Η μνήμη του Γιώργου Μητσιμπόνα παραμένει ζωντανή. Οι βετεράνοι του ΠΑΟΚ θέλησαν να τιμήσουν τον αείμνηστο συνάδελφό τους που έγραψε ιστορία και με την ομάδα της Θεσσαλονίκης εκτός της κατάκτησης του κυπέλλου το 1985 και του πρωταθλήματος το 1988 με την φανέλα της ΑΕΛ.
Ο παλαίμαχος παίκτης του ΠΑΟΚ, Νίκος Καραγεωργίου παρέδωσε μία φανέλα στην οικογένεια του Μητσιμπόνα λέγοντας τους: «Ξέρουμε πως στην Λάρισα είχατε όλοι την ευκαιρία να τιμήσετε πολλές φορές αυτόν τον παλίκαρο (σ.σ. Μητσιμπόνας). Εμείς χαιρόμαστε που μας δίνετε η ευκαιρία να δώσουμε αυτό το συμβολικό δώρο (φανέλα του Μητσιμπόνα) και να σας πούμε πως δεν τον έχουμε ξεχάσει στις συζητήσεις μας. Ήταν ένας συγκλονιστικός παίκτης και άνθρωπος», ανέφερε ο Καραγεωργίου και παρέδωσε την φανέλα του Γιώργου στην γυναίκα του Βάσω και την κόρη του Πολίνα που τιμήθηκαν σχετικά.
Η χειρονομία έγινε στο πλαίσιο του 1ο τουρνουά Μνήμης της ΑΕΛ, στο οποίο πήραν μέρος εκτός από βετεράνοι άσοι της θεσσαλικής ομάδας, οι αντίστοιχες ομάδες του ΠΑΟΚ, του Άρη και του Ευαγόρα Ρόδου. “Ζουν, ζουν, αυτοί μας οδηγούν” ήταν το σύνθημα που ακούστηκε από τους φιλάθλους της ΑΕΛ που βρέθηκαν στις κερκίδες του Σταδίου Αλκαζάρ για να παρακολουθήσουν.
Στο κάλεσμα του Συλλόγου Παλαίμαχων της ΑΕΛ ανταποκρίθηκαν ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Κώστας Αγοραστός, ο δήμαρχος Λαρισαίος, Απόστολος Καλογιάννης, οι βουλευτές Λάρισας Χρήστος Κέλλας, Στέλλα Μπίζιου και Βασίλης Κόκκαλης, ο αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλίας, Βασίλης Πινακάς, οι αντιδήμαρχοι, Παναγιώτης Νταής, Κώστας Διαμάντος, Θάνος Αδαμόπουλος, οι παλαίμαχοι της ΑΕΛ ,Γιάννης Αλεξούλης (αντιδήμαρχος) και Βαγγέλης Μόρας (πρόεδρος ΔΗΚΕΛ), Κοσμάς Γιαννακόπουλος, Μιχάλης Αναστασίου και Βασίλης Παπαδημητρίου.
Η ποδοσφαιρική καριέρα του Μητσιμπόνα
Ο Γιώργος Μητσιμπόνας ήταν διεθνής ποδοσφαιριστής που συνέδεσε το όνομά του με τις επιτυχίες της ΑΕΛ τη δεκαετία του '80, ενώ φόρεσε τη φανέλα του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού. Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα από την ομάδα της γενέτειράς του, τον Οικονόμο Τσαριτσάνης όπου αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ φορ και το 1981 μεταγράφηκε στη Λάρισα. όντας επιλογή του τότε προπονητή της ομάδας Αντώνη Γεωργιάδη.
Κατά την πρώτη του χρονιά στους «βυσσινί» πέτυχε 3 τέρματα σε 15 αγώνες. Την επόμενη περίοδο ο Γιάτσεκ Γκμοχ τον καθιέρωσε στη θέση του κεντρικού αμυντικού. Οι καλές εμφανίσεις του είχαν ως φυσικό επακόλουθο την κλήση του το 1984 στην Εθνική Ελλάδος. Όντας επί σειρά ετών αναντικατάστατο στέλεχος αλλά και αρχηγός της Λάρισας συνέβαλε τα μέγιστα στις μεγάλες επιτυχίες του συλλόγου τη δεκαετία του 1980 ήτοι φιναλίστ κυπέλλου τις περιόδους 1981-82 και 1983-84, δεύτερη θέση την περίοδο 1982-83 και φυσικά την κατάκτηση του κυπέλλου το 1985 με θρίαμβο επί του τότε πρωταθλητή ΠΑΟΚ με 4-1 (την ίδια χρονιά η Α.Ε.Λ. έφτασε μέχρι τα προημιτελικά του κυπέλλου Κυπελλούχων) αλλά και την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1988, που αποτελεί τη μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του, καθώς ο τίτλος εξασφαλίστηκε με δικό του τέρμα (εκείνη την περίοδο σκόραρε άλλες 7 φορές) στην εντός έδρας αναμέτρηση με τον Ηρακλή, την Πρωτομαγιά του 1988, στο πλαίσιο της 29ης αγωνιστικής.
Το καλοκαίρι του 1989 αποχώρησε από τη Λάρισα και υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον ΠΑΟΚ. Στον «δικέφαλο του Βορρά» αγωνίστηκε για τρία χρόνια μετρώντας 95 συμμετοχές και 3 γκολ. Έλαβε μάλιστα μέρος και στους διπλούς τελικούς του κυπέλλου το 1992 κόντρα στον Ολυμπιακό που βρήκαν νικητές και τροπαιούχους τους «ερυθρόλευκους» (1-1 ο πρώτος αγώνας στην Τούμπα και 2-0 για τον Ολυμπιακό στον επαναληπτικό).
Το καλοκαίρι του 1992 αποχώρησε από τον ΠΑΟΚ και μεταπήδησε στον Ολυμπιακό, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια μετρώντας 51 συμμετοχές και 9 τέρματα σε αγώνες πρωταθλήματος. Πανηγύρισε την κατάκτηση του Σούπερ Καπ του 1992 ενώ συμμετείχε και στον χαμένο τελικό του 1993 κόντρα στον Παναθηναϊκό που βρήκε νικητές τους «πράσινους» με 1-0.
Το καλοκαίρι του 1994 επέστρεψε στη Λάρισα, την ομάδα με την οποία καθιερώθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Κατά τη δεύτερη θητεία του αγωνίστηκε σε 56 αγώνες και σκόραρε 7 φορές, δεν κατάφερε όμως μαζί με τους συμπαίκτες του να αποτρέψουν τον υποβιβασμό του συλλόγου στην Β' Εθνική το 1996. Μετά τον υποβιβασμό της θεσσαλικής ομάδας αποχώρησε οριστικά από τον σύλλογο. Σε 10 συνολικά χρονιές στους «βυσσινί» είχε 267 συμμετοχές και 34 τέρματα.
Επόμενος και τελευταίος σταθμός της καριέρας του ήταν η Α.Ε. Τυρνάβου και η Γ' Εθνική όπου είχε προπονητή τον πρώην συμπαίκτη του στη Λάρισα, Νίκο Αργυρούλη. Την περίοδο 1996-97 είχε 29 συμμετοχές και 8 γκολ βοηθώντας τη θεσσαλική ομάδα να φτάσει στην 4η θέση του Βορείου Ομίλου της Γ' Εθνικής.
Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιανουαρίου 1984 στην εντός έδρας ήττα με 1-3 από την Ανατολική Γερμανία, ενώ η τελευταία του συμμετοχή ήταν στην αναμέτρηση με την Κύπρο το 1992. Αγωνίστηκε συνολικά 26 φορές με το εθνόσημο σκοράροντας μια φορά. Το 1983-1984 αγωνίστηκε στην ολυμπιακή ομάδα (4 αγώνες - 1 γκολ).
Το τραγικό τέλος
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1997 λίγο πριν τις 14:00 το μεσημέρι και ενώ κατευθυνόταν μαζί με τον φίλο του και δημοσιογράφο Νίκο Μίχο προς την Κοζάνη όπου ο Τύρναβος θα έδινε φιλικό αγώνα προετοιμασίας με την τοπική ομάδα, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με ημιφορτηγό στο ύψος του χωριού Γιάννουλη. Ο Μητσιμπόνας τραυματίστηκε σοβαρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο της Λάρισας όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα σε βαρύ κλίμα στο Νέο Κοιμητήριο Λάρισας παρουσία πλήθους κόσμου.