Υπήρξε ο πρώτος «ποδοσφαιράνθρωπος» της Ιστορίας που κατακτούσε Μουντιάλ, και ως παίκτης και ως προπονητής. Θα τον ακολουθούσαν αργότερα ο Γερμανός, Φραντς Μπεκενμπάουερ (’74 και ’90) και ο Γάλλος, Ντιντιέ Ντεσάν (’98 και ’18). Υπήρξε όμως ο πρωτοπόρος της θεωρίας ότι «οι, καλοί παίκτες προηγούνται των όποιων συστημάτων. Και αφού τους έχεις στην ίδια ομάδα, γιατί να μην παίζουν ταυτόχρονα;».
Αγαπούσε το ρίσκο και το επιθετικό ποδόσφαιρο. Λάτρευε να παίζει με το παρακινδυνευμένο 4-2-4, από την άλλη όμως ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί όχι μόνο στο ταλέντο των αστέρων του, αλλά και στο υψηλό πνεύμα αυτοθυσίας και ευθύνης των «Fabulous 5» της εποχής: Ζέρσον, Ριβελίνο, Τοστάο, Ζαϊρζίνιο και Πελέ που έτρεχαν, πάνω κάτω για να βοηθήσουν και την άμυνα.
Το είχε αντιγράψει το ’58 από τον Βισέντε Φέολα, που τον είχε βάλει να παίξει, ταυτόχρονα δίπλα από τους Πελέ, Γκαρίντσα, Ντιντί, Βαβά. Μετά το αντέγραψε το ’62 από τον Αϊμορέ Μορέιρα (που τη σεζόν ’75-’76 πέρασε και από τον πάγκο του Παναθηναϊκού) και όταν έγινε ομοσπονδιακός τεχνικός το πειραματίστηκε με ό,τι καλύτερο διέθετε τότε η Βραζιλία. Το 10άρη της Μποταφόγκο, Ζαϊρζίνιο, το 10άρη της Σάο Πάολο, Ζέρσον, το 10άρη της Κορίνθιανς, Ριβελίνο, το 10άρη της Κρουζέιρο, Τοστάο, φυσικά και το 10άρη της Σάντος, Πελέ. Δεν αποδείχθηκε απλά ένας θρίαμβος, αλλά η πεμπτουσία μίας νέας ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας. Την οποία προσπάθησε να μεταδώσει και ο Τέλε Σαντάνα, το ’82, ταυτόχρονα με τους Φαλκάο, Σερέζο, Ζούνιορ, Ζίκο, Σόκρατες ωστόσο σκοντάφτοντας πάνω στο μαγικό «χατ- τρικ» του Πάολο Ρόσσι.
Όσα χρόνια και αν περάσουν από εκείνο το ιστορικό 3-2 στο (κατεδαφισμένο, πλέον) «Σαρία» της Βαρκελώνης ή όσα -ήδη δύο- από τον θάνατο του Ιταλού «Pablito», οι Βραζιλιάνοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ ότι υπήρξε ο άνθρωπος που τους προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες, ποδοσφαιρικές απογοητεύσεις σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που, πολλά χρόνια μετά το ’82 ένας ταξιτζής στο Ρίο, τον αναγνώρισε και τον κατέβασε άρον, άρον από το αυτοκίνητό του.
Έκτοτε οι Ιταλοί, που δεν έχασαν από τους «Cariocas» μόνο το Μουντιάλ του ’70, αλλά κι εκείνο, άσχετα εάν στα πέναλτι, του ‘94 έγιναν για τους Βραζιλιάνους ό,τι ακριβώς και ένα κόκκινο πανί για τους ταύρους. Και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που ενώ, ο πρόεδρος της Cbf, της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, Εντνάλντο Ροντρίγκες είχε συμφωνήσει σε όλα με τον Κάρλο Αντσελόττι για ν’ αναλάβει την τεχνική ηγεσία της «Φερράρι των Εθνικών», η πλειοψηφία των Βραζιλιάνων αντιστάθηκε και διαφώνησε με αποτέλεσμα ο Ιταλός προπονητής να υποχρεωθεί ν’ αρνηθεί και ν’ ανανεώσει με τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Και έτσι, σχεδόν ταυτόχρονα με τις στιγμές που ο Ζαγκάλο έφευγε από τη ζωή, ο Ροντρίγκες, που αρχικά καθαιρέθηκε από το αξίωμά του για οικονομικές ατασθαλίες, μετά όμως τον επανέφεραν, υποχρεωνόταν ταυτόχρονα με το ναυάγιο της πρόσληψης Αντσελόττι ν’ ανακοινώσει και το οριστικό διαζύγιο της εθνικής με τον 49χρονο Φερνάντο Ντινίζ, θριαμβευτή του Libertadores με την Κρουζέιρο, αλλά και πρωταγωνιστή κάκιστων εμφανίσεων και αποτελεσμάτων στο 6μηνο που ανέλαβε τη Βραζιλία. Με μόλις δύο νίκες, τρεις ήττες και μία ισοπαλία στην προκριματική φάση του επόμενου Μουντιάλ, εν ολίγοις τη μιζέρια 7 βαθμών σε έξι παιχνίδια, λίγα, πολύ λίγα για μία ομάδα θρύλος, την οποία πέρασαν με όλο τον σεβασμό) στη βαθμολογία μέχρι και η Βενεζουέλα ή το Εκουαδόρ.
Φαβορί για την μετά Ντινίζ εποχή, ο προπονητής της Σάο Πάολο, Ντοριβάλ Ζούνιορ αρκεί να διαβάσει, να μιμηθεί και ν’ αντιγράψει τα ρίσκα, την τόλμη και τη φιλοσοφία του (πολύ) μεγάλου Ζαγκάλο.