Έχουν μείνει στην ιστορία οι ατάκες του, «Τρελαίνομαι για τον θόρυβο των εχθρών», αλλά κι «Ένας γάιδαρος, ακόμη και ύστερα από 30 χρόνια σκληρής δουλειάς δεν θα γίνει ποτέ του άλογο», αναφερόμενος στον Ζεσουάλντο Φερέιρα, άλλοτε και στον πάγκο του Παναθηναϊκού, δάσκαλό του προπονητικής στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Γεννημένος στις 26 Ιανουαρίου του ’63 στο Σετουμπάλ, ο Ζοσέ Μάριο ντος Σάντος Μουρίνιο Φέλιξ είχε ξεκάθαρο στο μυαλό του, από πολύ μικρός τι ήθελε να γίνει ότι θα μεγάλωνε. Ήθελε να μοιάσει στον πατέρα του, Ζοσέ Μανουέλ, έναν μέτριο τερματοφύλακα σε Μπελενένσες και Σετουμπάλ, τον οποίο ακολουθούσε παντού, σε κάθε προπόνηση, αλλά και σε κάθε παιχνίδι ρίχνοντας σε πλήρη απελπισία τη μαμά Μαρία Ζούλια, δασκάλα δημοτικού η οποία, για το παιδί της είχε ονειρευτεί μία καριέρα πιανίστα. Ήταν όμως μέτριος, έως κάκιστος, κυρίως τεμπέλης στα πλήκτρα, αν και χρόνια αργότερα παραδέχτηκε πως την πειθαρχεία του την οφείλει αποκλειστικά και μόνο στο πιάνο.
Υπήρξε όμως και μέτριος, έως κάκιστος μέσος επιθετικός, τουλάχιστον στην 7ετία (’80-’87) που επιχείρησε να κλωτσήσει μία μπάλα στις δεύτερες ομάδες της Ρίο Άβε, της Μπελενένσες, της Σεσίμπρα ή της Κομέρσιο ε Ιντούστρια: μία καριέρα μίζερη, με 94 παιχνίδια όλα κι όλα και 13 γκολ που ολοκληρώθηκε μες στην ανωνυμία στα 24του. Μέσα του όμως γνώριζε ήδη ότι ήθελε να γίνει προπονητής και το συνειδητοποίησε όταν ο πατέρας του απολύθηκε, δια τηλεφώνου από τον πάγκο της Μπελενένσες. «Δεν πρόκειται να γίνω καλύτερος ποδοσφαιριστής από εκείνον, θα γίνω όμως καλύτερος προπονητής γιατί ό,τι έμαθα το οφείλω στον πατέρα μου».
Μέχρι, βέβαια να καταφέρει να καθίσει σε πάγκο ομάδας, το 2000 στη Μπενφίκα, στη θέση του Γιούπ Χάινκες, ο Μουρίνιο πέρασε μία 10ετία από δω κι από εκεί, ως βοηθός σε Εστρέλα Αμαδόρα και Οβαρένσε πριν η τύχη του χτυπήσει την πόρτα. Το ’92 ο Μπόμπι Ρόμπσον έψαχνε έναν ντόπιο συνεργάτη, αλλά και άριστο μεταφραστή αγγλικών για την θητεία του στη Σπόρτινγκ Λισσαβόνας. Ενθουσιάστηκε με τις αρετές του Μουρίνιο και μαζί συνεργάστηκαν αργότερα σε Πόρτο, αλλά και Μπαρτσελόνα όπου έμεινε και όταν ήρθε ο Φαν Γκαλ. «Από τον Ρόμπσον έμαθα να επιτίθεμαι, κι από τον Φαν Γκαλ πως ν’ αμύνομαι».
Το πρώτο του ποδοσφαιρικό αριστούργημα το πέτυχε στη 2ετία 2002-’04 με την Πόρτο, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση των πάντων σε Πορτογαλία κι Ευρώπη, με 2 πρωταθλήματα, 1 Κύπελλο, 1 Σούπερ Καπ, ένα Uefa, κυρίως το Champions League που θα του έδινε και τα κλειδιά της Τσέλσι και της Premier League.
Στην 1η του θητεία στο Λονδίνο, έως το 2007 κατέκτησε 2 πρωταθλήματα, 1 Κύπελλο, 2 Λιγκ Καπ κι ένα Τσάριτι Σιλντ, ενώ στη 2η (’13-’15), ένα ακόμη πρωτάθλημα κι ένα Λιγκ Καπ.
Το 2ο αριστούργημά του το πέτυχε στην Ιντερ τη 2ετία 2008-’10, με δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, ένα Σούπερ Καπ κυρίως το 2ο Champions League της καριέρας του, τρόπαιο που αντίθετα δεν μπόρεσε να κατακτήσει ούτε με τη Ρεάλ Μαδρίτης (μία Λίγκα, ένα κύπελλο κι ένα Σούπερ Καπ Ισπανίας), ούτε και τη Μάντσεστερ Γ. με την οποία πάντως κατέκτησε Λιγκ Καπ και Europa League. Στη 2ετία ’19-’21 με την Τόττεναμ δεν κατέκτησε τίποτα, ενώ πέρυσι στην πρώτη του χρονιά στον πάγκο της Ρόμα πανηγύρισε και το Conference Cup.
Τον έχουν κατηγορήσει για καταστροφικό, αντιαθλητικό ποδόσφαιρο, έως και για απηρχαιωμένο catenaccio κι η αλήθεια είναι ότι προκειμένου να πετύχει το αποτέλεσμα είναι ικανός να παίξει και με το σύστημα 1-10-0, όπως έγινε κάποτε σ’ ένα Ατλέτικο Μαδρίτης- Τσέλσι (0-0). Τον γύρω του κόσμου είχαν κάνει την επομένη τα χιουμοριστικά σκίτσα μ’ ένα μπλε πούλμαν παρκαρισμένο στην μικρή περιοχή της λονδρέζικης ομάδας.
Είναι όμως και της αντεπίθεσης, γιατί το μότο του δεν είναι το πώς θα τους νικήσουμε, αλλά το πώς θα τους τη φέρουμε. Έχει κι άλλα δόγματα για τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει εκείνος το ποδόσφαιρο.
Για παράδειγμα, τα καλά παιδιά ας πηγαίνουν στις μαμάδες τους. «Στην ομάδα μου θέλω μόνο «μπάσταρδους», με την έννοια του κωλόπαιδου. Γιατί δεν είναι δυνατόν να τον βρίζω και να μην μου ανταπαντάει». Αγαπημένα του παιδιά, ο Ιμπραχίμοβιτς κι ο Κριστιάνο Ρονάλντο, «από τους οποίους πήγα να φάω ξύλο αρκετές φορές». Αλλά κι ο Μπαλοτέλλι: «κ εκείνος προσπάθησε, όταν όμως έχεις μόνο έναν νευρώνα στον εγκέφαλο τι να πετύχεις;»…
Ο Μουρίνιο, λοιπόν σβήνει τα πρώτα του 60 κεράκια όποιος όμως πιστεύει ότι είναι τελειωμένος ή ξεπερασμένος, μάλλον κάνει μεγάλο λάθος. Παραμένει μία άριστα κουρδισμένη μηχανή, ανά πάσα στιγμή έτοιμη να σου πετάξει διαβολικές φλόγες, με καννιβαλιστική διάθεση. Παραμένει κυρίως ο μόνιμα ανήσυχος και τελειομανής προπονητής που βαριέται εύκολα, που δεν μένει πάνω από 3 χρόνια στο ίδιο μέρος. Που θέλει συνεχώς να μαθαίνει, να προκαλεί και να προκαλείται. Και που δεν αποκλείεται, ξαφνικά, από τη μία μέρα στην άλλη να τον δούμε στον πάγκο της εθνικής Βραζιλίας που μετά το Βατερλό και του τελευταίου Μουντιάλ έχει κατ’ αρχήν βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του, του Πεπ Γκουαρντιόλα, αλλά και του Κάρλο Αντσελόττι. Δύο ακόμη «Μουρίνιο», κι εκείνοι της προπονητικής…