Γράφει ο Γιώργος Λυκουρόπουλος...

Η φιλολογία που ακολουθεί τους αγώνες της Εθνικής στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από την ένταση των αγώνων της. Μετά την ήττα από την Κολομβία ήταν δεδομένο ότι το αποτέλεσμα του αγώνα με τους Ιάπωνες θα είναι κριτήριο και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στο μόνιμο debate της ποδοσφαιρικής πιάτσας – τους ποδοσφαιριστές και τους δημοσιογράφους.

Η σχέση είναι σχέση μίσους και συμφέροντος. Το 0-0 κρατάει τη συζήτηση σε ένα πολιτισμένο επίπεδο, με εξαίρεση την αποβολή Κατσουράνη που φουντώνει πάλι το «καφενείο» των αθλητικών συντακτών ή την αντεπίθεση των διεθνών. Όταν σε ένα Μουντιάλ η Euro οι διεθνείς είναι μακριά από την Ελλάδα ή τους μεταφέρουν τι γράφτηκε και βγάζουν κάποια στιγμή δημοσίως την αποστροφή τους για τους κομπλεξικούς που τους κριτικάρουν ή την πληρώνουν οι απεσταλμένοι με αποστασιοποίηση και χολερικές δηλώσεις.

Είναι διαχρονικό το θέμα. Έχω βρεθεί και στη μία και στην άλλη πλευρά να ακούω τους ποδοσφαιριστές να μιλάνε για τους ρεπόρτερ και τους δημοσιογράφους να εκφράζονται για τους παίκτες. Κάποτε ήμουν μέλος μιας Εθνικής ομάδας ως ποδοσφαιριστής και δημοσιογράφος μαζί – της Εθνικής Ενόπλων. Οι ποδοσφαιριστές έκαναν μια εβδομάδα να χαλαρώσουν μαζί μου και να γίνουμε όλοι μαζί μια παρέα. Για αυτούς στην αρχή ήμουν ένας από τους δημοσιογράφους του χώρου άρα πιθανόν όλα τα επίθετα που συνοδεύουν τη δουλειά – «ρουφιάνος», «άσχετος», «μυρωδιάς» και διάφορα άλλα. Σιγά σιγά ανοίχτηκαν και στο τέλος μου εκμυστηρεύτηκαν ότι υποφέρουν από πολλούς που δεν έχουν ιδέα από μπάλα ή παίζουν παιχνίδια από τα ρεπορτάζ τους. Είχαν τα δίκια τους.

Έπειτα είναι η δική τους ανασφάλεια που γίνεται μπούμερανγκ . Εντυπωσιάζεται κανείς όταν μάθει με τα χρόνια ότι οι ποδοσφαιριστές περίμεναν κάθε Δευτέρα τα φύλλα των εφημερίδων για να δουν τη βαθμολογία που τους έβαζαν στους αγώνες οι αθλητικοί συντάκτες. Το 6 το 7 ή το 9 είναι γι αυτούς διαβατήριο για νέο συμβόλαιο για παιχνίδι εξουσίας στα αποδυτήρια ή για στοιχείο – τελικά – συμφεροντολογικής συναλλαγής με τους συντάκτες. Στο EURO του 2008 όταν η Ελλάδα στο Σάλτσμπουργκ είχε αποδοκιμαστεί από ΟΛΟ το γήπεδο για τον αγώνα της με τη Ρωσία και το φρικαλέο ποδόσφαιρο που έπαιζε, το νέο επιχείρημα – ασπίδα τότε των διεθνών ήταν «δε δείχνετε σεβασμό σε μια ομάδα που δόξασε τη χώρα» κλπ. Πώς να αντέξει κανείς τέτοια μακιαβελική επιχειρηματολογία όταν τις αποδοκιμασίες βασικά τις είχε προσφέρει και στο γήπεδο και στο τηλεοπτικό κοινό όλο το Σάλτσμπουργκ και η μισή Ευρώπη.

Κι ύστερα ήλθαν οι μέλισσες των social media. Πλέον το «καφενείο» του σχολιασμού είναι το facebook και το twitter. Ο Κατσουράνης δε μπορεί παρά να γίνει ήρωας σε tweets και post για τις δύο κίτρινες που συνοδεύουν το «καπετανάτο» του στην Εθνική, τις ίντριγκες με Μανιάτη, Τζαβέλλα και λοιπούς και την ομάδα που «έπαιξε καλύτερα όταν βγήκε». Ο αχταρμάς που ακολουθεί τους αγώνες είναι άλλοτε δημιουργικός – πλάκα, οπτικές γωνίες που δεν είχες σκεφθεί ακόμη και εσύ ο επαγγελματίας – και άλλοτε βλακώδης όπως είναι άλλωστε το μισό facebook – και λιγότερο το twitter. Μετά το τέλος της πρώτης φάσης θα έλθουν οι αφορισμοί. Αν προκριθούμε, από τους διεθνείς με ύφος εκδικητή και την μπανάλ έκφραση «να δούμε τι θα πουν τώρα όλοι αυτοί που μας έθαβαν» και αν αποκλειστούμε, από σχετικούς και άσχετους που θα αναλωθούν σε χιλιάδες λέξεις αναλύσεων – ίσως και περισσότερες από των Ισπανών για το τέλος εποχής της δικής τους υπερομάδας.

Tres banal.

Πηγή: protagon.gr