Γράφει ο Αλέξης Σπυρόπουλος...

Λες και δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πολλαπλάσιας δυσκολίας και ωραιότητας, εκείνο στον ημιτελικό κατά της Ρεάλ, επειδή μπήκε στο μακρινό «Μπερναμπέου». Και όχι π.χ. στο οικείο «Ολντ Τράφορντ» ή στο «Ανφιλντ».
Το Σάββατο, αυτό το οχυρό έπεσε. Αφού ο Μέσι σκόραρε, και μάλιστα όχι σε όποιο κι όποιο «αγγλικό έδαφος» αλλά στο καθαγιασμένο «Ουέμπλεϊ», τότε (και μόνον τότε) το Home of Football αποδέχθηκε ότι άξιζε να του στρώσει το κόκκινο χαλί. Το 53ο γκολ του Μέσι, όταν όλη η ενδεκάδα της Γιουνάιτεντ εφέτος έβαλε 58.

Ο Μέσι βάζει τα γκολ, και κάνει ό,τι άλλο κάνει επάνω στο γρασίδι. Σκέπτομαι, ή μάλλον ελπίζω, ότι επιστρέφοντας στα αποδυτήρια, όταν βγάζει τα ρούχα της δουλειάς και κοιτάζεται, θα αναλογίζεται και θα εκτιμά πως ο φόρος που πληρώνει για τα επιτεύγματά του σε πληγές, έστω σε μώλωπες και σε πόνους στο κορμί του, είναι ο απειροελάχιστος. Οφείλει ετούτη την πανάκριβη απαλλαγή, για να έλθουμε στη συζήτηση αν είναι καλύτερος του Μαραντόνα, κατ' εξοχήν στον Μαραντόνα!
Ενα refresh μνήμης θα ωφελούσε. Ο Μέσι είναι βέβαιον ότι θα έχει δει, αργεντινάκι είναι, παλαιό οπτικό υλικό από Ντιέγκο, όταν ακόμη ο ίδιος ήταν αγέννητος. Το υλικό είναι το αμάχητο πειστήριο, για να συγκρίνει κανείς και να του σηκώνεται η τρίχα, ότι ο Μαραντόνα ήταν ο Μέσι της εποχής του μεν, αλλά (έκανε τα ίδια) κόντρα σε αμέτρητο και ανελέητο ξύλο, πολύ συχνά κόντρα σε διαιτησίες, και όταν έβρεχε... κόντρα και σε άθλιους αγωνιστικούς χώρους.

Προφανώς, και ο Μέσι θα τα κατάφερνε. Είναι σκαρί που θα ανέπτυσσε, στην αντιξοότητα, άλλα αντισώματα και θα την προσπερνούσε. Σκαρί, και καρδιά για την μπάλα. Αλλά δεν παύει να είναι ο ευνοημένος της υπόθεσης, για την ημερομηνία που γεννήθηκε. Ο Μαραντόνα υπήρξε, όχι ο μοναδικός σίγουρα, αλλά οπωσδήποτε ο νούμερο-ένα λόγος που άλλαξαν οι κανόνες του παιχνιδιού. Οι ανέκαθεν εχθρικοί, απέναντι στον επιτιθέμενο, κανόνες. Οι πλέον φιλικοί, στη σημερινή εποχή.
Μαζί με τους κανόνες, άλλαξε και το περιβάλλον του ποδοσφαίρου. Ακόμη και οι... μπάλες. Πολύ περισσότερο, οι αξίες. Με έναν τρόπο, που οδηγεί σιγά-σιγά στην άλλην άκρη. Στο άκρο, ενός τόσο correct ποδοσφαίρου που ποινικοποιεί, ή σχεδόν, το τάκλινγκ. Γενικώς το να είναι ο αντίπαλος, αυτό που λέει η λέξη. Αντίπαλος. Μαχητής. Διεκδικητής. Μια τάση, πιο πολύ Χάρλεμς παρά Μπουλς. Ο τελικός του Σαββάτου ήταν διασκεδαστικός, σε απίθανο βαθμό. Αλλά από ανταγωνιστικότητα; Ιδίως για τελικός, ένα σοκ.

Επί της ουσίας, ο Μέσι πιο πολύ πιέστηκε πέρυσι στο Πολοκουάνε από τους Ελληνες διεθνείς, παρά στο «Ουέμπλεϊ» από τους παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Οι Ελληνες επέλεξαν, εκείνη τη νύχτα στη Νότια Αφρική, να είναι οι περιορισμένων δυνατοτήτων μεν, αντίπαλοι, κανονικοί αντίπαλοι, δε. Ενόχλησαν. Και, μολονότι δεν παραβίασαν καμία κόκκινη γραμμή, δεν την πλησίασαν καν, πάλι ο Μέσι τους έκραξε μετά. Μία χρήσιμη ένδειξη.

Οι της Γιουνάιτεντ, το Σαββατόβραδο, ήταν ό,τι έπρεπε για να μη τους κράξει κανείς. Θεατές. Βολικοί. Δεν ενόχλησαν κανέναν. Δεν παρεμβλήθηκαν, ούτε στιγμή, ανάμεσα στην Μπαρτσελόνα και στο σόου. Οπως εξαντλούσαν και την ύστατη πιθανότητα κάποτε, για να μπουν ανάμεσα στον Μάικλ Τζόρνταν και στο μεγαλείο του, ένας Μπάρκλι ή ένας Μαλόουν. Για να σεβαστούν και να του αποθεώσουν δηλαδή, με την αθλητική αντίστασή τους, το μεγαλείο του.

Ποντίκια

Η Γιουνάιτεντ, απέναντι στην ψυχολογική ανάγκη των οπαδών της, δεν ικανοποίησε έστω αυτό που ο καθένας μας, ως οπαδός, απαιτεί ως μίνιμουμ από τη δική του ομάδα όταν ένα παιχνίδι φαίνεται πως οριστικά, και με διαφορά, χάνεται. Πάρε τουλάχιστον, ρε φίλε, μία κίτρινη κάρτα. Κάνε ένα φάουλ. Ρίξε μια κλωτσιά. Δείξε μου ότι, ακόμη, κυκλοφορεί το αίμα μέσα σου. Και χάσε. Ποιος δεν το έχει ζητήσει αυτό, μία φορά στο γήπεδο, από την ομάδα του;

Η εικόνα της Γιουνάιτεντ έβαζε, αβίαστο, το ερώτημα... γιατί μπήκαν στο τρένο Μάντσεστερ - Λονδίνο και κατέβηκαν για τον τελικό. Ηταν τελικός. Τελικός Τσάμπιονς Λιγκ. Και είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και δεν το πολέμησαν. Σαν αποκεφαλισμένα κοτόπουλα. Μπήκε εκείνος ο ανθυποΚριστιάνοΡονάλντο, ο Νάνι, και με το που μπήκε, η πρώτη επαφή του, η πρώτη ενέργεια, ήταν να δώσει την μπάλα του 3-1.

Μόνο παρέστησαν, και χαιρέτισαν την εκδήλωση. Συμμετείχαν στη διασκεδαστικότητα της επίδειξης. Και κατάργησαν τον ανταγωνισμό του ματς. Το έκαναν τόσο (ελάχιστα) δύσκολο, στην Μπαρτσελόνα ή/και στον διαιτητή, που η Μπαρτσελόνα θα έχει να το θυμάται ότι έβγαλε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ με μόλις πέντε φάουλ στο παθητικό της. Τι χειρότερο θα έκαναν ως φιναλίστ η Μπράγκα, η Σάλκε, η Σαχτάρ ή... ο ΟλυμπιακοΠαναθηναϊκός; Και αυτοί, στις 19-4 attempts θα κατέληγαν. Και θα αντιμετώπιζαν γι' αυτό, πίσω στον τόπο τους, τη σκληρή κριτική.

Η Ρεάλ έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, κανονικό, ημικανονικό, αντικανονικό, μέχρι τελικής πτώσεως. Και ο Ντι Στέφανο τους είπε, ποντικούς. Οκέι, ο σερ Μπόμπι Τσάρλτον, ο Ντι Στέφανο του Μάντσεστερ, δεν είπε ότι η Γιουνάιτεντ έπαιξε σαν ποντίκι. Το debate, ωστόσο, έχει βάση. Ποιοι ήταν τα ποντίκια; Μάχη είναι το ποδόσφαιρο. Εκτός αν... δεν είναι. Εκτός αν είναι διαγωνισμός, ποιος θα πάρει το αγαλματάκι του τζέντλμαν. Ενα αγαλματάκι για το οποίο είμαι σίγουρος πως ο σερ Αλέξ Φέργκιουσον, ένας υπέροχος bad loser στο Παιχνίδι, θα το σιχαινόταν.

Πηγή: Εξέδρα.