Το ξεκίνημα της καριέρας του Τζορτζ Μπεστ που σαν σήμερα πριν 55 χρόνια άρχισε να μαγεύει τα πλήθη…
Ήταν άνοιξη του 1961, Μάιος συγκεκριμένα, και ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό σαν όλα τα άλλα, όταν ο ταχυδρόμος χτύπησε την πόρτα του προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, και μετέπειτα σερ, Ματ Μπάσμπι.
Του παρέδωσε ένα τηλεγράφημα, 8 μόλις λέξεων, το οποίο έμελλε να αλλάξει την ιστορία των «κόκκινων διαβόλων», αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα.
Το τηλεγράφημα είχε αποσταλεί από τον Μπομπ Μπίσοπ, ενός σκάουτερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στη Βόρεια Ιρλανδία, και έγραφε απλά και λιτά: «Έχω την εντύπωση ότι σου βρήκα μία ιδιοφυΐα».
Η εν λόγω ιδιοφυΐα ήταν ένας 15χρονος πιτσιρικάς που ονομαζόταν Τζορτζ Μπεστ και ήταν γεννημένος στις 22 Μαΐου 1946 στο Μπέλφαστ.
Ο Μπεστ, όπως ενημέρωσε αργότερα ο Μπίσοπ τον σερ Ματ Μπάσμπι, είχε τρομερά προσόντα όσον αφορά στον χειρισμό της μπάλας και ήταν φοβερά γρήγορος.
Παράλληλα, είχε τέτοια αντοχή και ενθουσιασμό για το ποδόσφαιρο, που πολλές φορές ζητούσε από τον προπονητή του Χιου Μακ Φάρλεϊν να αγωνίζεται σε δύο ματς της ομάδας κάθε Σάββατο, τόσο με τους μικρούς όσο και με τους άνδρες.
Η ομάδα ήταν η Cregagh Boys Club της περιοχής Κρέγκαγ του Ανατολικού Μπέλφαστ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μπεστ.
Εκεί φυσικά πήγαινε σχολείο και ήταν μάλιστα άριστος μαθητής, καθώς είχε κερδίσει υποτροφία στο Grosvernor High School, το οποίο θεωρείτο από τα καλύτερα σχολεία στη χώρα, ωστόσο υπήρχε ένα «αγκάθι».
Το νέο αυτό σχολείο δεν είχε ομάδα ποδοσφαίρου αλλά μόνο ράγκμπι, με αποτέλεσμα ο Μπεστ να ζητήσει από τους γονείς του να αλλάξει περιβάλλον.
Συνεπώς, μετεγγράφηκε στο λύκειο Lisnasharragh, χαμηλότερου ακαδημαϊκού επιπέδου, το οποίος όμως διέθετε ομάδα ποδοσφαίρου και πολλούς φίλους από τη γειτονιά του να φοιτούν εκεί.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η σωματική του διάπλαση, ή τουλάχιστον αυτή ήταν η επίσημη τοποθέτηση των ανθρώπων της Γκλεντόραν που τον είχαν απορρίψει σε δοκιμαστικά για την ομάδα, με την αιτιολογία ότι ήταν «πολύ μικρόσωμος».
Ήταν ένα πρώτο «χτύπημα» για τον Μπεστ, ο οποίος ήθελε να φορέσει τη φανέλα της Γκλέντοραν που υποστήριζε, όπως και τους Γουλβς, από μικρό παιδί.
Ο Μπίσοπ δήλωσε χρόνια αργότερα: «Ήταν 49 κιλά και 1,60 στο ύψος. Δεν τον έλεγες και γίγαντα. Σκέφτηκα ότι λογικά θα με απολύσουν αν τον στείλω στο Μάντσεστερ, αλλά μόλις τον είδα να παίζει, κατάλαβα τον λόγο που ο Μακ Φάρλεϊν με είχε φωνάξει να πάω εκεί».
Κάπως έτσι ο Τζορτζ Μπεστ βρέθηκε στη Γιουνάιτεντ και αφού έπεισε τον επικεφαλής του σκάουτινγκ Τζόι Άρμστρονγκ στα δοκιμαστικά, εντάχθηκε στην ομάδα των ερασιτεχνών για δύο ημέρες.
Τόσο άντεξε ο νεαρός στο νέο περιβάλλον και ζήτησε να γυρίσει σπίτι του, όπως κι έγινε. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έφευγε μακριά από την οικογένεια και η προσαρμογή έμοιαζε δύσκολη.
Μαζί του έφυγε και ο παιδικός του φίλος Έρικ Μακ Μόρντι, ο οποίος είχε επίσης στρατολογηθεί από τους «κόκκινους διαβόλους», αλλά αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα με τον Μπεστ.
Εκείνη την εποχή ο Ματ Μπάσμπι, μετά το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου το 1958, προσπαθούσε να δημιουργήσει μία καινούργια ομάδα γύρω από τον επιζώντα εκείνης της τραγωδίας Μπόμπι Μουρ και τον πιο ταλαντούχο παίκτη στη Βρετανία εκείνα τα χρόνια Ντένις Λόου.
Είχε δει τον μικρό μόλις μία φορά, αλλά είχε εντυπωσιαστεί από τον τρόπο παιχνιδιού του και πίστευε ότι είχε τα φόντα να γίνει ο τρίτος βασικός πυλώνας της ενδεκάδας που φανταζόταν.
Συνεπώς, λίγο αργότερα έγραψε ένα γράμμα στον Ντικ Μπεστ, πατέρα του Τζορτζ και εργάτη στα ναυπηγεία, μέσω του οποίου ενημέρωνε ότι δεν είχε σημασία το παρελθόν και πως αν ο Τζορτζ ένιωθε καλύτερα, θα χαιρόταν πολύ να τον υποδεχθεί ξανά στην ομάδα.
Έτσι κι έγινε. Ο Τζορτζ Μπεστ γύρισε πίσω, εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι κοντά στο «Ολντ Τράφορντ», στον αριθμό 9 της οδού Άικλιφ, μαζί με τη Μέρι Φούλαγουεϊ, τη σπιτονοικοκυρά του, η οποία τον πρόσεχε μιας και ήταν ακόμα ανήλικος.
Διέμενε, μάλιστα, μαζί με έναν άλλον συμπαίκτη του, τον Ντέιβιντ Σάντλερ, o οποίος έπαιξε μια δεκαετία στους «κόκκινους διαβόλους» και κλήθηκε τέσσερις φορές στην εθνική Αγγλίας.
Σε αυτό το σπίτι έμελλε να επιστρέψει χρόνια αργότερα, όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ως όρο για να παραμείνει στην ομάδα, του στέρησε όσα προνόμια είχε μαζί και τη δυνατότητα να μένει στην πολυτελή οικία του, λόγω της γενικότερης συμπεριφοράς και του άσωτου βίου.
Βρήκε δουλειά στις αποβάθρες του καναλιού του Μάντσεστερ, καθώς δεν προβλεπόταν μισθός για ερασιτέχνες παίκτες που δεν κατάγονταν από την Αγγλία και ξεκίνησε τη νέα του ζωή.
Η σεζόν 1961-62 τον βρήκε να παλεύει για μία θέση στη δεύτερη ομάδα και να έχει δυσκολίες, ο Μπάσμπι όμως ήταν ανένδοτος: «Μην τον βάζετε σε καλούπια και μην του αλλοιώσετε τον τρόπο που παίζει».
Αυτό έλεγε σε όποιον έσπευδε να του πει πως ο μικρός δεν δείχνει βελτίωση και δεν άργησε να δικαιωθεί.
Η επόμενη σεζόν τον βρήκε βασικό και στις 14 Σεπτεμβρίου 1963 είχε έρθει η στιγμή να τον γνωρίσει το κοινό του «Ολντ Τράφορντ».
Ο Μπάσμπι ενημέρωσε τον νεαρό ότι θα βρίσκεται στην αποστολή για τον αγώνα της 6ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος απέναντι στη δεύτερη της κατάταξης εκείνη τη στιγμή Γουέστ Μπρομ.
O Μπεστ, από την πλευρά του, όταν άκουσε τα νέα θεώρησε ότι απλά θα βοηθήσει κουβαλώντας πράγματα ή φέρνοντας τσάι στους συμπαίκτες του, επειδή λογιζόταν ως 12ος παίκτης σε μία εποχή που δεν είχαν εισαχθεί οι αλλαγές στο ποδόσφαιρο.
Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι ο Μπάσμπι δεν ήθελε να του δημιουργήσει άγχος – επί τούτου είχε ανακοινώσει ότι στην ενδεκάδα θα βρισκόταν ο Ίαν Μόιρ, ο οποίος όμως υπέφερε από θλάση.
Δεν ήταν παρά μόνο λίγες ώρες πριν από τη σέντρα, όταν ο Μπεστ ενημερώθηκε πως το απόγευμα θα φορούσε τη φανέλα με το Νο7 και θα αγωνιζόταν ως βασικός.
Χρόνια αργότερα ο τότε συμπαίκτης του στη δεύτερη ομάδα Έιμον Ντάνφι δήλωσε: «Όταν το άκουσα θεώρησα ότι ήταν λάθος επιλογή του Μπάσμπι. Ήταν πολύ νωρίς για να παίξει στην πρώτη ομάδα της Γιουνάιτεντ».
Εκείνη την εποχή ο Ντάνφι ήταν θυμωμένος με τον Μπεστ, καθώς θεωρούσε ότι ήταν υπαίτιος του αποκλεισμού της ομάδας Νέων από το Κύπελλο την προηγούμενη σεζόν: «Σε εκείνο το ματς απλά στριφογύρναγε συνέχεια με την μπάλα από αριστερά. Γενικώς εκείνη την εποχή ήταν ακόμα σχολιαρόπαιδο και έπαιζε ως τέτοιο»,
Σήμερα είναι εύκολο να γελάσει κανείς με αυτήν τη δήλωση, αλλά τότε δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, αφού το ποδόσφαιρο ήταν βασισμένο κυρίως στη δύναμη, την άμεση εκτέλεση από οπουδήποτε και τις βαθιές σέντρες. Παίκτες σαν τον Μπεστ δεν έδειχναν να χωρούν σε αυτό.
Η αντίδραση του Μπεστ ήταν απόλυτα ψύχραιμη λες και ήταν έτοιμος από καιρό γι’ αυτήν τη στιγμή. Πήγε για ένα τσάι με κάποιους συμπαίκτες του και στη συνέχεια εμφανίστηκε στα αποδυτήρια μισή ώρα πριν από την έναρξη του ματς.
Έκατσε σε μια γωνιά και ξεφύλλισε το match programme στο οποίο η αναφορά στο πρόσωπό του ήταν η εξής: «Ένα από τα πολλά αγόρια που ήρθαν… πέρα από το ποτάμι και με την ταχύτητά του προσπαθεί να πείσει πως μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ».
Το ματς αποδείχθηκε σκληρή δοκιμασία, καθώς ο προσωπικός αντίπαλος του Μπεστ ήταν ο Ουαλός διεθνής Γκρέιαμ Γουίλιαμς, ο οποίος τον αντιμετώπισε με αρκετή βιαιότητα και ανάγκασε τον Μπάσμπι να τον τοποθετήσει δεξιά τον Μπεστ.
«Περίμενα να δω κάποιον τεράστιο τύπο, αλλά αυτός ήταν μικροκαμωμένος. Τότε είπα στον εαυτό μου ‘Τζορτζ δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα από αυτόν’.
Όταν ξεκίνησε το ματς όμως άρχισα να αναρωτιέμαι αν έχει ρόπαλα αντί για πόδια», εξιστόρησε ο ίδιος σε μία από τις αυτοβιογραφίες του με τίτλο «Ο καλύτερος και των δύο κόσμων».
Ο 17χρονος Μπεστ κατάφερε, πάντως, να πάρει το χειροκρότημα των 50.453 θεατών, αρχής γενομένης από το 15ο λεπτό, όταν προσπέρασε με μαγικό τρόπο τον αντίπαλο που τον μάρκαρε και έβγαλε μία 30άρα μπαλιά ακριβείας στον Ντένις Λόου.
Έπειτα, από τα πόδια του άρχισε η φάση που κατέληξε στο γκολ του Ντέιβιντ Σάντλερ, το οποίο εν τέλει έδωσε τη νίκη στους γηπεδούχους με 1-0.
«Στη δεξιά πλευρά της επίθεσης μπόρεσε να αποδώσει καλύτερα, καθώς ο Γκρέιαμ Γουίλιαμς φάνηκε μεγάλο εμπόδιο για αυτόν», ήταν το σχόλιο της «Guardian» την άλλη μέρα για τον «Μπέστι», όπως άρχισαν να τον αποκαλούν χαϊδευτικά οι φίλοι της Γιουνάιτεντ.
Άλλο δημοσίευμα της εποχής ανέφερε: «Εκτός από την ποιότητά του, υπήρξαν στιγμές που φάνηκε και η απειρία του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν το έβαλε κάτω παρά τα σκληρά χτυπήματα που δέχτηκε και με λίγη παραπάνω εμπειρία μπορεί να διεκδικήσει μία θέση στο αρχικό σχήμα της Γιουνάιτεντ».
Ο Γκρέιαμ Γουίλιαμς, από την πλευρά του, δήλωσε σχεδόν 50 χρόνια αργότερα: «Είχα ακούσει για τον Τζορτζ από συμπαίκτες του στους Νέους. Για τις ντρίμπλες και όλα αυτά που έκανε. Εκείνο το απόγευμα έμεινε στην πλευρά μου μόλις 15 λεπτά και δεν κλώτσησε ποτέ την μπάλα. Αντιθέτως κλώτσησα εγώ αρκετά αυτόν. Στη συνέχεια άρχισε να κινείται στο χώρο, να αλλάζει θέσεις και κατευθύνσεις και τότε πήρα μία γεύση από το πόσο καλός είναι».
Ο Μπεστ σε μία άλλη από τις πολλές αυτοβιογραφίες του με τίτλο «Ευλογημένος» θυμάται για το ντεμπούτο του: «Όταν έπαιρνα την μπάλα δεν ήθελα να τη δώσω σε κανέναν παρ’ ότι μου φώναζαν. Έκανα ακριβώς τα ίδια κόλπα που έκανα και όταν έπαιζα στη δεύτερη ομάδα. Πήγαινα να περάσω τρεις και τέσσερις αντιπάλους. Δεν ήταν τόσο εύκολο, αλλά δεν ήταν και τόσο δύσκολο συνάμα. Πάντως τους συμπαίκτες μου σίγουρα τους είχα εκνευρίσει».
Παρά τα συγχαρητήρια που δέχτηκε στα αποδυτήρια, ο Μπάσμπι είχε προσέξει και ο ίδιος τα προβλήματα που αντιμετώπισε γενικά ο νεαρός και τον τοποθέτησε ξανά στη δεύτερη ομάδα, όπου άρχισε όμως να σκοράρει κατά ριπάς.
Φυσιολογικά η ευκαιρία θα του δινόταν ξανά και στις 26 Δεκεμβρίου 1963 έφτασε ένα τηλεγράφημα στο σπίτι του στο Μπέλφαστ, όπου περνούσε τις Ημέρες των Χριστουγέννων μαζί με την οικογένειά του.
Το τηλεγράφημα τον ενημέρωνε να παρουσιαστεί άμεσα στο Μάντσεστερ διότι στις 28 του μήνα είχε υποχρεώσεις με την πρώτη ομάδα.
Εκείνη την ημέρα σκόραρε και το πρώτο του γκολ ως επαγγελματίας, στην εντός έδρας νίκη με 5-1 απέναντι στην Μπέρνλι.
Ήταν το πρώτο από τα πολλά που θα ακολουθούσαν με το γνωστό «στριφογύρισμα» της μπάλας ανάμεσα σε δύο και τρεις αντιπάλους. Πλέον ο Τζόρτζ Μπεστ είχε έρθει για να μείνει.
Έξι χρόνια παρά μία μέρα μετά το ντεμπούτο του με τα κόκκινα και συγκεκριμένα στις 3 Σεπτέμβρη 1969, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ υποδεχόταν τη Μίντλεσμπρο για τα προημιτελικά του League Cup.
Το δεξί εξτρέμ της «Μπόρο» ήταν ο παιδικός φίλος του Τζορτζ Μπεστ, ο Έρικ Μακ Μόρντι, με τον οποίο είχαν επιλέξει να γυρίσουν στο Μπέλφαστ επειδή δεν προσαρμόστηκαν στο Μάντσεστερ το 1961.
Ήταν μία συγκινητική επανένωση, όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Μπεστ αργότερα.
Η καριέρα του Τζορτζ Μπεστ έπειτα είναι γνωστή. Ηγέτης της πρώτης αγγλικής ομάδας που στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1968, νικητής της «Χρυσής Μπάλας» την ίδια χρονιά και αδιαμφισβήτητα ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο.
Ακόμα, δύο πρωταθλήματα Αγγλίας (1964-65, 1966-67), δύο Charity Shield και αμέτρητες άλλες ατομικές διακρίσεις, ενώ πρόλαβε να πάρει και το Κύπελλο Νέων το 1964, γεγονός που μάλλον κάλμαρε τον παλιό του συμπαίκτη Έιμον Ντάνφι.
Αργότερα πήρε την κάτω βόλτα, καθώς το αλκοόλ, το πάθος του για γυναίκες, τζόγο και γρήγορα αυτοκίνητα κατέστρεψαν την καριέρα του (επί της ουσίας σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 27 του χρόνια) και κόστισαν τη ζωή του σε ηλικία μόλις 59 ετών.
Εντούτοις, η αγάπη της συντριπτικής πλειοψηφίας των φιλάθλων προς το πρόσωπό του δεν μειώθηκε ποτέ και πάντα μνημονεύεται ως μία… rock n’ roll προσωπικότητα των γηπέδων.
«Pele good, Maradona better, George Best», γράφει ένα πανό που κρεμούν μέχρι σήμερα οι φίλοι της Γιουνάιτεντ στο «Ολντ Τράφορντ», προκειμένου να δείξουν την αγάπη τους.
Παράλληλα, σε κάθε συζήτηση αναφορικά με τον καλύτερο ποδοσφαιριστή της Ιστορίας, όταν ακούγεται το όνομά του υπάρχει μία κοινή, αν και ίσως ανεδαφική, αποδοχή ότι θα ήταν εκείνος αν είχε μεγαλύτερη διάρκεια.
Το ερώτημα, πάντως, που λέγεται ότι είχε υποβάλλει ένας μπάτλερ την ώρα που του σέρβιρε σαμπάνια σε κάποιο καζίνο της Αγγλίας τη δεκαετία του 1970 παραμένει: «Τζορτζ, τι πήγε τόσο στραβά;»
ΠΗΓΗ: sport-retro.gr