Αυτή τη φορά τα πράγματα ήρθαν ακριβώς ανάποδα: 5-1, στο σύνολο για τους Άγγλους «εξωγήινους», 1-1 στη Μαδρίτη και 4-0 στο Μάντσεστερ. Κι αν δεν ήταν και ο Κουρτουά, μαζί με τον Μπερνάρντο Σίλβα από τους καλύτερους του αγώνα, γιατί μπορεί να δέχτηκε 4, αλλά έσωσε άλλα τόσα γκολ, στη Ρεάλ θα μιλούσαν ήδη για τέλος εποχής. Το πιθανότερο σενάριο είναι πως κάποια αντίο έτσι κι αλλιώς θα υπάρξουν.

 Οι Μπενζεμά, Μόντριτς, Κρόος, Καρβαχάλ δεν είναι πλέον σίγουροι για τίποτα. Το ίδιο κι ο Κάρλο Αντσελόττι που ήλπιζε στις 10 Ιουνίου, στην Κωνσταντινούπολη να συνδυάσει τα γενέθλιά του μ’ ένα ακόμη «Κύπελλο με τα μεγάλα αφτιά», μετά τα δύο που κατέκτησε ως προπονητής της Μίλαν, δύο κι ως τεχνικός της Ρεάλ.

 

 Στη θέση του θα βρίσκεται όμως ο Σιμόνε Ιντσάγκι, στον παρθενικό του τελικό Champions League της καριέρας του με την εξαιρετικά, δύσκολη, έως και απίθανη αποστολή να γίνει ο πρώτος Ιταλός προπονητής που θα χαρίσει στην Ίντερ το σημαντικότερο των τίτλων σε συλλογικό επίπεδο, μετά τα δύο του (Αργεντινού) Ελένιο Ερέρα και τον έναν του (Πορτογάλου) Ζοσέ Μουρίνιο, πριν από 13 χρόνια, στη Μαδρίτη με τη Μπάγερν Μονάχου.

 Εάν πάντως το 4-0 καταγράφηκε στην Ιστορία ως την τρίτη βαρύτερη ήττα της Ρεάλ Μαδρίτης στα ευρωπαϊκά κύπελλα, ο Αντσελόττι μπορεί να υπερηφανευτεί, που λέει ο λόγος, ότι σε δύο απ’ αυτές υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Τη μία στο Μάντσεστερ, τη δεύτερη στη ρεβάνς των προημιτελικών του τότε Πρωταθλητριών ’89-’90 όπου είχε μάλιστα ανοίξει το σκορ στο 5-0 με το οποίο η υπέρ Μίλαν (των Σάκκι, Γκούλιτ, Φαν Μπάστεν, Μαλντίνι, Μπαρέζι, Ντοναντόνι, Ράικαρντ) βύθιζε τη μαδριλένικη φρεγάτα των Μπεενάκερ, Μίτσελ, Μπουτραγκένιο, Σαντσίθ, Γκαγιέγκο. Ενώ με 5-0 είχε ηττηθεί κι από τη γερμανική Καϊζερσλάουτερν στα προημιτελικά του Uefa ’81-’82: ψιλοπράγματα μπροστά στο 8-1 από την Εσπανιόλ στο πρωτάθλημα ’29-’30, το 0-6 από τη Μπιλμπάο, πάλι στο πρωτάθλημα ’30-’31 και το επίσης 0-6, από τη Βαλένθια στο Κύπελλο του ’98-’99. Πράγμα που σημαίνει ότι, για να χάνει και η Ρεάλ, άρα και όλες οι υπόλοιπες μεγάλες μπορούν να χάσουν.

 Το ίδιο όμως, δεν μπορεί να ειπωθεί ακόμη για τη Σίτι. Γιατί, ναι μεν έπαιξε ένα ποδόσφαιρο από άλλον πλανήτη, αποκοίμισε και σκόρπισε τους Μαδριλένους με αφοπλιστικό τρόπο, αλλά φτάνει μόλις στη 2η της παρουσία σε τελικό Champions League της ύπαρξής της: 2η στα τελευταία 4 χρόνια έχοντας ηττηθεί πριν δύο σεζόν από την Τσέλσι.

 Στα μειονεκτήματά, επίσης βρίσκεται και το γεγονός ότι η κατάκτηση του συγκεκριμένου τροπαίου έχει γίνει κάτι σαν εμμονή για τους ιδιοκτήτες της, που το απαίτησαν από τον Γκουαρδιόλα ήδη προ μία 7ετία, από την στιγμή δηλαδή που είχε πρώτο υπογράψει το συμβόλαιό του με κίνδυνο, όλο αυτό το άγχος ή το επιτακτικό της πάση θυσίας νίκης να κινδυνεύει, τελικά να γυρίσει μπούμερανγκ.

 Προς Θεού, δεν χωράει καμία συζήτηση ή αμφιβολία ως προς το ποιος είναι το μεγάλο φαβορί για τον τελικό θρίαμβο. Έχει παίκτες που η Ίντερ ούτε καν ονειρεύεται, από τον Χάλαντ, στον Ντε Μπρόινε, κι από τον Μπερνάρντο Σίλβα, στον Γκιουντογκάν, τον Φόντεν ή τον Γκρίλις που από μόνο του στοιχίζει το 1/3 ολόκληρων των Nerazzurri.

 Όπως είπε όμως κι ο Γκουαρδιόλα, «το να παίξεις με μία ιταλική ομάδα σ’ έναν τελικό, δεν είναι και ό,τι καλύτερο». Και είναι απόλυτα ακριβές: ένα «κατενάτσο» να σου παίξει ο Ιντσάγκι, ένα πούλμαν αλά… Μουρίνιο να βάλει μπροστά στον Ονανά, που παρεμπιπτόντως θεωρείται από τους καλύτερους τερματοφύλακες της διοργάνωσης, πάνε μετά όλα περίπατο: και το «τίκι τάκα» του Γκουαρδιόλα και το όποιο εξωγήινο, είτε Αρειανό, είτε από το φεγγάρι ποδόσφαιρό του…