Από τους St Louis Cardinals της δεκαετίας του '30 μέχρι την ΑΕΚ του 2000 υπήρξαν καλές ομάδες που οι παίκτες σκοτωνόντουσαν μεταξύ τους, αλλά στο γήπεδο σκότωναν του αντιπάλους. Από τον Μπερμούντες και τον Ελευθερόπουλο, τον Ατματζίδη και τον Καψή και τον Δημήτρη Παπαδόπουλο και τον Εκι, τέτοια γεγονότα έχουν συμβεί στις καλύτερες των ομάδων. Καμιά φορά μάλιστα τα πλακώματα βγαίνουν και σε καλό όταν οι παίκτες φοβηθούν ότι στην επιστροφή αν χάσουν θα τους ξεσκίσουν. Σε όλες τις ιστορίες των πλακωμάτων υπάρχει όμως μια επικίνδυνη παράμετρος. Τα επεισόδια μεταξύ παικτών δεν είναι ελεγχόμενα. Μπορούν να βγουν σε καλό, αλλά κατά κανόνα βγαίνουν σε κακό. Ο Σάντος δεν είναι ο τύπος που οι παίκτες θα τον φοβηθούν.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Μανιάτη με Κατσουράνη ο Σάντος είχε πει ότι δεν θα ανεχθεί τέτοιες συμπεριφορές. Αλλά μια χαρά τις ανέχθηκε αφού 24 ώρες μετά το επεισόδιο του Τζαβέλλα με τον Μανιάτη δεν είχε βγει να πάρει θέση, αφήνοντας το γραφείο Τύπου να δίνει γραμμή ότι το επεισόδιο οφείλεται στην ένταση των προπονήσεων. Οι οποίες αν έβγαζαν αποτέλεσμα στο γήπεδο θα έλεγες «χαλάλι». Ο Φερνάντο Σάντος είναι προπονητής με ημερομηνία λήξης μετά το Μουντιάλ. Αν η πειθαρχία στην Εθνική του Ρεχάγκελ είχε διαταραχθεί όταν η Ελλάδα πήγε στη Νότιο Αφρική, δεν είναι απορία ότι διαταράχτηκε στην Εθνική του Σάντος. Και τώρα τι γίνεται;
ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ότι παρά τα όσα έλεγε ο Σάντος οι παίκτες μετέφεραν τις ομάδες τους στην Εθνική και στη Βραζιλία. Τουλάχιστον αν είναι αληθινό ότι το επεισόδιο ξεκίνησε από ένα τάκλιν και τη φράση του Μανιάτη στον Τζαβέλλα: «Δεν είναι ΠΑΟΚ εδώ». Επίσης είναι σαφές ότι ο Μανιάτης δεν τρέμει τον Σάντος. Αν σύμφωνα με το ρεπορτάζ στην επιστροφή στο ξενοδοχείο ο Σάντος μάζεψε τους παίκτες για να τα βρουν και πλακωθήκανε χειρότερα, με τον Μανιάτη να λέει ότι βγάζει εισιτήριο και φεύγει, από τη στιγμή που δεν του πουν «καλό ταξίδι» αλλά πέσουν πάνω του να μείνει, ο προπονητής έχει τελειώσει.
Για πολύ λιγότερα ο Ρεχάγκελ στα ντουζένια του είχε «καθαρίσει» τον Γεωργάτο και δεν τον ξαναπήρε ποτέ στην Εθνική.
ΑΣ ΠΟΥΜΕ ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε όχι στο ποδόσφαιρο, αλλά στο μπάσκετ και ο προπονητής δεν έπαιρνε θέση. Είναι δυνατόν να μην έπαιρνε ούτε ο Βασιλακόπουλος; Πάμε λοιπόν στο επόμενο κεφάλαιο που λέγεται «διοίκηση της ΕΠΟ». Όταν ένας πρόεδρος ομοσπονδίας συνοδεύει την ομάδα σε αποστολή είναι η ανώτατη αρχή. Αν ο προπονητής πάρει μια θέση είναι λογικό ο πρόεδρος να πάει πάσο για να μην υποσκάψει την ισχύ του προπονητή στα αποδυτήρια. Οταν όμως ο προπονητής για δικούς του λόγους, αδυναμία χαρακτήρα, αδιαφορία λόγω αλλαγής ομάδας, προσωπικές σχέσεις ή ό,τι άλλο δεν παίρνει, ο πρόεδρος οφείλει να πάρει θέση. Ακούσατε να υπάρχει πουθενά Γιώργος Σαρρής;
Είτε στη Βραζιλία ήταν είτε στα Μέθανα, ένα και το αυτό. Αν -ο Θεός να με συγχωρήσει-, αν ο Γκαγκάτσης ήταν στην Αμερική, υπήρχε περίπτωση να γίνει τέτοια μαϊμουδιά, να κάνει τουμπεκί ο προπονητής και να κάτσει και να κοιτάει; Το «ΕΓΩ;» θα είχε ακουστεί μέχρι την Ελλάδα. Οσο για τους σημερινούς όμως, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να περιμένουν, να προσεύχονται να κερδίσει η Εθνική την Ιαπωνία και να τα ρίξουν σε όποιον έβγαλε το επεισόδιο. Στον οποίο μπορώ να πω ότι υπάρχει ένα δημοσιογραφικό αξίωμα: «Αυτοί τα κάνουν, εγώ τα γράφω και εγώ θα ντρέπομαι». Την εποχή που οι δημοσιογράφοι δεν προσπαθούσαν να τη βγάλουν διά της προσκολλήσεως η απάντηση ήταν «ΠΟΤΕ».
Τα Wa και τα... «ουά»
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚA, νομίζω ότι η Ελλάδα εναντίον της Ιαπωνίας έχει δυνατότητες. Προσοχή, δεν είναι το φαβορί αλλά έχει δυνατότητες. Η ΙΑΠΩΝIΑ σε σχέση με την Ελλάδα τρέχει και είτε βρεθεί να προηγηθεί είτε να χάνει, το ματς δεν σημαίνει ότι τελείωσε. Μπροστά βρέθηκε
η Κόστα Ρίκα με γκολ του Ρουίζ, αλλά η Ιαπωνία το γύρισε σε 3-1, μπροστά βρέθηκε η Ζάμπια με 2-0 αλλά η Ιαπωνία κέρδισε με 4-2, αλλά και μπροστά βρέθηκε η Ιαπωνία στο ματς με την Ακτή Ελεφαντοστού και η Ακτή το πήρε με 2-1. Η Ιαπωνία έχει το πλεονέκτημα ότι δεν μας φοβάται. Τελευταίο ματς που παίξαμε ήταν στη Νότιο Αφρική, που είχαμε χάσει με 2-0.
Προτελευταίο στο Confederation Cup του 2005, που στα ντουζένια μας είχαμε χάσει με 1-0. Επίσης η Ιαπωνία έχει μέσο όρο ηλικίας παικτών 27,2 - με την Ελλάδα να έχει 28,5 αλλά τους βασικούς των δύο ομάδων να έχουν μεγαλύτερη διαφορά-, τρέχει περισσότερο και έχει καλύτερη ατμόσφαιρα στην ομάδα της. Κάτι που οι Ιάπωνες το ονομάζουν Wa, που στο περίπου μεταφράζεται «αρμονία» και το θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ. Ας πούμε όμως ότι εμείς μπορούμε να τη βγάλουμε και χωρίς «ουά». Ποια είναι τα δικά μας προσόντα;
ΠΡΩΤΟΝ, η άμυνα. Αν ο Σάντος, που κάτι ξέρει από άμυνα, λύσει το ακατανόητο φαινόμενο αντίπαλοι να κάνουν κούρσες παράλληλες με το τέρμα μας και να πασάρουν μέσα στην περιοχή, όπως έγινε στο 1ο και 3ο γκολ με την Κολομβία, το δίδυμο των στόπερ μας είναι από τα καλά. Ο Μανωλάς έχει την ταχύτητα για να διορθώνει τα λάθη των άλλων ενίοτε και τα δικά του- και ο Παπασταθόπουλος έχει την ποιότητα εκτός από το να αμυνθεί να τρέξει την μπάλα.
Μερικές φορές καλύτερα από τα κεντρικά μας χαφ. Επίσης έχουμε το περίεργο αβαντάζ να παίζουμε με την πλάτη στον τοίχο. Αβαντάζ γιατί οι Ιάπωνες είναι λαός που νιώθει υπερβολικά το βάρος της αποτυχίας. Η σκηνή που οι παίκτες υποκλίνονται στους φιλάθλους τους μετά την ήττα από την Ακτή είναι όσο Ιαπωνία μπορεί να γίνει. Και το βάρος της επανόρθωσης της πρώτης ήττας εύκολα μεταφέρεται στα πόδια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: νομίζω ότι παρά την κακή ατμόσφαιρα ή πιθανόν από αυτή η Ελλάδα έχει ελπίδες.
Προσοχή. Εναντίον της Ιαπωνίας και όχι να πάρει το ματς με την Ακτή που το βρίσκω απίθανο.
Πηγή: SportDay