Σε όλη του την ζωή χρειαζόταν να ψάχνει απαντήσεις σε άσκοπες ερωτήσεις. Ο Σεμπάστιαν Τζιοβίνικο δεν έγινε τελικά ο διάδοχος του Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο στην Γιουβέντους, όμως έγραψε την δική του ιστορία.

- Σέμπα, μήπως είσαι πολύ κοντός για να παίξεις ποδόσφαιρο; 

- Σέμπα, μήπως δεν είσαι πολύ καλός για να παίξεις στην Γιουβέντους;

- Σέμπα, μήπως δεν είσαι αρκετά ταλαντούχος για να διαδεχθείς τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο; 

- Σέμπα, γιατί πήγες τόσο μικρός στις Η.Π.Α, και στο MLS;

- Σέμπα, για ποιο λόγο επέλεξες να πας σε ομάδα από την Σαουδική Αραβία; 

- Σέμπα, γιατί αυτό; Γιατί εκείνο; Γιατί το άλλο;

Μία ζωή ερωτήσεις. Μία ζωή αμφισβήτηση. Μία ζωή περιττό βάρος στους ώμους του. Του πήρε χρόνια να το συνηθίσει, αλλά τελικά το κατάλαβε: «Το ποδόσφαιρο είναι παράξενο. Σήμερα είσαι μάγος, αύριο... εξαφανίζεσαι. Είσαι σκόνη. Κάτι συμβαίνει, χάνεις μερικά παιχνίδια και αυτό είναι. Τσαφ! Το πάρτι τελειώνει. Να περάσει ο επόμενος».

Δεν τον ενδιαφέρει πια η γνώμη των άλλων. Δεν δίνει δεκάρα. Δεν διαβάζει πια τίποτα που να αφορά το ποδόσφαιρο ή τον ίδιο. Ξέρει πια πολύ καλά πως παίζεται το παιχνίδι. Ξεκίνησε κάτω από το μηδέν, αλλά τώρα ξέρει και εδώ και χρόνια ορίζει ο ίδιος τους κανόνες του δικού του παιχνιδιού.

Στο δωμάτιο του δεν είχε αφίσες ποδοσφαιριστών. Για την ακρίβεια, δεν είχε δωμάτιο! Αυτός και ο μικρότερος αδερφός του κοιμόντουσαν στο σαλόνι, τα χρήματα του πατέρα του, ο οποίος δούλευε ως σιδηρουργός δεν έφταναν για κάτι περισσότερο.

Ο πατέρας του υποστήριζε την Μίλαν, αλλά όχι φανατικά. Έτσι για να λέει ότι υποστηρίζει κάτι. Δεν υπήρχε αθλητική παράδοση στο σόι, ούτε κάποιο ποδοσφαιρικό μικρόβιο. Αυτό μπήκε απότομα στο αίμα του Σέμπα, την ώρα που έτρεχε πίσω από τα φουστάνια της μαμάς Ελβίρας, που δούλευε σε ένα μπαράκι για να μην είναι μόνος στο σπίτι. 

Πίσω από το μαγαζί βρισκόταν ένα γηπεδάκι, το μόνο «αξιοθέατο» στο Μπεϊνάσκο, ένα προάστιο του Τορίνο. Όπως γίνεται σχεδόν πάντα, ένα απόγευμα κάποιος έλειπε και για να συμπληρώσουν τις ομάδες μπήκε μέσα και ο μικρός. Αυτό ήταν. Ο επτάχρονος Σεμπάστιαν βρήκε το νόημα της ζωής και έκτοτε η μπάλα έγινε η προέκταση του σώματος του. 

Τα πάντα έγιναν πολύ γρήγορα. Στα 9 του γράφτηκε στις ακαδημίες της Γιουβέντους με την φήμη ενός μάγου που κρύβει την μπάλα. Είχε πάντα κόλλημα με το «10». Έβλεπε και προσπαθούσε να αντιγράψει τους γίγαντες που έβλεπε να το φοράνε τον Μαραντόνα, τον Τζόλα, τον Μπάτζιο, μεγάλωσε στην εποχή των μεγάλων δεκαριών. 

Δεν ψήλωσε ποτέ, έμεινε στο 1,60, ποτέ του δεν ξεπέρασε τα 60 κιλά, μισή μερίδα άνθρωπος. Κι όμως έλαμπε εκτυφλωτικά στις ακαδημίες της Μεγάλης Κυρίας, όπου πήρε τα πάντα με την Πριμαβέρα, πρωτάθλημα, κύπελλο, MVP στο περίφημο τουρνουά του Βιαρέτζιο, τα πάντα όλα.

Ως trequartista ή rifinitore ή fantasista όπως λένε τα δεκάρια οι Ιταλοί έπρεπε να αντέξει το βάρος της σύγκρισης με τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο πριν κάνει ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα. Μία σύγκριση άδικη που τον τσαλάκωσε.

Στην Γιουβέντους είχε μόνο εκλάμψεις. Στην πραγματικότητα, η «Μεγάλη Κυρία» ποτέ δεν τον πίστεψε. Δύο φορές τον αποχωρίστηκε με την μορφή δανεισμού σε Έμπολι και Πάρμα και τον είδε να λάμπει. Αναγκάστηκε να τον αγοράσει για 11 εκατομμύρια το καλοκαίρι του 2012, όταν τον είδε να κάνει σεζόν με 15 γκολ και 11 ασίστ με τους παρμένσι, όμως πάντα κάποιον έβρισκε μπροστά του: τον Ντιέγκο, τον Τέβες, τον Πίρλο.

Στα 28 του τα παράτησε όλα και έγινε ο ακριβότερος παίκτης στην ιστορία του MLS, με συμβόλαιο 35 εκατομμυρίων δολαρίων στο Τορόντο. Η κληρονομιά που άφησε σε τέσσερα χρόνια είναι η κουβέντα για το αν αποτελεί τον κορυφαίο παίκτη στην ιστορία του MLS. 

Στα 31 του είπε να ζήσει σαν Σαουδάραβας πρίγκιπας και τα πήρε όλα με την Αλ-Χιλάλ, δουλεύοντας πλάι στον Ραζβάν Λουτσέσκου.

Στα 34 δεν χρειάζεται πια να δίνει απαντήσεις για τίποτα. Είναι ο Σεμπαστιάν Τζιοβίνκο, είναι αυτός που είναι και δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν...

Πλανητάρχης της μπάλας!

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ Η.Π.Α. ΤΟΝ ΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ GOAT ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ MLS

Ήταν σαν να κατέβηκε ο Ιησούς να παίξει μπάλα στο MLS. Οι Αμερικανοί ήταν σαν να έβλεπαν τον Μέσι στα γήπεδα τους. Κι άλλοι μεγάλοι σταρ, όπως ο Κακά, ο Πίρλο, ο Ζλάταν είχαν επιλέξει να περάσουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όμως αυτός ήταν διαφορετικός. Αυτός είχε πάει εκεί για να κυριαρχήσει, για να γράψει ιστορία, όχι για να κολλήσει τα τελευταία ένσημα ή να κάνει πλακίτσα.

Ο Σεμπαστιάν Τζιοβίνκο προκάλεσε σοκ, όταν τον Ιανουάριο του 2015 επέλεξε το Τορόντο να συνεχίσει την καριέρα του, μόλις στα 28, με το μεγαλύτερο συμβόλαιο που έχει δοθεί ποτέ σε ποδοσφαιριστή (35 εκατομμύρια δολάρια για πέντε χρόνια).

Δεν είχε πάει εκεί για τα λεφτά και το απέδειξε από την πρώτη στιγμή. Είχε πάει για να γίνει ο απόλυτος σταρ του πρωταθλήματος. Παρότι έφαγε πολύ κρύο «πρώτη φορά στη ζωή μου συνάντησα τέτοιο καιρό» κατάφερε να εγκλιματιστεί αμέσως και να αρχίζει να διαλύει ότι προσωπικά ρεκόρ υπήρχαν. Στην ρούκι χρονιά του, έγινε ο πρώτος παίκτης που κάνει σεζόν με 20 γκολ / 10 ασίστ (22/16), βγήκε MVP, επανέλαβε τα ίδια και την επόμενη χρονιά, έγινε θρύλος. Χρειάστηκε μόλις 95 παιχνίδια για να συμμετάσχει άμεσα σε 100 γκολ (58 τέρματα / 42 ασίστ), έγινε πρώτος σκόρερ και πασέρ στην ιστορία του Τορόντο, πρώτος σε εύστοχα φάουλ στην ιστορία του MLS (14), δημιούργησε 16 ακατάριπτα προσωπικά ρεκόρ, έκανε την ομάδα του μία από τις τοπ δυνάμεις στο πρωτάθλημα, σήκωσε ένα κύπελλο, όχι όμως το πρωτάθλημα που ήταν ο καημός όλων. Αποχώρησε μετά από 4 χρόνια, όταν διαπίστωσε ότι ο πήχης από την διοίκηση είχε χαμηλώσει, όμως ακόμα και σήμερα μπαίνει στην κουβέντα για τον GOAT όλων των εποχών που έπαιξε μπάλα στις Η.Π.Α!

ΣΕΪΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΑΒΙΑ

Τα πήρε όλα με τον Ράζβαν!

Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά την μετακόμιση του στο Τορόντο, τον Ιανουάριο του 2019, αποφάσισε να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι των 10.649 χιλιομέτρων για να μετακομίσει στο Ριάντ, ώστε να δημιουργήσει μία super-team στην Σαουδική Αραβία μαζί με τον Μπαφετιμπί Γκομίς και τον Αντρέ Καρίγιο. 

Έλειπε όμως ένα βασικό κομμάτι. Αυτό ήρθε μερικούς μήνες αργότερα και ήταν ο Ραζβάν Λουτσέσκου, με τον οποίο ανέπτυξαν μία εξαιρετική σχέση. 

Την σεζόν 2019-20, όταν η Αλ-Χιλάλ κυριάρχησε σε όλη την ήπειρο και έκανε ένα ανεπανάληπτο τρεμπλ σε τίτλους (παίζοντας και στο Παγκόσμιο Συλλόγων), ο Ιταλός ήταν απλά απολαυστικός, με 9 γκολ κι άλλες τόσες ασίστ σε 36 παιχνίδια, παίζοντας ως ελεύθερος κυνηγός δίπλα στον Γκομίς.

Τον τελευταίο χρόνο θέλουν όλοι τον ξεχάσουν. Η Αλ-Χιλάλ άδειασε από ενέργεια και δίψα για τίτλους, ο Λουτσέσκου έφυγε, ο Τζιοβίνκο πέρασε Covid-19 και έμεινε μακριά από τον καλό του εαυτό κι έχασε την δίψα που είχε στο ξεκίνημα του στην Σαουδική Αραβία. 

Τα λεφτά του τα έβγαλε (και με το παραπάνω), όμως εδώ και λίγο καιρό ήταν φανερό ότι ένιωθε σαν να είχε ολοκληρώσει την αποστολή του εκεί...

 

ΚΑΡΤΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡ-ΦΑΜΙΛΙΑΣ

Θαυματουργό «μυρμήγκι»

Μεγάλωσε σε μία πολύ συμπαγή και δεμένη οικογένεια, κάτι που έβαλε τις βάσεις για αυτό που είναι σήμερα. Έκανε κι αυτός οικογένεια από πολύ μικρός, αφού από 20 ετών είναι μαζί με την σύζυγο του Σαρζ Μιλάνο, με την οποία από το το 2013 είναι γονείς του Γιάκοπο και από το 2016 της Άλμα.

Όλες οι αποφάσεις του εξαρτώνται από την οικογενειακή του γαλήνη και το γεγονός πως θέλει να επιστρέψει στην Ευρώπη, δεν έχει να κάνει με αγωνιστικές ή οικονομικές φιλοδοξίες, αλλά με το γεγονός της εκπαίδευσης των παιδιών του.

Παρότι πάτησε τα 34 διατηρεί ακόμα αυτό το baby face που τον έκανε διάσημο, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι το παρατσούκλι του «Formica Atomica» (Atom Ant) είναι ένα... δαιμόνιο μυρμήγκι από τον ομώνυμο χαρακτήρα στην σειρά καρτούν της Hanna-Barbera. 

Παρατσούκλι, το οποίο όχι μόνο έχει αποδεχθεί (του αρέσει πολύ), αλλά το έχει χτυπήσει και τατουάζ, δείγμα της καλοτυχίας που θεωρεί ότι του έφερε στην καριέρα του.

 

ΣΚΟΥΑΝΤΡΑ ΑΤΖΟΥΡΑ

Μία... πονεμένη ιστορία

Υπήρξε σταρ στις μικρές εθνικές, όμως στο τέλος πάντα κάτι στράβωνε. Έφτασε ως τα προημιτελικά με την Ολυμπιακή ομάδα στους Αγώνες του Πεκίνο (2008) και ως τον ημιτελικό στο Ευρωπαϊκό Νέων το 2009. Ήταν μέλος της σκουάντρα ατζούρα που έφτασε ως τον τελικό του Euro 2012, η Ισπανία την άφησε με τα χέρια αδειανά, ενώ και στο Confederations Cup έφτασε στην πηγή, αλλά χωρίς να πιει νερό (τρίτη θέση). Η έλλειψη χρόνου τον άφησε εκτός Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2014, ενώ η μετακόμιση στις Η.Π.Α. τον έβγαλε από τις επιλογές τόσο του Κόντε, όσο και του Βεντούρα. Επανεμφανίστηκε στην Εθνική επί Μαντσίνι, παίζοντας στο Nations League του 2018, όμως έκτοτε έμεινε εκτός πλάνων μένοντας στις 23 συμμετοχές και το ένα γκολ.

 

Πηγή : FORZA