Του Άγγελου Χρυσόγελου, αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University

Από τις πρώτες ημέρες του, το Μουντιάλ έχει γίνει αντικείμενο πρωτοφανούς πολιτικοποίησης. Με άξονα τις δικαιολογημένες επικρίσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων και εργατικών δικαιωμάτων στο Κατάρ, σύσσωμη η Δύση φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει αυτό το Μουντιάλ ως ευκαιρία επίδειξης και επανεπιβεβαίωσης των αξιών της. Και αν η Δύση δεν μπορεί να επιβάλει αυτές τις αξίες με την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της όπως έκανε κάποτε, το Μουντιάλ επιτρέπει τουλάχιστον αυτές να αναβαπτιστούν στο εσωτερικό της. Τίποτα άλλωστε δεν λειτουργεί πιο ενοποιητικά για διχασμένες και πολωμένες κοινωνίες όπως αυτές της Δύσης σήμερα από την αντιπαραβολή προς έναν απειλητικό και ξένο «άλλο». Με αυτόν τον τρόπο η διαχρονική αντιπαράθεση της Δύσης με το Ισλάμ και τον αραβικό κόσμο αναδύεται ξανά υπό το προκάλυμμα της ανησυχίας για τα ατομικά δικαιώματα και τους νεκρούς εργάτες.

 

 

ΑΥΤΗ η μάχη ιδεών αντανακλά και έναν σκληρό ανταγωνισμό γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Από αυτήν την άποψη, προκαλεί εντύπωση πώς το Κατάρ έχει βρεθεί στο στόχαστρο των δυτικών (και ιδιαίτερα αγγλόφωνων) ΜΜΕ, τη στιγμή που η μικρή αυτή χώρα αποτελεί έναν σημαντικότατο εταίρο της Δύσης – στο Κατάρ άλλωστε βρίσκεται, μεταξύ άλλων, και η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Και όμως, το Κατάρ υφίσταται αυτή τη στιγμή έναν πρωτοφανή διασυρμό στον δυτικό Τύπο, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τη σχετική σιωπή που συνόδευσε τη διεξαγωγή του προηγούμενου Μουντιάλ του 2018 στην πολύ πιο εχθρική για τη Δύση Ρωσία.

 

 

 

Η ΕΞΗΓΗΣΗ για αυτήν τη στάση πιθανότατα εντοπίζεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες το Κατάρ κέρδισε το χρίσμα για τη διεξαγωγή του Μουντιάλ. Τον Δεκέμβριο του 2010 η FIFA

 

αποφάσιζε να αναθέσει τα Μουντιάλ του 2018 και 2022 στη Ρωσία και το Κατάρ αντίστοιχα. Εκείνη η διπλή ανάθεση είχε δύο μεγάλους χαμένους: τη Μεγάλη Βρετανία, που διεκδίκησε (ως Αγγλία) το Μουντιάλ του 2018 και το έχασε από τη Ρωσία, και τις ΗΠΑ που έχασαν από το Κατάρ αυτό του 2022. Και αυτό παρά το πολιτικό κεφάλαιο που είχαν επενδύσει οι δύο χώρες στη διεκδίκηση των Μουντιάλ, με τους Βρετανούς πρωθυπουργούς Μπράουν και Κάμερον και τους Αμερικανούς προέδρους Κλίντον και Ομπάμα να στηρίζουν τις αντίστοιχες καμπάνιες.

 

ΕΚΕΙΝΗ η απόφαση της FIFA ήταν μια σκληρή επιβεβαίωση των ραγδαία μεταλλασσόμενων παγκόσμιων ισορροπιών. Με τις δύο χώρες-σύμβολα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης βυθισμένες σε μια σκληρή ύφεση μετά το χρηματοοικονομικό κραχ

 

του 2008, γινόταν σαφές ότι η εποχή της δυτικής (και ιδιαίτερα αγγλοσαξονικής) πρωτοκαθεδρίας είχε λάβει οριστικά τέλος. Μόλις δύο χρόνια μετά την επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων από το Πεκίνο, με το Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής να έχει ολοκληρωθεί μερικούς μήνες πριν, και το επερχόμενο του 2014 όπως και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 να έχουν ανατεθεί στη Βραζιλία, η απόφαση της FIFA επισημοποίησε και στον εξόχως συμβολικό χώρο του αθλητισμού το πέρασμα στο νέο μετα-δυτικό κόσμο των BRICS και της πολυπολικότητας.

 

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ όμως δεν άργησε να έρθει. Όλως τυχαίως, τον Δεκέμβριο του 2010, τον ίδιο μήνα που οι ΗΠΑ έχασαν το Μουντιάλ, το FBI άρχισε να ερευνά οικονομικές ατασθαλίες στην ομοσπονδία ποδοσφαίρου των ΗΠΑ και από εκεί συνέχισε στο κύκλωμα δωροδοκιών που διέτρεχε τη FIFA. Ήταν αυτή η έρευνα του FBI που στηρίχτηκε σε μια διευρυμένη ερμηνεία της δικαιοδοσίας των αμερικανικών αρχών, με δεδομένο ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία αυτά τα εγκλήματα είχαν λάβει χώρα εκτός των ΗΠΑ, που οδήγησε στις συλλήψεις στελεχών της FIFA στην Ελβετία και τελικά την πτώση του προέδρου της Ζεπ Μπλάτερ το 2015, σε μια πραγματική επίδειξη δύναμης των ΗΠΑ έναντι των αμφισβητιών τους. Εκείνη η βεντέτα των ΗΠΑ με τη FIFA συνεχίζεται σήμερα με τη μορφή του δημοσιογραφικού σφυροκοπήματος, με την αυτονόητη και απαραίτητη συνδρομή της Βρετανίας, δείχνοντας ότι ακόμα και το ποδόσφαιρο, με το οποίο η αμερικανική κοινωνία δεν πολυ-ασχολείται, μπορεί να γίνει πηγή πολιτικής ανησυχίας αν διαφανεί ότι ο έλεγχος μπορεί να περάσει σε μη δυτικές δυνάμεις.

 

Η ΕΧΘΡΙΚΗ στάση των δυτικών ΜΜΕ έναντι του Κατάρ αντανακλά όμως και μια πολύ πιο συγκεκριμένη ανησυχία για τον προσανατολισμό αυτής της χώρας. Όταν κέρδισε την ανάθεση του Μουντιάλ το 2010, η Ντόχα βρισκόταν σε έναν οργασμό διπλωματικής δραστηριότητας υπό την ηγεσία του τότε εμίρη Χαμάντ αλ Θάνι. Ο Χαμάντ ήταν εκείνος που θέλησε να βάλει το Κατάρ στο διεθνές προσκήνιο και η διεκδίκηση του Μουντιάλ ήταν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων την ανάδειξη του Αλ Τζαζίρα σε ισχυρότερη φωνή του αραβικού κόσμου, την ενίσχυση των σχέσεων με το Ιράν και την Τουρκία, και την ενεργή εμπλοκή στην Αραβική Άνοιξη με τη στήριξη προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στη Συρία και την Αίγυπτο. Στο απόγειο της ισχύος και διεθνούς επιρροής του όμως, ο Χαμάντ ανακοίνωσε την παραίτησή του το 2013 προς όφελος του γιου του Ταμίμ, σημερινού εμίρη του Κατάρ. Οι περισσότεροι παρατηρητές εκτίμησαν τότε ότι ο Χαμάντ υποχρεώθηκε σε παραίτηση υπό το βάρος ασφυκτικών διεθνών πιέσεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, που ανησυχούσαν για την πολυπρόσωπη διπλωματία του και τους δεσμούς του κυρίως με το Ιράν.

 

Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ του Μουντιάλ λοιπόν είναι μια ανάμνηση της προσπάθειας χειραφέτησης του Κατάρ υπό την προηγούμενη ηγεσία του, που όμως τελικά επέφερε την αντίδραση των μεγάλων εταίρων και γειτόνων του. Αντίστοιχα, η εχθρική στάση έναντι του Κατάρ στα δυτικά ΜΜΕ σήμερα αποτελεί μια προειδοποίηση προς τον σημερινό εμίρη να μη χρησιμοποιήσει το Μουντιάλ ως ευκαιρία να αναβιώσει την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική του πατέρα του, αυτή που μέρος της ήταν και η διεκδίκηση του Μουντιάλ πριν από μια δεκαετία. Για τη Δύση -τις ΗΠΑ με τα μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη που αναζητά εναγωνίως φυσικό αέριο προς αντικατάσταση του ρωσικού- είναι απαραίτητο η Ντόχα να βγει από αυτό το Μουντιάλ με τη διεθνή της εικόνα όσο το δυνατόν πιο τραυματισμένη γίνεται.