Αναμφισβήτητα υπήρξε ταλαντούχος. Γιατί η φύση τον είχε προικίσει με έξω πραγματικές ικανότητες που δεν μπορούσαν ν’ αντιγράψουν οι υπόλοιποι, αλλά ούτε κι ο ίδιος ήξερε τι να τις κάνει. Γιατί με τα πόδια του ήταν ικανός, όποτε ήθελε, όποτε όμως εκείνος το αποφάσιζε να ζωγραφίσει στο γήπεδο μοναδικά, ποδοσφαιρικά έργα τέχνης. Όχι όμως για Μουσείο, όπου θα ζούσαν στην αιωνιότητα: αλλά φωτογραφικά στιγμιότυπα σύντομα, αποκλειστικά και μόνο για τις αναμνήσεις μας όπως ένα ωραίο, αλλά κατά βάθος απλό post-it από εκείνα που κολλάμε στα ψυγεία μας.
Ο Ντέταρι θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε τεράστια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα, αλλά παρέμεινε κολλημένος στα καπρίτσια του. Στην ξεροκέφαλη και σνομπ άποψή του ότι είχε ήδη γίνει ο καλύτερος, ο μεγαλύτερος, ο σπουδαιότερος. Μόνο και μόνο γιατί έτυχε, στον κόσμο του ’88 να γίνει κάποια στιγμή, πράγματι, η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου: από την Άϊντραχτ στον Ολυμπιακό με 3 δις δραχμές, πάνω κάτω 8.7 εκ. σημερινά ευρώ, ξεπερνώντας τα 6 που είχε δώσει το ’84 η Νάπολι στη Μπαρτσελόνα, για τον Μαραντόνα ή τα 7 που είχε δαπανήσει το ’87 η Μίλαν για ν’ αποκτήσει τον Γκούλιτ από την Αϊντχόφεν.
Ο Τύπος της εποχής δεν άργησε να τον βαπτίσει «Pibe της Ουγγαρίας» ή «Πλατινί της Βουδαπέστης». Λογικό, από τη μία να πήραν γρήγορα κι απότομα τα μυαλά του αέρα. Να φτάνει στο σημείο να πειστεί ότι είχε ξεπεράσει σε ταλέντο ακόμη και τους Πούσκας ή Χιντεγκούτι ύστερα από το κατόρθωμα να οδηγήσει μόνος του την Ουγγαρία σ’ ένα ιστορικό 3-0, αλλά έχει σημασία σε φιλικό, με αντίπαλο τη Βραζιλία.
Να θεωρεί ότι η γενιά του θα γινόταν ακόμη καλύτερη κι από την θρυλική «Aranycsapat», δηλαδή τη «Χρυσή Ομάδα» των Μαγιάρων που, επίσης σε φιλικό είχε δώσει ένα ακόμη σκληρότερο μάθημα ποδοσφαίρου στους Άγγλους δασκάλους ταπεινώνοντάς τους 3-6 μες στο «Ουέμπλεϊ». Θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ιδιοφυΐα: τα πάντα όμως παρέμειναν στάσιμα κι ανεκπλήρωτα γιατί κατά βάθος του έλειπαν δύο από τα πλέον βασικά συστατικά για να παίξεις μπάλα: το πνεύμα ομαδικότητας και το πνεύμα θυσίας.
Παρέμεινε, λοιπόν κολλημένος στα καπρίτσια του. Σαν να ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που θ’ αδιαφορήσει πλήρως για το δώρο που του πήρες σκεπτόμενος, και τι να το κάνω, αφού είμαι ήδη ο καλύτερος; Δεν ήταν όμως, και το απέδειξε η ίδια η πορεία του.
Γεννημένος στη Βουδαπέστη στις 24 Απριλίου του ’63 ο Ντέταρι κατέκτησε στην καριέρα του, όλα κι όλα τρία πρωταθλήματα με την Χόνβεντ, ένα κύπελλο με την Αϊντραχτ, ένα και με τον Ολυμπιακό. Και τίποτ’ άλλο. Λίγα, πολύ λίγα για να μείνει στην ιστορία ως τον καλύτερο, τον μεγαλύτερο ή τον σπουδαιότερο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε κι ο χαρακτήρας του, γιατί μπορεί να μην αγωνίστηκε ποτέ σε μία από τις λεγόμενες «μεγάλες», αλλά το ’90 βρέθηκε ένα βήμα από τη Γιουβέντους. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι τη μεταγραφή, στην ουσία την χάλασε ο ίδιος γιατί στη διοίκηση των bianconeri δεν άρεσε η δήλωσή του, «…αφού παίζουν στη Γιουβέντους παίκτες σαν τον Αλέσσιο, γιατί να μην μπορώ κι εγώ;».
Κι έτσι από τον Ολυμπιακό, με 35 γκολ σε 61 παιχνίδια κατέληξε το ίδιο στο Campionato, αλλά στη Μπολόνια, με την οποία υποβιβάστηκε, γλιτώνοντας την επόμενη χρονιά και την 3η κατηγορία. Υποβιβάστηκε μετά και με την Ανκόνα, επέστρεψε στην Ουγγαρία, μετά Αυστρία, Ελβετία, ξανά Ιταλία (Τζένοα), ξανά Ουγγαρία, φτάνοντας μέχρι και στο Βιετνάμ ή ξανά στην Ελλάδα για ένα σύντομο πέρασμα από τον πάγκο του Πανσερραϊκού όταν κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Ενδιάμεσα, ένα έτσι κι έτσι Μουντιάλ με την Ουγγαρία το ’86, κάποιες όμορφες ποδοσφαιρικές ζωγραφιές από δω κι από κει, αλλά και το «θράσος» να σημαδέψει επίτηδες, όπως αποκάλυψε ύστερα, τέσσερις φορές το οριζόντιο δοκάρι κατά τη διάρκεια του αγώνα Uefa, Μπολόνια- Αντμίρα Βάκερ γιατί «…ήθελα ν’ αποδείξω ότι είναι πολύ περισσότερο δύσκολο να πετύχεις το δοκάρι, από το να βάζεις γκολ».
Από τα 60 χρόνια του Ντέταρι θα θυμόμαστε, λοιπόν ότι για ένα διάστημα υπήρξε ο ακριβότερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Μία τεράστια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα, αλλά κι ότι δεν είναι αλήθεια ότι υπήρξε. Έπαιξε σημαντικό ρόλο και η ιδιορρυθμία ενός άκρως κακομαθημένου χαρακτήρα, συχνά πυκνά χωρίς τρόπους και με κακή συμπεριφορά. Όπως μία ημέρα του ’90, που κλείσαμε για λογαριασμό τότε της «Μεσημβρινής» την πρώτη του συνέντευξη ως νέος ποδοσφαιριστής της Μπολόνια.
-Σε παρακαλώ, από την Αθήνα φέρε μου φιστίκια. Μου’ χουν λείψει τρομερά. Του αγόρασα, εννοείται δύο κιλά. Η συνέντευξη ήταν προγραμματισμένη για τις 4 το μεσημέρι, στο σπίτι του. Μόνο που είχα κάνει το λάθος να χτυπήσω το κουδούνι πέντε λεπτά νωρίτερα. Άνοιξε την πόρτα αναμαλλιασμένος κι άρχισε να βρίζει. Η γυναίκα του, Αντρέα προσπάθησε να τον ηρεμήσει, αλλά μάταια. Πήρα τα φιστίκια, τα πέταξα κάτω κι έφυγα. Χρόνια πολλά, ιδιοφυΐα, αλλά όχι και τόσο, Λάγιος…