.

Το γεγονός ότι προέρχεται από το πρωτάθλημα στης Serie B, οι απαιτήσεις του οποίου βέβαια δεν είναι πολύ μακριά από εκείνες της Superleague, μπορεί να σημαίνει κάτι για την ετοιμότητά του κ.λπ.; Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι γυμναζόταν μόνος του.

«Κανένας δεν μπορεί να κάνει τόσο καλά προπόνηση μόνος του, όσο με το να γυμνάζεται με μια ομάδα. Απλώς είναι προπονήσεις που κάνουν οι ποδοσφαιριστές για να μην κάθονται. Το ότι έπαιζε στη β κατηγορία δε νομίζω ότι λέει κάτι. Πολλοί είναι σε καλή οργανική κατάσταση και μπορούν να αντεπεξέλθουν, ακόμα κι αν αγωνίζονται σε χαμηλότερη κατηγορία. Η σοβαρή εργομέτρηση μπορεί να δείξει το επίπεδό του, μπορούν να φανούν ακριβώς οι δυνατότητές του με βάση τον μέσο όρο της υπόλοιπης ομάδας αλλά και τον μέσο όρο των αθλητών που παίζουν στην ίδια θέση με εκείνον».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του Γιάγια Τουρέ, που είναι είναι πλέον 35 ετών και από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι θα χρειαστεί χρόνο μέχρι να φτάσει στο κατάλληλο επίπεδο.

«Ο μόνος επιβαρυντικός παράγοντας στην περίπτωση του Τουρέ, είναι η ηλικία του. Η αξία του και ποιότητά του είναι αναμφισβήτητες. Δεν φτάνουν αυτά, όμως, καθώς το ποδόσφαιρο δεν είναι μονοσήμαντο αλλά υπάρχει ένα σύνολο από παράγοντες που χρειάζεται να λειτουργούν. Οι δυνατότητες του οργανισμού είναι σημαντικός παράγοντας, θεωρώ ότι η ποιότητά και η εμπειρία του θα υποσκελίσουν την όποια οργανική αδυναμία και θα έρθει γρήγορα η ώρα που θα παίξει. Ο Ολυμπιακός, άλλωστε, διαθέτει έμπειρο και αξιόλογο επιτελείο επιστημόνων, που μπορεί να φέρει σύντομα σε πέρας τη συγκεκριμένη αποστολή».

Ποια θα πρέπει να είναι είναι η προσέγγιση των Ερυθρόλευκων στον τρόπο εκγύμνασής του; Από την άποψη ότι έπαιξε για 11 χρόνια στο τοπ επίπεδο και ίσως αυτό έχει επηρεάσει τον οργανισμό του.

«Το γεγονός ότι έπαιξε για τόσα χρόνια σε αυτό το επίπεδο, σημαίνει ότι είναι οργανισμός με αυτόν τον αγωνιστικό ρυθμό. Δηλαδή των πρωταθλημάτων στα οποία συμμετέχει. Ο μόνος επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ηλικία του. Ο Ολυμπιακός θα πρέπει να φροντίσει να διατηρήσει τις δυνατότητες που έχει ο αθλητής, σε σχέση με τον χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που κορυφαίοι αθλητές παίζουν σε υπομέγιστα πρωταθλήματα όταν περάσουν τα χρόνια: Δεν είναι ότι ξέχασαν την μπάλα, οι δυνατότητές του επηρεάζονται. Διαφορετικά θα έπαιζε ακόμα μπάλα ο Δομάζος. Η τεχνικοτακτική δεν φτάνει, χρειάζεται και ο οργανισμός να μπορεί να αντεπεξέρχεται στον ρυθμό. Αυτό εγκαταλείπει τους αθλητές όταν περνάει ο χρόνος. Σε αυτό είναι που πρέπει να δώσουν έμφαση οι ομάδες, να διατηρήσουν αυτόν τον ρυθμό στους παίκτες».