Γκόρντον Μπανκς: O Γκόρντον Μπανκς, ένας από τους ξεχωριστούς Παγκόσμιους Άγγλους του 1966, πέθανε εχθές, από καρκίνο στα νεφρά, σε ηλικία 81 ετών. Μία απώλεια που προκάλεσε αμέσως μια έκρηξη θλίψης και νοσταλγίας σε όλον τον κόσμο του ποδοσφαίρου.

Από την ζωή του, θα μείνει αξέχαστη εκείνη η θαυμάσια απόκρουση στην κεφαλιά του Πελέ στο Μουντιάλ του 1970, ίσως ακόμα περισσότερο από όσα έκανε και ο ίδιος τέσσερα χρόνια νωρίτερα, όταν η Αγγλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο.

«Κερδίσαμε επειδή δεν θέλαμε να αποτύχουμε», παραδέχθηκε ο Μπανκς, όπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα Telegraph.

Μεγαλώνοντας στο Σέφιλντ, κάτω από τα χαλυβουργεία της πόλης, υιός ενός χαλυβουργού και μικρότερος από τέσσερα αδέλφια, ο Μπανκς αναδείχθηκε ο δεύτερος μεγαλύτερος τερματοφύλακας του 20ου αιώνα, πίσω από τον Λεβ Γιασίν, χωρίς μάλιστα να αγωνιστεί σε κανέναν από τους μεγάλους συλλόγου της εποχής, έχοντας δίπλα στο παγκόσμιο μετάλλιο, μόλις δύο από το αγγλικό League Cup, σε οκτώ χρόνια απόσταση, με Λέστερ και Στόουκ.

Η ...αγαπημένη του όμως ήταν η εθνική Αγγλίας. Όπως θυμίζει σήμερα η ισπανική El Pais, κάθε φορά που η Αγγλία του Γκάρεθ Σαουθγκέιτ έπαιζε έναν αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Ρωσία, ο Γκόρντον Μπανκς, πλησίαζε το κομοδίνο του δωματίου του, έπαιρνε στα χέρι του ένα μικρό κόκκινο κουτί, ξεθωριασμένο, το άνοιγε και χάιδευε το χρυσό μετάλλιο που του είχε παραδώσει η Βασίλισσα Ελισάβετ στο Wembley στις 30 Ιουλίου 1966, μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Ήταν το τελετουργικό του. Πίστευε ότι η εμφάνιση και το άγγιγμα αυτού του μεταλλίου θα μπορούσε να δώσει τύχη στην ομάδα του.

Είχε πουλήσει, πριν από 15 χρόνια, την κίτρινη φανέλα που φορούσε στον τελικό κατά της Γερμανίας, αλλά και το μετάλλιο του, έναντι 150.000 ευρώ, προκειμένου να βοηθήσει τα παιδιά του να αγοράσουν ένα σπίτι. Το πήρε ξανά πίσω. Δεν έγινε πλούσιος, ίσως επειδή, η απώλεια της όρασης του στο δεξί μάτι του, σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα στις 22 Οκτωβρίου του 1972 οδήγησαν στην πρόωρη αποχώρησή του το επόμενο καλοκαίρι.

Η καριέρα του Μπάνκς από την άποψη των εγχώριων τροπαίων, δεν ήταν κάποια που μπορούσε να προκαλέσει τη προσοχή. Έπαιξε σε δύο τελικούς του Κυπέλλου με την Λέστερ το 1961 και το 1963, χάνοντας τους και τους δύο, πριν παραχωρηθεί το 1967 για να κάνει ...χώρο σε έναν νέο με το όνομα ...Πίτερ Σίλτον. Με τη Στόουκ έφτασε στους ημιτελικούς του FA Cup το 1971 και το 1972, χάνοντας και τις δύο φορές από την Άρσεναλ.

Αλλά δεν ήταν τα τρόπαια που τον χαρακτήρισαν. Εκείνο που έκανε εντύπωση στην επόμενη γενιά των τερματοφυλάκων, ήταν πως ο Μπανκς βρισκόταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, εστιάζοντας στην τεχνική αντί να «δουλεύει» στο έδαφος. Υπήρξε έντονος παρατηρητής των τερματοφυλάκων που δεν ήταν Βρετανοί, σε μια εποχή που υπήρχε μια δυσπιστία στις επιρροές που έφταναν από το εξωτερικό. Ακόμα και τα γάντια του: το 1970 είχε αγοράσει για τον εαυτό του μεγαλύτερα από το νούμερό του, με μια ελαστική επιφάνεια, που προτιμούσαν στην Νότια Αμερική.

Η...επαγγελματική σταδιοδρομία του άρχισε στη Τσέστερφιλντ, στην Γ΄ κατηγορία, όπου σε ηλικία 15 ετών, είχε συμβόλαιο μερικής απασχόλησης με εβδομαδιαίο μισθό ...τρεις λίρες. Στα 17 του κλήθηκε στoν βασιλικό στρατό, πήγε στη Γερμανία, όπου γνωρίστηκε με τη Γερμανίδα σύζυγό του, Ούρσουλα.

Έκανε το ντεμπούτο του με την Τσέστερφιλντ στα 20, τον Νοέμβριο του 1958, καταφέρνοντας το καλοκαίρι να υπογράψει στην Λέστερ, την πρώτη του επαγγελματική ομάδα. Είχε εγκαταλείψει το σχολείο στο Γιορκσάιρ στην ηλικία των 15 ετών και μπορούσε να σταματήσει να σκάβει τάφρους και να μεταφέρει τούβλα και σάκους χάλυβα ως έφηβος στο εργοτάξιο.

Στην αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε το 2002, θυμάται τον χορό που έκανε με την γυναίκα του γύρω από την κουζίνα όταν έφτασε στο σπίτι για να ανακοινώσει το νέο του μισθό, 15 λίρες στην εβδομάδα. Μετά τρία χρόνια, θα φτάσει τελικά στις 60 λίρες.

Ο Μπανκς επιλέχθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Αγγλίας τον Οκτώβριο του 1961, αλλά δεν έκανε το ντεμπούτο του μέχρι τον Απρίλιο του 1963, υπό τον Αλφ Ράμσει. Πήρε την φανέλα με το Νο1 στην Αγγλία από τον Ρον Σπρίνγκετ τον Απρίλιο του 1963 και διατήρησε τη θέση του, μέχρι το αυτοκινητικό ατύχημα, το 1972.

Μέλος της ατίθασης παρέας, με Μουρ και Γκριβς που βρήκαν τα διαβατήριά τους στα μαξιλάρια των δωματίων τους, μετά μια ξέφρενη νύχτα, πριν από έναν φιλικο στη Λισαβόνα. Ο Ράμσει τους συγχωρούσε, αλλά το μήνυμα ήταν σαφές.

Όταν ο Μπανκς κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με την Αγγλία, το ποδόσφαιρο ήταν ακόμη μία πραγματική γιορτή. Ήταν ακόμα παιχνίδι ...ανθρώπινο. Όταν οι Άγγλοι έφτασαν στο ξενοδοχείο στο Λονδίνο με το Κύπελλο Jules Rimet, οι γυναίκες τους περίμεναν να τους συναντήσουν μετά από έξι εβδομάδες. Ο Μπανκς είπε στη γυναίκα του να ντυθεί για το εορταστικό δείπνο, αλλά οι ηγέτες της ομοσπονδίας του ξεκαθάρισαν ότι θέση σε αυτό θα είχαν μόνο άνδρες. Η σύζυγός του έμεινε στο δωμάτιο...

Ακολουθούσε την καλύτερη συμβουλή που του έδωσε ο Γερμανός τερματοφύλακας της Μάντσεστερ Σίτι, Μπερτ Τράουτμαν, ο οποίος φυλακίστηκε σε ένα αγγλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης μετά τη σύλληψή του στο Δυτικό Μέτωπο. «Έπρεπε να μασήσω δύο τσίχλες και όταν είχαν αποκτήσει αρκετή ελαστικότητα, τις κολλούσα και μετά έγλειφα τις παλάμες μου με τη γλώσσα μου. Στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1996, κατά της Πορτογαλίας, ξέχασε να πάρει την τσίχλα. Ο Σερ Αλφ Ράμσει έστειλε τον βοηθό του να βρει ένα περίπτερο έξω από το Wembley για να αγοράσει ένα πακέτο, ενώ ο Μπανκς ήταν ήδη στη σήραγγα εξόδου προς τον αγωνιστικό χώρο.

Ο Μπιλ Σάνκλι προσπάθησε να τον αγοράσει, αλλά η Λίβερπουλ αρνήθηκε, θεωρώντας ότι οι 50.000 λίρες ήταν πάρα πολλά χρήματα για έναν τερματοφύλακα.

Μετά τις 22 Οκτωβρίου 1972, και την σφοδρή σύγκρουση με το αυτοκίνητό του, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος, συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει πάλι στο ανώτερο επίπεδο. Επέλεξε να παίξει στο νέο επαγγελματικό πρωτάθλημα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ψηφίστηκε τερματοφύλακας της χρονιάς το 1978 στην ηλικία των 40 ετών.

Θεωρήθηκε ο καλύτερος τερματοφύλακας στον κόσμο από τη FIFA για έξι συνεχόμενα χρόνια, σε μία εποχή που οι τερματοφύλακες έπαιζαν χωρίς γάντια.

Κι όμως τα πιο ισχυρά λόγια για τον Γκόρντον Μπανκς δεν ήλθαν από συμπαίκτες του, από παίκτες που έπαιξαν μαζί του, αντιπάλους ή δημοσιογράφους, που χαρακτήρισαν τη 20ετή καριέρα. Αλλά από τη σύγχρονη γενιά των τερματοφυλάκων. Άνδρες που δεν μοιράστηκαν μαζί του ποτέ το γήπεδο και πιθανότατα δεν τον είδαν ποτέ να παίζει. Φαίνεται όμως ότι γνώριζαν καλά το χρέος τους απέναντι σε έναν άνθρωπο του οποίου το δικό του δώρο, παρέμεινε πολύ καιρό, μετά που κρέμμασε τα γάντια του.

«Είμαι ένας από τους πολλούς που έχτισαν τα όνειρά τους στην τέλεια απόκρουση σας. Για άλλη μια φορά, με όλη μου την καρδιά: ευχαριστώ», έχει πει χαρακτηριστικά ο Τζανλουίτζι Μπουφόν.

«Είναι τόσο λυπηρό το γεγονός ότι ο Γκόρντον Μπανκς, ένας από τους ήρωές μου και ένας αληθινός θρύλος στη ζωή και το ποδόσφαιρο, έφυγε», τόνισε ο Πίτερ Σμάιχελ.

«Στεναχωρημένος για τον θάνατο του Μπανκς», σημείωσε ο Πεπε Ρέινα. Ανάλογες επισημάνσεις και από τους Ίκερ Κασίγιας, Κάσπερ Σμάιχελ και Τζόρνταν Πίκφρντ, τους σύγχρονους που αναγνωρίζουν ότι είναι απλά μέρος ενός μόνο του χρυσού νήματος, που καθόρισε ο Μπανκς.

Γιατί ο Γκόρντον Μπανκς ήταν πάντα εξαιρετικά γενναιόδωρος, όταν ερχόταν σε επαφή με νεαρούς τερματοφύλακες, είτε ως προπονητής, μέντορας είτε απλά ως ένας παλιός φίλος.

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΝΚΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΠΙΔΟΞΟ ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ

Ο Γκόρντον Μπανκς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Λέστερ. Ετσι, γνωρίσθηκε με τους δημοσιογράφους της πόλης, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Λι Μάρλοου της «Leicester Mercury». Μάλιστα προ ετών, ο Μάρλοου, στο περιθώριο μίας συνέντευξης που πήρε από τον «Κινέζο» του ζήτησε να του δώσει μερικές συμβουλές για τον υιό του, που ήθελε να γίνει τερματοφύλακας. Ο χαρισματικός Μπανκς, επέλεξε να γράψει ένα γράμμα στον νεαρό, που θα πρέπει να διαβάσει κάθε επίδοξος τερματοφύλακας...

«Γεια σου Λούκας, ο πατέρας σου, μού είπε ότι θέλεις να γίνεις τερματοφύλακας. Χρειαζόμαστε, πάντα, καλούς τερματοφύλακες», έγραψε ο αείμνηστος Μπανκς στον νεαρό επίδοξο τερματοφύλακα, δίνοντας του μερικές συμβουλές: «Πρώτα από όλα, πρέπει να εργασθείς σκληρά. Το να είσαι τερματοφύλακας δεν είναι εύκολο. Όσο πιο πολύ παίζεις, τόσο περισσότερο τα μάτια σου θα βελτιωθούν στην ανίχνευση και τον εντοπισμό των γωνιών. Θα αρχίσεις να γνωρίζεις εκ των προτέρων από πού θα περάσει η μπάλα. Αυτό ονομάζεται πρόβλεψη. Και οι μεγάλοι τερματοφύλακες, έχουν καλή πρόβλεψη. Τα μάτια ακολουθούν την κατεύθυνση της μπάλας, τον τρόπο με τον οποίο φτάνει στον αέρα. Και στέλνουν μηνύματα στον εγκέφαλό και στην συνέχεια στα χέρια. Να συνεχίσεις να προπονείσαι και διαρκώς θα γίνεσαι καλύτερος. Πρέπει πάντοτε, να γνωρίζεις που βρίσκεσαι σε σχέση με την εστία σου. Να περιορίζεις τις κάτω γωνίες και να κάνεις όσο πιό δύσκολο γίνεται, στον επιτιθέμενο, να σκοράρει. Να παίζεις με μία μικρότερη μπάλα. Κι΄ αυτό γιατί εάν συνηθίζεις να ελέγχεις μία μικρότερη μπάλα, θα είναι πιό εύκολο να παίζεις με μία μεγαλύτερη. Να παίζεις παιχνίδια, όπως το πινγκ πονγκ, που θα σε βοηθήσουν να βελτιώσεις και να εξελίξεις τα αντανακλαστικά σου, αλλά και να συντονίζεις καλύτερα τα χέρια με τα μάτια σου. Να πετάς ένα μπαλάκι του τένις στον τοίχο και να προσπαθείς να το πιάνεις στην επιστροφή του. Και φυσικά, να είσαι γενναίος. Γιατί για να κάνεις μία έξοδο ή να βουτήξεις στα πόδια του επιτιθέμενου, απαιτείται γενναιότητα. Και να αντιμετωπίζεις με γενναιότητα την ήττα ή το λάθος. Ολοι κάνουμε λάθη. Εγώ έκανα πολλά, αλλά ποτέ δεν άφησα κανέναν να καταλάβει ότι με επηρρέασε. Καλή τύχη Λούκας»...

Αν και δεν ήταν ...γίγαντας, μετρίου αναστήματος, ο άνθρωπος αυτός που έκτισε τη δύναμή του, μεταφέροντας τους σάκους άνθρακα ως έφηβος, κατάφερε να ρίξει επιβλητικά τη σκιά του, πάνω από το παιχνίδι, αναδεικνύοντας την κυρίαρχη μορφή του τερματοφύλακα. Μαζί με τους Λεβ Γιασίν και Σεπ Μάγιερ, ήταν εκείνοι που έθεσαν τον τερματοφύλακα, ως δυναμικό μέλος του παιχνιδιού.

Για καλή του τύχη, έφτασε μαζί με τις πρώτες εικόνες της έγχρωμης τηλεόρασης. Γιατί σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε να απεικονίσει καλύτερα από την εικόνα και το χρώμα, την απόκρουση του αιώνα, αυτή απέναντι στον Πελέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Ίσως κάποιοι μπορούν να αμφισβητήσουν, εάν είναι αυτή η κορυφαία όλων των εποχών, πέρα από κάθε αμφιβολία όμως, ήταν η πρώτη πραγματικά, που «έσωσε» η εικόνα, ...σταματώντας την και κάνοντάς την να αντέξει στην δοκιμασία του χρόνου.

Οι περισσότεροι παίκτες αισθάνονται τυχεροί εάν μπορούν να αλλάξουν το παιχνίδι όταν βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

Ο Μπανκς συνέχισε να το αλλάζει ακόμα και όταν έφυγε. Κατά κάποιο τρόπο, εξακολουθεί να το κάνει ακόμη και τώρα...

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ