Πίσω από κάθε γκολ του Μάρκο Φαν Μπάστεν, με ωραιότερο όλων την εικαστική παρέμβαση, από σχεδόν αδύνατη θέση στον τότε Σοβιετικό Ντασάεφ, στον τελικό του Euro ’88 κρυβόταν ένα νέο έργο τέχνης. Πίσω από κάθε του κίνηση, κομψότητας, τελειότητας και ακρίβειας, η ομορφιά ενός κύκνου (εξ ου και το παρατσούκλι του) ή μίας πιρουέτας πεπειραμένου χορευτή του Μπολσόι. Και πίσω από το κάθε του σουτ, η ασυγκράτητη δύναμη, δυναμική, αλλά και συνέπεια ενός κροσέ του Μάικ Τάισον.
Στο ποδόσφαιρο του σήμερα, δίπλα από τους διαφόρους Χάλαντ, Λαουτάρο, Εμπαπέ, Βινίσιους ή Λουκάκου θα έκανε κάθε χρόνο πάρτι και πιθανότατα να κατακτούσε, όχι μόνο τη φετινή, αλλά και την επόμενη, όσο την μεθεπόμενη «Χρυσή Μπάλα». Την κατέκτησε, το ίδιο τρεις φορές, το ’88, το ’89 και το ’92 σε μία εποχή μάλιστα που, όχι μόνο ήδη έλαμπαν τα άστρα των Μαραντόνα, Ματέους, Γκούλιτ, Καρέκα, Λίνεκερ ή Γκασκόιν, αλλά που σκληροτράχηλοι αμυντικοί, τύπου Βιέρκοβουντ, Άνταμς, Κιν ή Πασκουάλε Μπρούνο κολλούσαν σαν βδέλλα, από την αρχή, έως το τέλος, τα δόντια τους, στα πλευρά και τα πόδια του.
Διαβάστε επίσης...
Φυσικός κληρονόμος του Γιόχαν Κρόιφ, τόσο για την απλοϊκότητα της έκφρασης, όσο την ικανότητα εκτέλεσης, το ποδόσφαιρο του Φαν Μπάστεν βασιζόταν στο σχεδόν παιδαριώδες «δώσε μου εσύ τη μπάλα, και άσε τα υπόλοιπα σ’ εμένα». Φράση, που επαναλάμβανε συχνά και στον Κάρλο Αντσελόττι, συμπαίκτη του στη μεγάλη Μίλαν έστω κι αν με μία μικρή διαφοροποίηση: «Φρόντισε εσύ να μου δίνεις τη μπάλα και μετά τρέξε να με αγκαλιάσεις».
Από το ’82 έως το ’87 με τον Άγιαξ, κατέκτησε τρία εθνικά πρωταθλήματα, τρία κύπελλα, αλλά και το Κύπελλο Κυπελλούχων, στο «Ολυμπιακό Στάδιο» της Αθήνας, με αντίπαλο τη Λοκομοτίβ Λειψίας και με δικό του γκολ, μία εναέρια, άπιαστη κεφαλιά που ήταν και μία από τις, τεχνικές σπεσιαλιτέ του.
Έπαιζε όμως, εξίσου καλά και με τα δύο πόδια και, κυρίως είχε τέτοια ποδοσφαιρική αντίληψη που ανά πάσα στιγμή, ακόμη και με γυρισμένη την πλάτη στο τέρμα, ήξερε το πότε ή το που θα έστελνε τη μπάλα στα δίχτυα. Αξέχαστο θα μείνει το ανάποδο «ψαλίδι» του σε αγώνα Champions League με τη Γκέτεμποργκ, που πέρα από το να σηκώσει στο πόδι ένα κατάμεστο «Σαν Σίρο» είχε βραχυκυκλώσει τον αγαπητό μας Μανώλη Μαυρομμάτη αναγκάζοντάς τον να ξεστομίσει το ιστορικό «…49ο λεπτό, τώρα, 48ο…».
Μετά τον Άγιαξ, που άφησε το ’87 με 152 γκολ σε 172 παιχνίδια, εν ολίγοις μ’ έναν μέσο όρο για εξωγήινους ήρθε, σχεδόν φυσικά και αναπόφευκτα η μεταγραφή του στη Μίλαν, την πλέον δυνατή και ισχυρή ομάδα της εποχής με την οποία κατέκτησε 4 πρωταθλήματα και 4 Σούπερ Καπ Ιταλίας, 2 Πρωταθλητριών/ Champions League, 2 Σούπερ Καπ Ευρώπης, αλλά και 2 Διηπειρωτικά. Άφησε τους Rossoneri, αλλά και την καριέρα του, άθελά του το ’93, με 90 γκολ σε 147 παιχνίδια, η Μίλαν όμως τίμησε το συμβόλαιό του για δύο ακόμη χρόνια, κατά βάθος ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να ξεπεράσει τους σοβαρότατους τραυματισμούς του.
Δυστυχώς, ούτε συνέβη το θαύμα, ούτε και θα μπορούσε. Γιατί ύστερα από 9 χειρουργικές επεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε από τον Βέλγο καθηγητή ορθοπεδικής, Μαρκ Μαρτένς η κατάσταση των αστραγάλων του ήταν επιεικώς, απελπιστική. Και τα δύο μέλη ήταν διαλυμένα, έως θρυμματισμένα από τις χιλιάδες κλωτσιές, και τα δεκάδες, χιλιάδες ύπουλα «πατήματα» που είχε δεχτεί, κυρίως μες στην περιοχή, στην καριέρα του.
Ο Φαν Μπάστεν, μετά βίας, με πολύ έντονο, αλλά και μόνιμο πόνο μπορούσε, πλέον να περπατήσει. Αν και στις 17 Αυγούστου του ’95, την ημέρα που αποφάσισε για πάντα να ρίξει την αυλαία σε μία λαμπρή καριέρα, θέλησε ν’ αποχαιρετήσει το ίδιο, τους φιλάθλους της Μίλαν επιχειρώντας ένα ελαφρύ τρέξιμο στο κλασικό γύρο του θριάμβου. «Νόμιζα πως παρακολουθούσα την κηδεία μου. Χιλιάδες κόσμου με χειροκροτούσε κι εγώ έκλαιγα με λυγμούς, γιατί δεν ήθελα να τους απογοητεύσω μπουσουλώντας».