«Κοίταξε. Μπορείς να το αναλογιστείς και θα δεις ότι χωρίς πολλούς στοχασμούς πρόκειται για μία άβολη αλήθεια. Στην πραγματικότητα είναι πολύ λίγα τα πράγματα που συμβαίνουν στον σωστό χρόνο. Και φυσικά υπάρχουν και τα υπόλοιπα που δεν συμβαίνουν καθόλου».
Ο μπαμπάς ξέρει
Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη από το σχολείο. Τα Σαββατοκύριακα όμως αναλάμβανε δράση ο πατέρας. Η μαμά διαμαρτυρόταν, αλλά ο Ρουμάνος στην καταγωγή, Αλφόνσο, δεν διαπραγματευόταν. Το πρωί πήγαινε τον γιόκα του να παίζει με την ομάδα της Μακαλέζι και έπειτα σε ένα μικρό μπαρ για να δουν ποδόσφαιρο, μιας και στο σπίτι τηλεόραση δεν υπήρχε.
Όπως οι περισσότεροι στο προάστιο της Βιάλε Χούνγκαρι στο Μιλάνο, έτσι και η δική τους οικογένεια ήταν με την Ίντερ. Στην εστία της μεσουρανούσε τότε η αγέρωχη παρουσία του Ιβάνο Μπορντόν. Αυτός θα γινόταν το πρώτο ίνδαλμα του μικρού Βάλτερ, ο οποίος αποφάσισε στα 10 του ότι πλέον ήθελε να είναι τερματοφύλακας.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανε εκείνη την εποχή ο πατέρας μου. Όλη τη βδομάδα με ζάλιζε με οδηγίες. Και στα ματς ερχόταν και στεκόταν όρθιος πίσω από την εστία, δίχως όμως να πει λέξη. Ποτέ του δεν σχολίασε κάποιος λάθος. Μόνο με καθοδηγούσε και έλεγε γελώντας ότι με ετοίμαζε για το Giuseppe Meazza. Τότε οι φίλοι τον περιέπαιζαν, αλλά εκείνος δεν απαντούσε. Απλώς γυρνούσε προς το μέρος μου και έλεγε χαμηλόφωνα “Άσ’ τους αυτούς, ξέρω εγώ”». Και τελικά ο Αλφόνσο Ζένγκα ήξερε…
Ήταν καλοκαίρι του 1970. Τα trials της Ίντερ δέχονταν μόνο 11χρονους. Ο Αλφόνσο εμφάνισε πιστοποιητικό γέννησης του Βάλτερ από το 1959. Ήταν πλαστό. Ο γιος του είχε γεννηθεί το 1960. Δεν το κατάλαβε κανείς και το ταλέντο του τον έβαλε στην ακαδημία.
Πρώτος δανεισμός στη Σαλερνιτάνα στα 18 του και την επόμενη χρονιά στη Σαβόνα, όπου γέμισε συμμετοχές στη Serie C. Δύο ακόμα χρονιές βασικός με τη Σαμπενεντετέζε στη Serie B και η μεγάλη ευκαιρία. Το 1982 οι «Nerazzurri» τον κάλεσαν πίσω. Για πρώτη φορά με τους μεγάλους και αναπληρωματικός του παιδικού ήρωά του. Ο Μπορντόν ήταν ακόμη εκεί, μόλις είχε στεφθεί Πρωταθλητής Κόσμου στη σκιά του θρυλικού Ντίνο Τζοφ και τον πήρε από το χέρι για να του μάθει τα μυστικά.
Από τον Γκάλι στον Τακόνι και τον Ντασάεβ
Την αμέσως επόμενη χρονιά (1983) ο Μπορντόν έφυγε για τη Σαμπντόρια και η θέση έγινε δική του. Στην πρώτη σεζόν του ως βασικός έκανε τη διαφορά και με μόλις 23 γκολ παθητικό είχε τα καλύτερα νούμερα στο Πρωτάθλημα. Όσο όμως ευημερούσαν τα ατομικά στατιστικά του τόσο η ομάδα συνολικά γέμιζε με αποτυχίες. Το 1985 έχασε το Scudetto από την τρελή Ελλάς Βερόνα και βίωσε διαδοχικούς αποκλεισμούς από τη Ρεάλ Μαδρίτης στα ημιτελικά του UEFA (1985, 1986).
Ο ίδιος ο Ζένγκα όμως γνώριζε ολοένα και μεγαλύτερη αποθέωση. Είχε ήδη γίνει ο αγαπημένος της εξέδρας και, αφού πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες (τέταρτη θέση) και το Euro U21, ο Έντσο Μπεαρζότ τον πήρε στην αποστολή για το Μουντιάλ του 1986. Ωστόσο, εκεί δεν πήρε συμμετοχή, μιας και ο Τζοβάνι Γκάλι της Μίλαν παρέμενε ο εκλεκτός για το «1».
Ήταν διάσημος και οι μεγαλύτερες στιγμές, οι όμορφες και οι δύσκολες, ήταν μπροστά του. Ο Γκάλι βρέθηκε εκτός δυαρχίας στην Ιταλία. Πλέον μία νέα μάχη θα άφηνε εποχή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας. Ο Ζένγκα θα είχε για αντίπαλο δέος τον Στέφανο Τακόνι της Γιουβέντους. Οι εφημερίδες τους έβαζαν σε θέση κόντρας. Εκείνοι όμως ήταν φίλοι, αν και εντελώς διαφορετικοί τύποι. Ο Βάλτερ με την ανέμελη φρατζούλα και την μποέμ ζωή, ο Στέφανο με το εμβληματικό μουστάκι και το άπειρο τζελ στο μαλλί αλλά την ήσυχη οικογενειακή στάση.
Σε ένα φιλικό πριν το Euro 1988 ο νέος εκλέκτορας, Αντζέλιο Βιτσίνι, τους είπε ότι θα τους δώσει από ένα ημίχρονο. «Βγήκαμε έξω μαζί, μοιραστήκαμε μία μπύρα και ένα τσιγάρο. Δεν μιλήσαμε καθόλου. Νομίζω ξέραμε. Θα έπαιζε εκείνος. Ο Αντζέλιο τον συμπαθούσε περισσότερο. Εμένα με άφηνε σχεδόν πάντα στον πάγκο», θα θυμηθεί χρόνια μετά ο Τακόνι.
Στο Euro θα παίξει ο πορτιέρε της Ίντερ. Προσπαθεί να κατακτήσει κάτι με τη «Squadra Azzurra». Θα δεχτεί ένα γκολ σε τρία ματς, αλλά θ’ αποκλειστούν στα ημιτελικά από τη Σοβιετική Ένωση.
Εκεί όπου απέναντί του θα βρεθεί ο άλλος μεγάλος αντίπαλός του σε εκείνη την υπέροχη ποδοσφαιρική εποχή. Ήδη με τον Ρινάτ Ντασάεβ θεωρούνταν εκ των κορυφαίων, αν όχι οι κορυφαίοι της διοργάνωσης. Και δεν έμοιαζαν καθόλου, σε τίποτα. Ο Σοβιετικός ήταν σαν ένα καλοσμιλεμένο, ακούνητο άγαλμα. Ψυχρό παρουσιαστικό, άτεγκτο, ανυπέρβλητο. Ένα ανθρώπινο κομπιούτερ που μόνο εκείνο το ασύλληπτο γκολ του Μάρκο Φαν Μπάστεν θα μπορούσε να τον νικήσει. Ο Βάλτερ λειτουργούσε εντελώς ανάποδα. Έντονος, φωνακλάς, νευρικός, ανάλαφρος, του άρεσαν τα ζογκλερικά. Και, εάν θα μπορούσε κάποιος να βγάλει το μυθικό βολ πλανέ του Φαν Μπάστεν, θα ήταν αυτός.
Το Scudetto των ρεκόρ
Πάντοτε τον κυνηγούσε κάπως μία κακοδαιμονία με την κατάκτηση τίτλων. Πάντοτε κάτι συνέβαινε. Το 1986 το κλίμα είχε χαλάσει από τους καβγάδες του Βέλγου μαέστρου, Έντσο Σίφο, με τον Τζανφράνκο Ματεόλι και τους τραυματισμούς του αρχηγού, Αλεσάντρο Αλτομπέλι, και του αρχισκόρερ, Άλντο Σερένα. Το ίδιο συνέβη το 1987 με τους τραυματισμούς του σούπερ σταρ, Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε, και του ηγέτη Μάρκο Ταρντέλι, για να το σηκώσει τελικά η Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα.
Ωστόσο, το 1988 ο σύλλογος κάλεσε τον Τζοβάνι Τραπατόνι να κάνει τα μαγικά του. Τον προίκισε με τους Γερμανούς Λόταρ Ματέους και Αντρέας Μπρέμε, τον Αργεντινό μαέστρο, Ραμόν Ντίας, και τους νεαρούς Ιταλούς, Αλεσάντρο Μπιάνκι, Νίκολα Μπέρτι. Οι «Nerazzurri» έδειχναν φοβεροί, ασταμάτητοι, αλλά ο Ζένγκα ήταν που θα τους χάριζε το Πρωτάθλημα έπειτα από μία 10ετία. Ήταν το Scudetto των πολλών ρεκόρ. Και μεταξύ αυτών τα μόλις 17 γκολ που δέχτηκε εκείνος. Το τέλος της σεζόν μαζί με την κούπα θα του δώσουν τον τίτλο του κορυφαίου στη θέση του παγκοσμίως.
Οι οπαδοί θα του βγάλουν στιχάκι αποκαλώντας τον «Σπάιντερμαν». Η «Gazzetta dello Sport» θα το κάνει τίτλο και αυτό θα μείνει. Μοιάζει ιδανικά εύστοχο. Μπορεί να πετάξει παντού. Απογειώνεται σε γωνίες που δεν θα έφτανε κανείς άλλος. Τα αντανακλαστικά και η οξύνοιά του είναι εκπληκτικά.
Έχει όμως και χτυπητά ελαττώματα. Δεν είναι καλός στις εξόδους. Για την ακρίβεια είναι κακός. Δεν ξέρει να παίζει με τα πόδια και είναι χάλια στα πέναλτι. Απ’ όλους τους μεγάλους τερματοφύλακες της ιστορίας αυτός είναι ο χειρότερος απέναντι από την άσπρη βούλα. Βέβαια, θα πιάσει κάποτε ένα του σπεσιαλίστα Μισέλ Πλατινί και ένα ακόμα του θεϊκού Ρομπέρτο Μπάτζο. Δεν δούλεψε να τα βελτιώσει. Δεν τον απασχολούσε. Ήταν τόσο καλός στην μικρή περιοχή που κάλυπτε τις ελλείψεις.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Επειδή το ραντεβού με την ιστορία κοντοζύγωνε. Και μία από αυτές τις αδυναμίες θα του κόστιζε για πάντα μία θέση εκτός του Παραδείσου.
Ο Βάλτερ Ζένγκα σε μια επιτυχημένη έξοδό του απέναντι στον Λάμπρο Γεωργιάδη σε αναμέτρηση ΑΕΚ – Ίντερ τον Οκτώβριο του 1986 / Photo by: INTIME.
Η τελευταία έξοδος… Κανίγια
Το 1990 η Ιταλία διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο και ο Βάλτερ παρέμενε ακλόνητα στη θέση του βασικού. Και μπροστά του είχε μία εκπληκτική αμυντικά στημένη αρμάδα. Μπαρέζι, Μπέργκομι, Μαλντίνι αλλά και οι Φεράρα, Φέρι, Ντι Αγκοστίνι, Βιέρκοβουντ δημιουργούσαν απροσπέλαστο τοίχος.
Ακόμα κι έτσι βέβαια, χρειάστηκαν ορισμένες σπουδαίες επεμβάσεις του ώστε η «Squadra» να βγάλει τον όμιλο χωρίς να δεχτεί γκολ απέναντι σε Αυστρία, ΗΠΑ, Τσεχοσλοβακία. Το ίδιο ακριβώς συνέβη στους «16» με την Ουρουγουάη και στα προημιτελικά με την Ιρλανδία. Η Ιταλία βρισκόταν στα ημιτελικά και η Αργεντινή την περίμενε στη Νάπολι. Εκεί όπου το κοινό θα υποστήριζε περισσότερο τον Μαραντόνα παρά την ίδια του την πατρίδα.
Στο 17′ ο πρώτος σκόρερ του τουρνουά, ο τρελός Τότο Σκιλάτσι, άνοιξε το σκορ και οι Ιταλοί ονειρεύτηκαν τον Tελικό και την κούπα. Η Αργεντινή στο β’ μέρος ήταν καλύτερη, πίεσε και τότε συνέβη. Ηταν στο 67′. Ο Ολατικοετσέα έκανε τη σέντρα και ο Κλαούντιο Κανίγια πήδηξε με πλάτη στην εστία.
Η κεφαλιά δεν ήταν κάτι επικίνδυνο. Κοιτάζοντας σε λούπα το ριπλέι, ήταν ξεκάθαρο. Εάν ο Ζένγκα είχε απλώς μετρήσει καλύτερα τη φάση και είχε μείνει στη θέση του, η μπάλα θα έφτανε στα χέρια του. Αντ’ αυτού επέλεξε να χρησιμοποιήσει μία από τις αδυναμίες του. Έκανε τη χειρότερη δυνατή και καθυστερημένη έξοδο, βρήκε αέρα και ο ημιτελικός πήγε στα πέναλτι. Εκεί όπου εκείνος δεν έπιασε κανένα και ο Σέρχιο Γκοϊκοετσέα, ο οποίος το είχε κάνει στην προηγούμενη φάση με τη Γιουγκοσλαβία, νίκησε τους Ντοναντόνι, Σερένα, σκορπώντας θλίψη στους οικοδεσπότες.
Το χτικιό
Η αλήθεια είναι πως δεν είναι πάντοτε από τα λάθη μας που παθαίνουμε ζημιά αλλά από τον τρόπο με τον οποίον θα συμπεριφερθούμε, αφού τα διαπράξουμε. Και ο Ιταλός πορτιέρε το πήρε κατάκαρδα. Σε βαθμό που το κουβάλησε μαζί του για πάντα. Και οι συμπατριώτες του δεν φρόντισαν να του το ελαφρύνουν. Κατηγορήθηκε απ’ όλους. Ο Τύπος, οι εκπομπές και το κοινό τον δίκασαν, ξανά και ξανά. Κανείς δεν στάθηκε στο απαραβίαστο εστίας των 518 λεπτών, το οποίο παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ στα Μουντιάλ.
«Με σταύρωσαν τότε. Έτσι είναι η μοίρα του τερματοφύλακα. Ένα λάθος και τέλος. Κανείς δεν μάλωσε τον Βιάλι για τη χαμένη ευκαιρία του στο 1-0 με την Αργεντινή. Άπαντες συγχώρεσαν το χαμένο πέναλτι του Μπάτζο στον Τελικό του 1994 και κανείς δεν ασχολήθηκε με εκείνο του Μπαρέζι».
Κάπου εκεί άλλαξαν όλα. Ακόμα και όταν στο φινάλε σε εκείνον έδωσαν τον τίτλο του κορυφαίου στον κόσμο για δεύτερη διαδοχική φορά. Έκτοτε βρέθηκε σε ένα ψυχολογικό αδιέξοδο. Σε έναν μοναχικά ανηφορικό δρόμο. Αυτόν που σε τέτοιες περιστάσεις επιβάλλεται στους τερματοφύλακες. Η λανθασμένη κάθετη πάσα του μέσου, το κακό πλασέ του επιθετικού, το αποτυχημένο τάκλιν του αμυντικού συγχωρούνται. Το λάθος του τερματοφύλακα ποτέ. Γιατί ήταν εξ ορισμού κραυγαλέα κακή η έξοδός του. Γιατί κόστισε ακριβά και έτσι (ξ)έμεινε για πάντα στο θυμικό.
Ο Βάλτερ Ζένγκα στο Μουντιάλ 1990 (δεξιά του ο Πάολο Μαλντίνι και ο Φερνάντο Ντι Νάπολι / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Γλυκόπικρο αντίο
Περιστασιακά έμαθε να νιώθει και καλύτερα. Σήκωσε ως αρχηγός το Κύπελλο UEFA του 1991 κόντρα στη Ρόμα (για τρίτη φορά θα ψηφιστεί κορυφαίος στον κόσμο) και του 1994 κόντρα στη Ζάλτσμπουργκ. Μόνο που, όσο χαρισματικός και αν ήταν, δεν τον άφηναν να ξεχάσει, να γαληνέψει. Στα γήπεδα της Κυριακής άκουγε πάντοτε από τους αντιπάλους οπαδούς ένα και μόνο σύνθημα να επαναλαμβάνεται, «Αργεντινή, Αργεντινή».
Το καλοκαίρι του 1994 η Ίντερ ετοιμάζει τη διάδοχη κατάσταση. Έχει πατήσει τα 34 και για τη θέση του θα αγοράσουν τον καλύτερο τερματοφύλακα στη χώρα. Ο Τζανλούκα Παλιούκα θα αποκτηθεί από τη Σαμπντόρια ως η ακριβότερη μεταγραφή στον κόσμο στο «1». Δεν θα αντέξει στον πάγκο. Δεν του το επιτρέπει η ιδιοσυγκρασία και η υστεροφημία του. Πρέπει να φύγει. Το σκέφτεται, διστάζει. Θα είναι όμως οι ίδιοι που τον λάτρεψαν που τον έχουν ήδη διώξει.
Σε αναμέτρηση με την Κάλιαρι τον Δεκέμβριο του 1994 θα κάνει ένα αβίαστο λάθος. Μετά το ματς τον περιμένουν κάποιοι οπαδοί. Τον βρίζουν, τους απαντάει και πάνε να τον χτυπήσουν. Ο δικός τους «Άνθρωπος Αράχνη» είναι πλέον απλώς ένα γέρικο σκαρί που δεν κάνει για την ομάδα τους.
Ένας εγωιστής που, όπως και στον ημιτελικό με την Αργεντινή, έτσι και τώρα δεν θα παραδεχτεί ποτέ το σφάλμα του. Δεν θα ζητήσει ποτέ συγγνώμη. Μερικές φορές μοιάζει να θρέφεται από τις επιθέσεις, από τις προσβολές. Του δίνουν λόγο για να τσιτώσει, να επανέλθει, να τους… δείξει αυτός. Θυμώνει και αποφασίζει να τους γράψει ένα αλαζονικό γράμμα:
«Αγαπημένοι οπαδοί. Κατανοώ τις αρνητικές σκέψεις σας και ειδικά προς την παλιά φρουρά της ομάδας. Σε εκείνους που σας χάρισαν τόσες όμορφες στιγμές. Και σε εμένα που τόσες φορές σταμάτησα τα γκολ των αντιπάλων, τώρα με βρίζετε και μου πετάτε αντικείμενα. Το μόνο που καταφέρνετε είναι να με απομακρύνετε από την αγαπημένη μου Ίντερ. Έδωσα τα πάντα για να γίνει ξανά μεγάλη και να θυμάστε ότι δεν θα είναι ποτέ το ίδιο χωρίς εμένα».
Εφόσον όμως τα 12 χρόνια του στο club θα λήξουν με την κατάκτηση του UEFA, το αντίο θα είναι γλυκόπικρο. Μετά τη νίκη επί της Ζάλτσμπουργκ όλη η Curva Nord θα εισβάλει στο χορτάρι. Θα τον σηκώσουν στα χέρια και θα κάνουν έτσι τον γύρο του θριάμβου. Ανοιχτά χέρια της επιτυχίας, χαμόγελα, φιλιά και εκείνο το παλιό στιχάκι για τον «Σπάιντερμαν» να δονεί το Meazza. Ένα αντίο δίκαιο, σωστό, από αυτά που ομορφαίνουν τις αναμνήσεις.
Μία καλή χρονιά στη Σαμπντόρια και μία ακόμα στον πάγκο, αλλά δεν το βάζει κάτω. Θέλει κι άλλο. Το 1996-1997 θα περάσει από τη Serie B με την Πάντοβα και θα φύγει για τρία χρόνια στο MLS και τους Νιου Ίγκλαντ Ρεβολούσιονς.
Ο Βάλτερ Ζένγκα πανηγυρίζει την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA με την Ίντερ το 1994.
Κορίτσια και προπονητική
Στην Αμερική θα χαλαρώσει. «Επιτέλους, σταμάτησαν να με προσβάλουν σε κάθε γήπεδο», θα πει, αλλά θα κάνει κάτι αδιανόητο και θα τον βρίσουν και εκεί. Αφού κάνει μία τρομερή επέμβαση, τρέχει στην εξέδρα και φιλάει το κορίτσι του. Μόνο που η φάση συνεχίστηκε και παρά λίγο να δεχτεί γκολ. Θα τον κράξουν, μα δεν τον νοιάζει. Σημασία έχει μόνο το κορίτσι, όλα τα κορίτσια.
Ένα κορίτσι από τα δεκάδες της καριέρας του. Playboy από άποψη, θα αλλάζει τις γυναίκες διαρκώς. Στα prime του με την Ίντερ θα δοκιμάσει τον γάμο. Είναι το event της χρονιάς και θα τον τελέσει ο ίδιος ο Δήμαρχος του Μιλάνο. Η Ρομπέρτα κι εκείνος θα γίνουν ό,τι στα επόμενα χρόνια ο Τότι με την Μπλάζι. Ένας Μπέκαμ και μία Βικτόρια αλά ιταλιάνα 15 χρόνια νωρίτερα.
Το 1999, στα 39 του, θα σταματήσει. Για να ξεκινήσει άμεσα μία ακόμα περιπέτεια. Ως προπονητής θα περάσει από κάθε εξωτικό προορισμό. Θα πάρει Πρωτάθλημα Ρουμανίας με τη Στεάουα Βουκουρεστίου (2005) και Νταμπλ στη Σερβία με τον Ερυθρό Αστέρα (2006), όπου θα τα φτιάξει με την κόρη του Προέδρου και θα τον διώξουν κακήν κακώς. Δεν κάνει και πολύ για τη δουλειά. Είναι φωνακλάς, ευέξαπτος και φλερτάρει με όλα τα θηλυκά, κάτι που δεν του έχει περάσει ποτέ.
Τελικά τι μένει;
Ευλογημένος με εκπληκτικά αντανακλαστικά, ηγετική προσωπικότητα και αυτή τη σπάνια αύρα που έχουν οι μεγάλοι σε κάθε πόστο, μπορεί να θεωρείται ο τρίτος σπουδαιότερος Ιταλός πορτιέρε, πίσω από τους «Τζίτζι» Μπουφόν, Ντίνο Τζοφ (με όποια σειρά θέλει ο καθένας).
Ο ίδιος ισχυρίζεται αμετανόητα ακόμη και σήμερα πως «Υπήρξα ένας πλούσιος, ακαταμάχητος και γοητευτικός εραστής που νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε θελήσει». Στην πραγματικότητα κανείς δεν τον θυμάται γι’ αυτό.
Ο Βάλτερ Ζένγκα θα είναι πάντοτε εκείνος ο ιπτάμενος τύπος που έκανε βουτιά στο άπειρο και σηκωνόταν, για να μασήσει ήρεμα, σαν να μην τρέχει τίποτα, την τσίχλα σήμα κατατεθέν του.
Και μπορεί ο παππούς του ποδοσφαίρου, Εδουάρδο Γκαλεάνο, να ισχυρίζεται στα «Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» ότι «Ο τερματοφύλακας δεν σκοράρει. Είναι εκεί για να εμποδίσει τους άλλους να το κάνουν. Το γκολ είναι η γιορτή του ποδοσφαίρου. Ο σκόρερ προκαλεί χαρά και ο τερματοφύλακας, ο καρμίρης, του τη χαλάει», μα ο Ζένγκα είχε έναν υπέροχο τρόπο να κάνει τα πάντα να μοιάζουν εντυπωσιακά.
Και είναι κρίμα που περισσότερο απ’ όλ’ αυτά τελικά υπέκυψε σε μία σκληρή αλήθεια. Αυτή που ορίζει πως ό,τι σου προσέφερε η στιγμή και το… απέρριψες, καμιά αιωνιότητα δεν μπορεί να στο δώσει πίσω. Και τότε είναι που η ζωή σε κάνει να το σκέφτεσαι για πάντα…
ΠΗΓΗ: athletestories.gr