Στους σταρ. Η σπουδαιότερη αθλητική διοργάνωση παγκοσμίως, μέσα σε έναν μήνα προσφέρει συγκινήσεις και ανατροπές, κάποιες από τις οποίες δημιουργούν ιστορίες. Οι ιστορίες που γράφουμε, βλέπουμε και διηγούμαστε για χρόνια. Που σημάδεψαν κάποια από τα καλοκαίρια μας, χαρίζοντάς μας μερικούς πολύ μαγκιόρικους σελιδοδείκτες για το δικό μας, προσωπικό βιβλίο της ζωής.

ΟΛΟΙ ΟΣΟΙ παρακολουθούν το παιχνίδι, ειδικά σε αυτό το επίπεδο, γνωρίζουν ότι η επιτυχία στο Παγκόσμιο Κύπελλο βασίζεται σε διάφορους παράγοντες. Το ποιοι είναι οι είκοσι τρεις παίκτες που περιλαμβάνονται σε κάθε αποστολή, οι μετακινήσεις, ο καιρός, η διαιτησία, η τύχη, και περιστασιακά, το «Χέρι του Θεού». Ο προπονητής της κάθε ομάδας όμως και ο τρόπος που χρησιμοποιεί τους παίκτες του, μπορεί να είναι εξίσου σημαντικός όσο και η απόδοση των ίδιων των ποδοσφαιριστών. Οι προπονητές των ομάδων του Παγκοσμίου Κυπέλλου αντιμετωπίζουν τεράστια πίεση για να πετύχουν.
ΣΥΝΗΘΩΣ αυτοί υφίστανται το κύριο βάρος της κριτικής για την αποτυχία μιας ομάδας σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Δείτε τα στοιχεία. Υπάρχουν είκοσι τέσσερις ομάδες από τις ομάδες που βρίσκονταν στο Μουντιάλ του 2010 και οι οποίες επιστρέφουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014. Από αυτές τις είκοσι τέσσερις ομάδες, μόνο τέσσερις προπονητές έχουν κρατήσει τις θέσεις τους και στα δύο αυτά τουρνουά. Ο πρωταθλητής του 2010 Βιθέντε ντελ Μπόσκε με την Ισπανία, ο προπονητής της Γερμανίας Γιόακιμ Λεβ, της Ελβετίας Οτμαρ Χίτσφελντ, και της Ουρουγουάης Οσκαρ Ουάσινγκτον Tαμπάρες. Ο Ολλανδός Μπερτ φαν Mάρβαϊκ, προπονητής της Ολλανδίας, ο χαμένος του τελικού του 2010, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποτυχία στο Μουντιάλ και στο Euro που ακολούθησε και φυσικά απομακρύνθηκε.

ΑΥΤΟΙ οι τέσσερις προπονητές που αναφέρθηκαν πιο πάνω και οι οποίοι από ικανότητα ή τύχη διατήρησαν τις θέσεις τους, είναι μια μικρή μειοψηφία αφού το 83% των προπονητών των εθνικών ομάδων έχασαν τις θέσεις τους μεταξύ 2010 και 2014. Αυτού του είδους το ποσοστό αντικατάστασης για τους προπονητές των εθνικών είναι πολύ υψηλό, αν σκεφθεί κάποιος ότι γενικά πρόκειται για μια δουλειά που έχει λιγότερες αγωνιστικές απαιτήσεις από ό,τι έχουν οι σύλλογοι. Ομως, το ποσοστό απολύσεων δείχνει τον βαθμό πίεσης που ασκείται στις ομοσπονδίες από τους φιλάθλους. Στις εθνικές ασκούν κριτική όλοι ανεξάρτητα από την οπαδική τους προτίμηση. Υπήρχαν δεκαοκτώ ομάδες που προκρίθηκαν και το 2006 και το 2010. Μόνο η Γαλλία του Ρεϊμόντ Ντομενέκ και η Ιταλία του Μαρτσέλο Λίπι (οι δύο φιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006) είχαν τον ίδιο προπονητή και στα δύο Μουντιάλ, ποσοστό 11%. Και οι δυο απολύθηκαν μετά το Μουντιάλ του 2010.

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ τις αποδοχές τους ο Φάμπιο Καπέλο της Αγγλίας είχε τον υψηλότερο ετήσιο μισθό απ’ όλους τους προπονητές, με 8,8 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στη δεύτερη θέση βρέθηκε ο Mαρτσέλο Λίπι, προπονητής της Ιταλίας με 3 εκατ. ευρώ. Σημειώστε ότι ο μέσος ετήσιος μισθός προπονητή για το 2010 ήταν 700 χιλιάδες ευρώ. Για πολλές ομοσπονδίες, το ποσό των χρημάτων που ξοδεύουν για τον μισθό ενός προπονητή είναι σχετικά χαμηλό σε σύγκριση με άλλες δαπάνες που συνδέονται με τη λειτουργία τους.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ αριθμός των προπονητών που βρέθηκαν στον πάγκο μίας εθνικής ομάδας μόνο για ένα Παγκόσμιο Κύπελλο δείχνει ότι οι ομοσπονδίες συνήθως δεν επενδύουν πολλά χρήματα στους προπονητές. Προτιμούν να επενδύουν τα χρήματα σε αναπτυξιακά προγράμματα και εγκαταστάσεις με την ελπίδα της βελτίωσης των ταλέντων μίας χώρας. Η αλήθεια είναι, ότι τον προπονητή μίας εθνικής τον «νοικιάζεις» και δεν τον «αγοράζεις». Ισως γι' αυτό και τον ξεχνάς πιο εύκολα.

ΠΗΓΗ: SportDay