Το αποφάσισε, έτσι ξαφνικά, στο ημίχρονο του Κυριακάτικου Μίλαν- Βερόνα, χωρίς να έχει προειδοποιήσει κανέναν, ούτε την οικογένειά του: την κατά 11 χρόνια μεγαλύτερή του Έλενα Σέγκερ, μία ζωή σύντροφό του και μητέρα των παιδιών του, Μαξιμίλιαν και Βίνσεντ. Πήρε το μικρόφωνο κι ευχαριστώντας τη Μίλαν, τον λαό της, αλλά και τους 70.000 του «Σαν Σίρο» τους ανακοίνωσε ότι «ήρθε η στιγμή να κλείσω με το ποδόσφαιρο. Θα είστε για πάντα η δεύτερή μου οικογένεια».
Γεννημένος στο Μάλμε, στις 3 Οκτωβρίου του ’81, από τον μπαμπά Σέφικ, Μουσουλμάνο της Βοσνίας και τη μαμά, Γιούρκα, Καθολική της Κροατίας, αμφότεροι μετανάστες στη Σουηδία, ο Ιμπραχίμοβιτς πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αφενός λόγω του χωρισμού των γονιών του, αφετέρου λόγω των συχνών προβλημάτων, με τον αλκοολισμό, αλλά και τη δικαιοσύνη της μητέρας του. «Θυμάμαι ότι στο ψυγείο μας δεν είχαμε ποτέ φαγητό, αλλά μόνο μπίρες. Κι όταν την έβλεπα με σακούλες από τρόφιμα στα χέρια, μετά από λίγο έμπαινε η αστυνομία και την συλλάμβανε: τις είχε κλέψει από το σούπερ- μάρκετ».
Μοναδική του αδιέξοδος, το ποδόσφαιρο: πρώτα στη Ρόζενγκαρντ, μετά στη Μπάλκαν, την ομάδα των Γιουγκοσλάβων μεταναστών και τα επόμενα τέσσερα χρόνια στη Μάλμε. Σε μία καλοκαιρινή τουρνέ, με Άρσεναλ και Άγιαξ μαγνήτισε το ενδιαφέρον, τόσο του Βενγκέρ, όσο του Αντριάνσεν, τελικά όμως πείστηκε να πάει στο Άμστερνταμ όπου παρέμεινε τρεις σεζόν. Με 35 γκολ σε 75 παιχνίδια, ένα νταμπλ, αλλά και τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, ο Ιμπραχίμοβιτς αισθανόταν ήδη φτασμένος και ολοκληρωμένος: έτοιμος για το μεγάλο άλμα σ’ ένα περισσότερο ανταγωνιστικό, από το ολλανδικό, πρωτάθλημα. Ήταν το 2003, αλλά η αλαζονεία του δεν του επέτρεπε να καταδεχτεί να έχει μάνατζερ, μέχρι που ένας συμπαίκτης του πρότεινε να γνωρίσει τον Ιταλό Ράιολα, που πριν αναλάβει τους Νέντβεντ, Μπαλοτέλλι, Μάξουελ ή Γκριγκέρα έκανε για χρόνια τον πιτσαδόρο στο οικογενειακό εστιατόριο του Χάρλεμ.
Ο 22χρονος, τότε Ζλάταν ντύθηκε, στολίστηκε με επώνυμα ρούχα και χρυσό ρολόι, πήγε στο ξενοδοχείο όπου θα συναντούσε τον Ιταλό, όταν όμως κατέβηκε από την Πόρσε του αντίκρισε έναν χοντρό, ατημέλητο, κακοντυμένο με χαβανέζικο πουκάμισο και καρό βερμούδα κι αντανακλαστικά σκέφτηκε, «δεν γίνεται, δεν μπορεί να είναι αυτό το πράμα ο μάνατζέρ μου».
Παρόλα αυτά έδωσε τόπο στην οργή. Παρήγγειλαν σούσι για εφτά άτομα, ενώ ήταν μόνο οι δύο τους. «Ποιος θα τα φάει όλα αυτά;», αναρωτήθηκε. Να μην σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι κι ασχολήσου με το τι κάνεις εσύ. Αν θες να δουλέψεις μαζί μου θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ. Διαφορετικά, Va’ffan’culo…
Ο Ζλάταν πάγωσε. Ψάρωσε. Κι έμεινε ακίνητος κι ανέκφραστος μπροστά στην ευθύτητα του Ναπολετάνου που πριν πέσει με τα μούτρα στο φαγητό, έβγαλε από την τσέπη του κάποιες κακογραμμένες σημειώσεις λέγοντάς του, «και τώρα διάβασέ μου τι γράφει εκεί». Έγραφαν, λοιπόν… Βιέρι, 24 γκολ σε 27 αγώνες. Ιντσάγκι, 20 σε 25. Τρεζεγκέ, 20 σε 24. Ιμπραχίμοβιτς, 5 σε 25. «Βλέπεις: Νομίζεις ότι είσαι ήδη μεγάλος παίκτης, αλλά με πέντε γκολ ούτε η μάνα σου δεν θα μπορούσε να σε πουλήσει. Πέτα, λοιπόν στα σκουπίδια τα ακριβά σου αυτοκίνητα, ρούχα και ρολόγια και κάτσε να δουλέψεις γιατί έτσι όπως είσαι δεν πας πουθενά».
Ο Ράιολα πέθανε πέρυσι, στα 55 του. Για την ιστορία, στην κηδεία του πήγαν άπαντες, φυσικά ο Ζλάταν, αλλά κι οι Νέντβεντ, Μπαλοτέλλι, Βερράττι, Ντονναρούμμα, μέχρι κι ο Χάλαντ, ο τελευταίος του αξεπέραστου στόλου του. Όπως παραδέχτηκε όμως αργότερα ο Ιμπραχίμοβιτς, «μου άλλαξε τη ζωή και την καριέρα μου. Του οφείλω πολλά. Τον είχα επιλέξει γιατί ο μόνος, ίσως και ο πρώτος που με αποκάλεσε μ@@@κα».
Από κει και πέρα, είναι λίγο πολύ γνωστά. Ο Ράιολα κατάφερε να τον στείλει στη Γιουβέντους, μετά στην Ίντερ, τη Μπαρτσελόνα, τη Μίλαν, την Παρί Σεν Ζερμέν, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τους Λος Άντζελες Γκάλαξι και ξανά στη Μίλαν με την οποία ολοκλήρωσε μία σπουδαία καριέρα με περισσότερα από 500 γκολ σε 700 παιχνίδια. Όπου και ν’ αγωνίστηκε κατέκτησε πρωτάθλημα ή κύπελλο, ποτέ όμως το Champions League, παρά μόνο ένα ευρωπαϊκό Σούπερ- Καπ με τη Μπαρτσελόνα κι ένα Europa League με τη Μάντσεστερ.
Από τον Ζλάταν ποδοσφαιριστή θα μείνουν αξέχαστα μερικά εκπληκτικά γκολ, με τον αγαπημένο του, ακροβατικό (και λόγω μαύρης ζώνης στο Taekwondo), τρόπο. Οι συχνοί τσακωμοί του με αντιπάλους, συμπαίκτες ή και προπονητές (πάνω απ’ όλους τον Γκουαρδιόλα), οι δεκάδες κόκκινες κάρτες και τιμωρίες για πειθαρχικά παραπτώματα. Ενώ από τον άνθρωπο, οι αμέτρητες φιλανθρωπικές του δωρεές, μία ναι μεν πλούσια, αλλά και παράλληλα ήρεμη και λιτή ζωή, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα γκόσιπ. Χωρίς την παραμικρή διάθεση για πρόκληση ή επιδειξιμανία.
Θα μας μείνουν και τα πόδια του. Ο αγαπημένος του, γιγαντιαίων διαστάσεων πίνακας, το μοναδικό έργο, κατά κάποιο τρόπο, τέχνης που διακοσμεί το σαλόνι της βίλας του. Το είχε δείξει με υπερηφάνεια, όταν άνοιξε στο τηλεοπτικό δίκτυο του Milan Channel τις πόρτες του σπιτιού για μία, εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη. Κι όταν ο ρεπόρτερ τον ρώτησε με έκπληξη το γιατί είχε στο σπίτι του μόνο έναν πίνακα, και μάλιστα ν’ απεικονίζει δύο βρώμικα, απεριποίητα και ταλαιπωρημένα πόδια, εκείνος απάντησε, «γιατί, χωρίς αυτά τα πόδια, ούτε θα ήμουν ο Ζλάταν, ούτε θα είχα αποκτήσει απολύτως τίποτα απ’ όσα έχω»…