Η πρόβλεψη του Γάλλου στρατηγού και «αυτοκράτορα» αποδείχθηκε περισσότερο από ακριβής. Για τουλάχιστον έξι 10ετίες η ανάπτυξή της, σε κάθε τομέα, ξεπερνούσε το 2000%. Η Οικονομία της αναρριχήθηκε σε μία από τις πέντε μεγαλύτερες του πλανήτη, αγόραζε ό,τι ήθελε και όποτε το ήθελε, μέχρι που η παγκόσμια πανδημία και ο Covid εξαΰλωσαν, στο πέρασμά τους τα πάντα: χρήματα, μισθούς, σπίτια, ανθρώπινες αξίες και αξιοπρέπεια, αναπόφευκτα και τη μπάλα που, όσο όμορφη και αν είναι παραμένει πάντα, και μόνο φουσκωμένη από απλό, και κοπανιστό, αέρα.
Μέσω της (αγαπημένης του) «στρογγυλής θεάς» ο σημερινός πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας, 70χρονος Σι Τζινπίνγκ είχε οραματιστεί μία ισχυρή Κίνα και στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ικανή να διοργανώσει ένα Μουντιάλ και, κυρίως να το κατακτήσει. Ένα όραμα, κάθε άλλο από παράλογο γιατί, όπως επαναλάμβανε συχνά «…εάν δεν μπορούμε εμείς, ανάμεσα σε 1.4 δις ανθρώπων να βρούμε 11 που να παίζουν αξιοπρεπώς ποδόσφαιρο, τότε σημαίνει ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα». Μία θεωρία, περισσότερο από λογική, βάσιμη έως σωστή, που ξεκίνησε με στοχευόμενες επενδύσεις, αλλά με το πέρασμα των χρόνων αποδείχθηκε ότι είχε εφαρμοστεί με λάθος τρόπο.
Από το 2011, από τότε που ο μετέπειτα, 7ος πρόεδρος της Κίνας ήταν ακόμη γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Τζινπίνγκ επέβαλλε το ποδόσφαιρο ως υποχρεωτική, διδακτική ύλη από την 1η Δημοτικού, παράλληλα εγκρίνοντας το κυβερνητικό πλάνο για άμεση κατασκευή, στη χώρα 50.000 ποδοσφαιρικών γηπέδων. Η αξία της μπάλας ξαφνικά τριπλασιαζόταν. Το Κράτος επιχορηγούσε αδρά τους συλλόγους, αντί όμως να τα επενδύσουν στην εσωτερική αγορά, επένδυσαν βουνά από γιέν σε πρώην αστέρες από την Γηραιά Ήπειρο ωστόσο πετυχαίνοντας, μ’ ένα σμπάρο ακριβώς το αντίθετο: δηλαδή από τη μία, το φούσκωμα των τραπεζικών λογαριασμών του κάθε ξένου (επιπλέον ήδη στη φάση της δύσης του), και από την άλλη την αναπόφευκτη αποδυνάμωση και απαξίωση των όποιων, ταλαντούχων Κινέζων θα μπορούσαν ν’ ανακαλυφθούν.
Ήταν το 2016: η εποχή που κάθε ποδοσφαιριστής κυρίως «Over 30», ονειρευόταν να κλείσει την καριέρα του στην Κίνα, ακριβώς όπως τώρα ονειρεύεται να κρεμάσει τα παπούτσια του στη Σαουδική Αραβία. Η εποχή που, για παράδειγμα η Σανγκάι έδινε 60εκ. στην Τσέλσι για την απόκτηση του Όσκαρ και 100 το χρόνο (!), για τέσσερα χρόνια στον Βραζιλιάνο. Που τα κινέζικα γιέν έπειθαν τους διαφόρους Ραμίρες, Ντρογκμπά, Ανελκά, Μασκεράνο, Τέβεζ, Χουλκ, Φελαινί, Τεϊξέρα, Αρναούτοβιτς ν’ αφήσουν την Premier League ή τους Πελλέ, Λαβέτζι, Ελ Σαράουι, Λίππι, Κανναβάρο, Έντερ, Γκουαρίν, το Campionato. Μετά ήρθε η πανδημία και σκούπισε ό,τι βρήκε στο πέρασμά της.
Τα γήπεδα έκλεισαν, οι τσέπες άδειασαν. Η Κίνα αναγκάστηκε να δηλώσει αδυναμία αφήνοντας στο Κατάρ τη διοργάνωση του φετινού Κυπέλλου Ασίας. Ομάδες κολοσσοί, όπως η Εβεργκράντε Γκουανγκζού υποβιβάστηκαν. Η Γιανγκσού κατέβασε τα ρολά ένα μόλις χρόνο μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ενώ η Χεμπέι αναμένεται σύντομα να βάλει κι εκείνη λουκέτο ανήμπορη να πληρώσει ακόμη και, που λέει ο λόγος, φως, νερό, τηλέφωνο.
Εν ολίγοις η βρύση έκλεισε. Οι περισσότεροι ξένοι είτε σταμάτησαν, είτε αναζήτησαν αλλού την τύχη τους. Τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα έπεσαν κατακόρυφα και το μόνο που μπόρεσε να κάνει το Κράτος ήταν να επιβάλλει ένα είδος «salary cup» τόσο στις ομάδες, όσο στα ενδεχόμενα, γιατί πλέον δεν ενδιαφέρεται κανείς, επόμενα συμβόλαια. Αναπόφευκτα, στην παρούσα φάση το όραμα του Τζινπίνγκ προσωρινά πάγωσε απλούστατα γιατί ο «Γίγαντας» ξανά πήγε για ύπνο. Όπως έλεγε όμως και ο Ναπολέων, αφήστε τον να κοιμηθεί, γιατί έτσι και ξυπνήσει…