Γιώργος Κούδας – Ολυμπιακός: Μια εκτενή και διαφορετική συνέντευξη παραχώρησε ο Γιώργος Κούδας στην εφημερίδα «Documento».

Ο Μεγαλέξανδρος του ΠΑΟΚ μίλησε για την πολιτική, τη σχέση του με τον πατέρα του, την περίοδο της υπόθεσης με τον Ολυμπιακό και τον καιρό που αυτός αγωνιζόταν στον Δικέφαλο. Πρόσθεσε δε, ότι ο ποδοσφαιριστής του σημερινού ΠΑΟΚ που έχει αρκετά από τα στοιχεία του χαρακτήρα του είναι ο Αντελίνο Βιεϊρίνια.

Διαβάστε ένα μεγάλο απόσπασμα της συνέντευξης του Γιώργου Κούδα:

- Η Θεσσαλονίκη ζει ταραγμένη εποχή, με το μακεδονικό.

Ο κόσμος είναι απογοητευμένος από την πολιτική. Πρώτη φορά αριστερά, ισχυρίζεσαι. Αφού είναι έτσι, μη κάνεις τα ίδια λάθη των άλλων και μη λες ψέματα. Κοίταξε τον κόσμο στα μάτια και δώσε του ελπίδα. Τα ζήσαμε τα «θα» και τα «αν». Μη τα γυρίζεις μία έτσι και μία αλλιώς. Ξέρουμε ποιος μας έβαλε μέσα, πάμε παρακάτω τώρα. Όσα έχουμε πάθει ως λαός, τα έχουμε πάθει από λάθη δικά μας. Έτσι δεν είναι; Ακόμα και οι πρόγονοι που έδωσαν τα φώτα στον Κόσμο είμαι σίγουρος ότι θα τσακώνονταν μεταξύ τους. Τον έχουμε στο αίμα μας τον διχασμό…

- Χρήματα πιάσατε ποτέ στα χέρια σας;

Όταν έφερα στο σπίτι το πρώτο χιλιάρικο, πριμ για μία νίκη επί του Ολυμπιακού, ο πατέρας μου με έπιασε από τον γιακά. Ήταν άσχετος από ποδόσφαιρο και πολύ αυστηρός. Το δικό του μεροκάματο ήταν 100-120 δραχμές. Αλλά και εγώ συνέχισα να εργάζομαι παράλληλα με τη μπάλα. Δούλευα σε ένα ξενοδοχείο, όπου από γκρουμ έφτασα να γίνω ρεσεψιονίστ. Το πρακτορείο του ΟΠΑΠ που βλέπετε, με αφίσες από παίκτες όλων των ομάδων, το έχω από το 1972. Ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω, όσο το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό. Τα λεφτά από τα πριμ τα πήγαινα στο σπίτι και τα έδινα στην οικογένεια. «Πόσα θέλεις;» με ρωτούσε πάντοτε ο πατέρας. «Πόσα χρειάζεσαι;» Μου άρεσε να ντύνομαι με ωραία ρούχα. Όταν όμως αγόραζα καινούρια παπούτσια η μάνα μου έκλαιγε, γιατί ήξερε ότι μέσα σε μία εβδομάδα θα άνοιγαν από το ποδόσφαιρο, στα μάρμαρα του Διοικητηρίου.

- Με τον πατέρα σας τα σπάσατε όταν κατεβήκατε στον Πειραιά για να παίξετε στον Ολυμπιακό. Μείνατε δύο χρόνια εκεί, ώσπου η μετεγγραφή ματαιώθηκε.

Δεν του άρεσε στον πατέρα μου, που ήμουν αθλητής. Έβγαζε το Θ και έλεγε ότι αθλητής ίσον αλήτης. Εκείνος ήθελε να παίξω στον Ολυμπιακό, αλλά ο Παντελάκης δεν σκόπευε να με πουλήσει. Ούτε η δικτατορία ήθελε να προχωρήσει αυτή η μεταγραφή. «Φοβόμαστε ότι θα γίνει εμφύλιος και θα κοπεί η Ελλάδα στα δύο», μου έλεγαν οι συνοδοί στα ταξίδια της Εθνικής Ενόπλων. Εγώ τι μπορούσα να κάνω; Τότε είχα δύο οικογένειες>: τον ΠΑΟΚ και την πραγματική μου οικογένεια. Η διαφωνία του πατέρα μου με τον Παντελάκη ήταν σαν σύγκρουση γιγάντων. Δύο δημοκρατικοί άνθρωποι φέρθηκαν σαν φασίστες και σκοτώθηκαν μεταξύ τους! Έτσι, πέρασαν δύο χρόνια χωρίς να παίζω σε αγώνες. Του έλεγα: «Πατέρα, τι θα κάνω αν μείνω στον Πειραιά; Να γίνω καφετζής στο μαγαζί σου; Εκτελωνιστής μήπως;» Είχα καψουρευτεί κιόλας, τη μετέπειτα πρώτη γυναίκα μου, αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία. Από το 1968 και για έξι χρόνια, δεν μιλούσαμε με τον πατέρα μου. Μόνο στη μάνα μου τηλεφωνούσα κρυφά.

- Και δεν τον συναντούσατε ποτέ;

Ένα βράδυ πήγα αργά από την ταβέρνα του στο Πασαλιμάνι, την ώρα που σχολούσε. Κόλλησα το πρόσωπο στο τζάμι του αυτοκινήτου και τον κοίταζα παγωμένος. Αλλά σηκώθηκα και έφυγα. Αργότερα μου τηλεφώνησε η μητέρα μου: «Βρε Γιώργο, δεν ντρέπεσαι; Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί δεν του μίλησες; Τον ξέρεις τον μπαρμπα Γιάννη, όλο το βράδυ έκλαιγε». Τελικά τα ξαναβρήκαμε μετά τον γάμο της αδελφής μου, το 1974. Στη ζωή, μαθαίνεις να συγχωρείς. Όταν συγχωρεθείς για την αμαρτία σου, θα συγχωρήσεις και εσύ τον άλλον για τη δική του. Στους γονείς μου έδωσα τα πάντα, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους, για να ξεπληρώσω όσα μου πρόσφεραν εκείνοι.

- Παρατηρώ ότι μιλάτε συνεχώς, για τον πατέρα σας. Και με συγκινείτε.

Εγώ να δείτε, πώς συγκινούμαι όταν τον θυμάμαι. Ο μπαρμπα Γιάννης ο Κούδας ήταν γεμάτος ανθρωπιά. Αυτός τοποθέτησε τα θεμέλια, για να γίνω εγώ άνθρωπος. Έχω πάνω μου τη σφραγίδα του.

- Επιστρέψατε δριμύτερος στον ΠΑΟΚ, το 1968.

«Την είχα πάρει από καιρό την απόφασή μου. Ο εγωισμός μου με βοήθησε να μείνω δυνατός. Όταν έβαλα το δεύτερο γκολ στον Παναθηναϊκό, στον τελικό του Κυπέλλου του 1972, τότε και μόνο τότε πήγα να πανηγυρίσω στην εξέδρα. Ένιωθα ότι χρωστούσα σε αυτόν τον κόσμο έναν τίτλο, ιδίως μετά τον χαμένο τελικό του 1970, με τον Άρη, όταν αστόχησα σε πέναλτι. Ήταν κάτι σαν δικαίωση, αυτό το τρόπαιο, το πρώτο του ΠΑΟΚ.

 

«Όταν ο Γκουερίνο πανηγύρισε στην Θύρα 4 τον κατέβασα και τον μάλωσα»

- Γιατί αποφεύγατε συστηματικά τον πανηγυρισμό με τους φιλάθλους;

Το γκολ ήταν η δική μας στιγμή. Των παικτών. Ο κόσμος είχε όλο τον χρόνο να πανηγυρίσει αργότερα. Άλλωστε, το γκολ δεν ανήκει μόνο στον σκόρερ, αλλά και σε αυτόν που έδωσε την πάσα, στον άλλον που έκοψε τον αντίπαλο, στον τερματοφύλακα, σε όλους τους συμπαίκτες. Ακόμα και όταν ο Γκουερίνο πέτυχε το 1-0 που θα μας έδινε το πρωτάθλημα του 1976, απέναντι στην ΑΕΚ, πήγα και τον κατέβασα από την Θύρα 4. «Να τελειώσουμε τη δουλειά και πανηγυρίζουμε μετά», τον μάλωσα. Αν μας ισοφαρίσουν και χάσουμε τον τίτλο, τι θα κάνεις μετά; Θα πας στην εξέδρα ζητήσεις συγγνώμη; Ο μεγάλος παίκτης είναι αυτός που μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματα της στιγμής. Κάποιες στιγμές, βέβαια, ξεφεύγουμε όλοι.

- Θα γινόσασταν ξανά σημαία του ΠΑΟΚ, εάν ξεκινούσατε την καριέρα σας σήμερα;

Δεν ξέρω πώς θα λειτουργούσα και πώς θα ήταν ο χαρακτήρας μου. Ναι, θα ήθελα να παραμείνω ίδιος. Θα ήταν εφικτό, ίσως; Είναι και διαφορετικοί οι πειρασμοί. Τότε αρνήθηκα τις προτάσεις από το εξωτερικό επειδή υπήρχε ο φόβος για το άγνωστο. Θα συναντούσα το ίδιο κλίμα, αν πήγαινα να ζήσω στην Ισπανία; Θα ήμουν και εκεί αρχηγός; «Έλα στη Μπάρτσα», μου είπε ο Κρόιφ. «Και τι να έρθω να κάνω; Να σου γυαλίζω τον πάγκο και να περιμένω να τραυματιστείς;» Εμένα δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Με ενδιέφερε να παίζω μπάλα.

- Τι συμβουλή θα δίνατε, αν σας πλησίαζε σήμερα ένα παιδί;

Αυτό που θα επιλέξει να κάνει στη ζωή του, να το αγαπήσει όσο γίνεται περισσότερο. Όπως έκανα εγώ. «Να μπούμε στο γήπεδο να παίξουμε για να το χαρούμε», έλεγα στους συμπαίκτες μου. «Και αν είναι να έρθει και το πριμάκι, θα έρθει». Επίσης, να φέρεται αντρίκεια και να φοράει παντελόνια. Παντελόνια φοράει εκείνος που λέει την αλήθεια, ώστε να είναι ο λόγος του συμβόλαιο. Όπως ήταν του Παντελάκη.

- Μέσα στο γήπεδο της Τούμπας έστησαν το άγαλμά σας. Θυμάμαι τη συγκίνησή σας, από τα ρεπορτάζ των ημερών.

Δεν υπάρχει πια, όμως. Το γκρέμισαν οι «επιστήμονες» και δεν ξαναφτιάχτηκε. Έβαλαν προτομή του Κατσούρη στη θέση του. Πάντως δεν μου αρέσει η προβολή. Όταν πρωτοείδα τη φωτογραφία μου σε πρωτοσέλιδο, τρόμαξα. Μάλιστα ο τίτλος έλεγε ότι «ο Κούδας αξίζει 2 εκατομμύρια» και ο περιπτεράς πρόσθεσε ένα μηδενικό και το έκανε 20. Δεν ήξερα πού να κρυφτώ.

- Ο σημερινός Κούδας ποιος είναι;

Ο τωρινός αρχηγός του ΠΑΟΚ, o Βιεϊρίνια. Μπορεί να έσπασε το καλούπι που έβγαλε τον Κούδα, αλλά βλέπω δικά μου στοιχεία στην ταυτότητά του. Είναι ηγέτης, όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και στα αποδυτήρια. Τη ζηλεύω τη σημερινή ομάδα και θα ήθελα να ξαναγίνω νέος για να παίξω σε αυτήν.

- Σε αγωνιστικά χαρακτηριστικά, υπάρχει σήμερα παίκτης που έχει ίδιο στυλ με το δικό σας; Σας πρόλαβα, αλλά σας θυμάμαι αμυδρά και στα τελειώματα.

Ο Λιονέλ Μέσι, αλλά τα πέντε στοιχεία που είχα εγώ εκείνος τα έχει κάνει εκατό. Τον βλέπω και παραμιλάω. Αμφιβάλλω αν θα ξαναγεννηθεί τέτοιος παίκτης. Βέβαια εγώ κάπνιζα τα τσιγάρα μου και ήμουν μποέμ, ενώ οι τωρινοί παίζουν δώδεκα μήνες ποδόσφαιρο, στον βωμό του χρήματος. Πρέπει να καταλάβουν οι υπεύθυνοι, ότι ο αθλητής δεν είναι μηχανή. Θα καεί και το κορμί και το μυαλό τους. Ακόμα και το αυτοκίνητο θέλει σέρβις πότε πότε.

- Εχετε θέση συμβούλου στην ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Ο Ιβάν Σαββίδης τι σημαίνει για εσάς;

Είναι το θείο δώρο που έστειλε ο Θεός στον ΠΑΟΚ! Βάζει τα λεφτά του, αλλά πάνω απ’ όλα είναι άνθρωπος και σέβεται την καταγωγή του. Δίνει ψωμί για να φάει ο κόσμος και βοηθάει όσους έχουν ανάγκη. Μόλις πρόσφατα δώρισε 250.000 ευρώ για να προμηθευτεί καινούρια μηχανήματα η Πολυκλινική του ΑΧΕΠΑ, αυτή που δώρισε ο Γιώργος Παντελάκης. Κάθε Κυριακή, προσφέρει μέρος των εισπράξεων σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα.

- Είναι όμως ο ίδιος Σαββίδης, που μπήκε με πιστόλι στο γήπεδο.

Ήταν ένα λάθος. Κάτι έγινε όμως, για κάποιον λόγο το έκανε. Δεν γίνεται, να απειλούν την οικογένειά σου και να μένεις ασυγκίνητος. Χωρίς να προσπαθώ να τον δικαιολογήσω, πάντως, εγώ δεν τον έχω δει ποτέ να οπλοφορεί. Δεν ήμουν παρών σε εκείνον τον αγώνα, διότι χρειάστηκε να κάνω μία μικροεπέμβαση.