Κακά τα ψέματα, η διαφορά ΑΕΚ και Ολυμπιακού τόσο στην ενδεκάδα, όσο και στον πάγκο, είναι χαώδης. Είναι τόσο μεγάλη, που αρκεί κάποιος να ρίξει μια ματιά στα «πείσμα, πάθος, δύναμη», στα «πολεμοχαρή» δημοσιεύματα και στη ατμόσφαιρα «μάχης» που καλλιεργείται (καλώς) στα κιτρινόμαυρα αποδυτήρια, προκειμένου να αντιληφθεί ποιος είναι ο Δαβίδ και ο Γολιάθ.
Η ΑΕΚ, όμως, βρίσκει πολλούς ποδοσφαιρικούς συμμάχους ενόψει αυτού του ντέρμπι, που εκτοξεύουν στο ναδίρ το κίνητρό της. Το κυριότερο είναι ότι οι παίκτες της και ο προπονητής της, οι πρωταγωνιστές δηλαδή, είναι «καλά». Παρά τις σφαλιάρες στην Ευρώπη και την τριάρα από τον ΠΑΟΚ, ο ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ πολλές ενοχές δεν έχει. Ξέρει μέχρι πού φτάνουν οι δυνατότητες της ομάδας του, γνωρίζει ότι οφείλει να τα δώσει όλα για τους χιλιάδες οπαδούς που θα πάνε στο ΟΑΚΑ για να στηρίξουν (και με τον όβολό τους) ΜΟΝΟ εκείνον και την ομάδα. Δεν παίζει για την πρωτιά και τον τίτλο, γνωρίζει ότι η κατάκτησή του ανάγεται στη σφαίρα του απίθανου. Παίζει για την πάρτη του, για την ομάδα του, για τον οπαδό, για τη δόξα μιας βραδιάς και τα λεφτά ενός τριμήνου. Παίζει και για τον συμπαίκτη του. Καθόλου δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι η ΑΕΚ θα έχει στην ενδεκάδα της επτά Έλληνες (Αραμπατζής, Γεωργέας ή Κοντοές, Καράμπελας, Μανωλάς, Μάκος, Λαγός, Λυμπερόπουλος) έναν Βραζιλιάνο «Έλληνα» (Λεονάρντο) και μόνο τρεις «εκτός κλίματος» ξένους εκ των οποίων, όμως, οι δύο έχουν ισχυρότατα ερεθίσματα για να δείξουν τι μπορούν να κάνουν απέναντι στην κατά τεκμήριο κορυφαία ελληνική ομάδα: Βάργκας και Γκούντγιονσεν.
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο gazzetta.gr