Σαν σήμερα, ο Γιάννης Παθιακάκης άφησε την τελευταία του πνοή στο γήπεδο. Έφυγε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο γιος του, Γιώργος Παθιακάκης είχε αναφερθεί στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης στη συγκεκριμένη ημέρα και στον απίστευτο τρόπο με τον οποίο έμαθε ότι έχασε τον πατέρα του.
«Η πιο δύσκολη στιγμή μέχρι σήμερα, ήμασταν στην Ακαδημία, κανένας δεν μπορούσε να μας το πει και το μάθαμε από τις ειδήσεις ............ Κάθε χρόνο ζούμε εκείνη την στιγμή», έγραψε χαρακτηριστικά.
Στην σελίδα της ακαδημίας που φέρει το όνομά του, αναφέρεται:
Κάπνιζε, η καρδιά του είχε αρχίσει να χάνει χτύπους, τον είχε προειδοποιήσει ότι δεν σήκωνε πια συγκινήσεις, ούτε το ποδόσφαιρο. Είχε υποβληθεί σε δύο μπάι πας, η συμβουλή των γιατρών ήταν ρητή: να σταματήσει την μπάλα. Η μπάλα ήταν η ζωή του… Η μοίρα, ωστόσο, δεν λογαριάζει από επιθυμίες, έχει δικούς της νόμους, δεν υπολόγισε την απόφασή του, να αψηφήσει τους κινδύνους. Σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου του 2002, πέντε μόλις ημέρες μετά την επιστροφή του στον Ακράτητο, κατέρρευσε στο γήπεδο, την ώρα της προπόνησης. Ήταν μόλις 49 ετών.
Ο ποδοσφαιριστής Γιάννης Παθιακάκης
Ο Γιάννης Παθιακάκης γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1953 στη Νέα Ιωνία. Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στον Aπόλλωνα Αθηνών. Υπήρξε μέλος της Ελαφράς Ταξιαρχίας από το 1971 μέχρι το 1976. Ύστερα φόρεσε μία σεζόν τα ασπρόμαυρα του ΠΑΟΚ και το 1978 μετακόμισε στην Νέα Σμύρνη. Τρεις ομάδες, τρία κομμάτια ποτισμένα προσφυγιά.
Φορώντας τα Κυανέρυθρα (1978-1981) διάνυσε την πιο επιτυχημένη φάση της καριέρας του και ηγήθηκε της προσπάθειας του Πανιώνιου μέχρι την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας κόντρα στην ΑΕΚ το 1979 (σκόρερ στους ημιτελικούς με τον Ολυμπιακό και στον τελικό κόντρα στην Ένωση). Πριν ρίξει την αυλαία της ποδοσφαιρικής του παράστασης στα γήπεδα, στα 33 του χρόνια το 1987 στον ΑΟ Μελισσίων, επέστρεψε για λίγο στον Απόλλωνα από όπου ξεκίνησε, ενώ φόρεσε και τις φανέλες του Εθνικού και της Κορίνθου .
Το κεφάλαιο προπονητική
Έβγαλε τα παπούτσια με τις τάπες, την φανέλα και το σορτσάκι, φόρεσε φόρμες κι έκατσε στον πάγκο. Ως που να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, από ποδοσφαιριστής έγινε προπονητής στον ΑΟ Μελισσίων. Μέχρι το 1994 όταν και έπιασε το «τιμόνι» της Ελαφράς Ταξιαρχίας, πέρασε και από τους πάγκους των ΑΕ Μεσολογγίου, Παναυπλιακού και Εθνικού. Στον Απόλλωνα Αθηνών όμως θα έρθουν τα σπουδαία. Στο σύλλογο όπου έκανε τα πρώτα του μέτρα στο γρασίδι ως ποδοσφαιριστής.
Στην πρώτη του κιόλας σεζόν το 1994-1995 θα οδηγήσει την ομάδα στην 4η θέση του βαθμολογικού πίνακα και στην έξοδο στην Ευρώπη. Την επόμενη χρονιά θα φτάσει στον τελικό του Κυπέλλου, μα θα συντριβεί από την ΑΕΚ (7-1). Επόμενη σελίδα στο κεφάλαιο προπονητική ήταν ο Αθηναϊκός και ύστερα ο Ακράτητος τον οποίο θα οδηγήσει με μαεστρία από το τοπικό, στην Β’ Εθνική κατηγορία.
Με την αυγή της νέας χιλιετίας, θα βρεθεί μπροστά στην μεγαλύτερη ίσως πρόκληση της ζωής του στο ποδόσφαιρο. Θα του ζητηθεί να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ΑΕΚ τον Ιανουάριο του 2000 αντικαθιστώντας τον Λιούμπισα Τουμπάκοβιτς. Με τους Κιτρινόμαυρους, ξεπερνά τα εμπόδια των Ολυμπιακού στα προημιτελικά, Πανιώνιου στα ημιτελικά και φτάνει ως τον τελικό του θεσμού. Εκεί βρίσκει απέναντί του τον Ιωνικό, το εμπόδιο του οποίου υπερπηδά με άνεση (3-0) και κατακτά το Κύπελλο Ελλάδος, το πρώτο τρόπαιο της Ένωσης έπειτα από τρία χρόνια. Την επόμενη σεζόν οδηγεί την ΑΕΚ στους «16» του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ αποκλείοντας την ισχυρότατη τότε Μπάγερ Λεβερκούζεν. Ένα βαρύ 6-1 όμως στα ημιτελικά του Κυπέλλου εκείνης της σεζόν κόντρα στον Ολυμπιακό, θα σηματοδοτήσει και το τέλος της κιτρινόμαυρης καριέρας του.
Παράλληλα, τα προβλήματα υγείας θα κάνουν την εμφάνισή τους. Το άγχος, η πίεση, το τσιγάρο δεν ήταν ιδανικοί σύντροφοι στην ζωή του. Για ένα χρόνο θα του απαγορεύσουν την οποιαδήποτε ενασχόληση με την μπάλα. Το 2002 όμως είχε έρθει η στιγμή της επανόδου. Συγκεκριμένα το χειμώνα εκείνης της χρονιάς, ο Ακράτητος τον προσλαμβάνει σε μια θητεία απελπιστικά μικρή…
08/02/2002
Ήταν 8 Φεβρουαρίου. Μια κανονική προπόνηση, σαν όλες τις άλλες στο γήπεδο των Άνω Λιοσίων. Έβαλε στοίχημα με τον γκολκίπερ της ομάδας, Γκιντάρας Στάουτσε, κάνοντάς του σουτάκια έξω από την περιοχή. Τζογάριζε κάτι μεγαλύτερο από αυτό που πίστευε εκείνη την στιγμή. Τα καρδιακά προβλήματα καραδοκούσαν. Η μοίρα τον άφησε να κερδίσει, μα ο Λιθουανός κίπερ ζήτησε ρεβάνς. Δέχτηκε. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος. Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Την ώρα της προετοιμασίας έπεσε στο γρασίδι. Ξεψύχησε στο γήπεδο, η τελευταία του εικόνα ήταν οι τέσσερις γραμμές και τα γκολποστ. Όταν κατέφθασε στο Θριάσιο νοσοκομείο λίγο αργότερα διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Όλοι θυμήθηκαν το πικρό παιχνίδι της μοίρας. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα στο ίδιο γήπεδο είχε πάθει ξανά έμφραγμα. Ήταν τότε που υποβλήθηκε σε διπλό μπάι πας. Ήταν τότε που οι γιατροί του συνέστησαν να αποφύγει το άγχος, την πίεση, τις συγκινήσεις. Οι διοικούντες τον Ακράτητο, έδωσαν το όνομά του στο γήπεδο τους, ως ελάχιστο φόρο τιμής στην προσφορά του στο σύλλογο.
Η σημερινή μέρα σημαδεύτηκε με το θάνατο ενός ανθρώπου που αγάπησε πολύ το ποδόσφαιρο με την καρδιά του.
ΠΗΓΗ: Φίλαθλος