Μιλήσαμε την ημέρα της πρώτης συγκέντρωσης των διεθνών για το Μουντιάλ. Σε ένα κλίμα βαρύ, με πολύ χαμηλά τον πήχη της αισιοδοξίας και με ανησυχία για το κλίμα που πήγαινε να δημιουργηθεί στην Εθνική ομάδα, τον μοναδικό υγιή φορέα του ελληνικού ποδοσφαίρου ασχέτως επιτυχιών, προκρίσεων, θαυμάτων και όλων των σχετικών.
«Εγώ θα πάρω μαζί μου στη Βραζιλία δύο εικόνες» δήλωνε στη συνέντευξή του στο περιοδικό του «Goal» για το Μουντιάλ. «Η πρώτη είναι η εικόνα των μπαράζ με τη Ρουμανία και των δύο τόσο καλών αγώνων που κάναμε. Και η δεύτερη είναι η εικόνα της υποδοχής που επεφύλαξε ο ελληνικός λαός στην Εθνική ομάδα όταν επέστρεψε από την Πορτογαλία και το Euro 2004»...
Περίπου ένα μήνα και κάτι μετά ο Φερνάντο Σάντος έχει την εικόνα του αγώνα με την Ακτή Ελεφαντοστού, που είναι πολύ καλύτερη των μπαράζ με τη Ρουμανία και κατά την ταπεινή μου άποψη η κορυφαία εμφάνιση της ελληνικής εθνικής σε τελική φάση μεγάλης
διοργάνωσης από το 1980 και μετά, και έχει ήδη δει τον κόσμο να βγαίνει στους δρόμους για τη δική του εθνική, που γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει την επιτυχία του προκατόχου του.
Από εδώ και πέρα το άλμπουμ του είναι κενό για τις νέες εικόνες που εκείνος θα βάλει μέσα. Εικόνες πολύ δυνατές, όπως ο ίδιος λέει πάντα. Εικόνες που έχουν ήδη κάνει ένα τεράστιο κεφάλαιο στην καριέρα του τα τέσσερα χρόνια στον πάγκο της Εθνικής ομάδας. Και τα οποία τα έζησε και τα ζει πάρα πολύ έντονα. Γιατί εκτιμά αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της πολύ περισσότερο απ' ότι οι ίδιοι οι άνθρωποί της.
Γιατί όταν μου έλεγε αναφερόμενος στα προβλήματα με τις μεταξύ των διεθνών σχέσεις από τα ντέρμπι του ελληνικού πρωταθλήματος ότι... «εμείς πάμε στη Βραζιλία όχι για να προασπίσουμε τα συμφέροντα των συλλόγων, αλλά για προασπίσουμε την πατρίδα μας και να δώσουμε χαρά στον ελληνικό λαό» το εννοούσε. Γιατί πολύ απλά ο Σάντος δεν είναι λαϊκιστής. Είναι αυτό που είναι.
Είναι αυτός που απάντησε... «την Ελλάδα θα πρέπει να την σέβεστε» σε ερώτηση Αγγλου δημοσιογράφου στο Euro 2012, είναι αυτός που τρελαίνεται όταν ως Ελληνες υποτιμάμε τις δυνατότητές μας, είναι αυτός που από την πρώτη στιγμή που ήρθε να δουλέψει στη χώρα μας... παλάβωσε όταν είδε ότι κανείς δεν ασχολείται με τις υποδομές, είναι αυτός που ακόμα και σήμερα αν τον ρωτήσετε τι θα ήθελε να αλλάξει στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα απαντήσει τη... διαιτησία, αλλά τον τρόπο λειτουργίας των ποδοσφαιρικών ακαδημιών και της ανάπτυξης των νέων ταλέντων.
Είναι αυτός που κατηγορείται για εμμονή με τον Κώστα Κατσουράνη αλλά ακόμα και από την πρόκριση στους 16 του Μουντιάλ θεωρεί πιο σημαντικό το πρότζεκτ που έχει καταθέσει και λειτουργεί στην ΕΠΟ για τη δημιουργία ελληνικής ποδοσφαιρικής σχολής με ενιαία φιλοσοφία. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως η εικόνα του ποδοσφαίρου μίας χώρας δεν αλλάζει αν αυτός βάλει τον Σάμαρη αντί του Κατσουράνη ή αν του έρθει η έμπνευση με τον
Χριστοδουλόπουλο ή δεν αγνοήσει τον Τύπο και κάνει οχτώ αλλαγές από το ματς με την Κολομβία μέχρι το ματς με την Ιαπωνία, αλλά όταν αρχίσουν τα ταλέντα σε ηλικία μίνιμουμ 15 ετών και παίζουν το ίδιο ποδόσφαιρο, το ίδιο σύστημα, με την ίδια φιλοσοφία.
Το πρώτο είναι η συγκυρία. Θετική για αποθέωση, αρνητική για κριτική και πολλές φορές ισοπέδωσε. Το δεύτερο είναι κάτι μόνιμο! Και ας τσακωνόμαστε στην Ελλάδα για το αν η Εθνική έπαιξε τόσο καλά με την Ακτή επειδή αποβλήθηκε με την Ιαπωνία ο Κώστας Κατσουράνης. Το ποδόσφαιρο δεν είναι οι αλλαγές ή και οι εμμονές ενός προπονητή, ούτε αν το 4-3-3- γίνει 3-5-2. Το ποδόσφαιρο είναι
σεβασμός στις δομές, στην οικογένεια και στη συνέχεια μίας ομάδας. Αυτό που έχει πετύχει η Εθνική μας από το 2004 και μετά. Οι Γάλλοι της «L'Equipe» στο ρεπορτάζ τους πριν το ματς της Ελλάδας με την Ακτή αναζητούσαν τους συνδετικούς κρίκους της σημερινής ομάδας με την ομάδα του 2004. Ο πρόεδρος της UEFA, Μισέλ Πλατινί, βλέποντας το μπάχαλο της Εθνικής στο Euro του
2008, στη μοναδική αποτυχημένη τελική φάση από την Πορτογαλία και μετά αναζητούσε τον Θοδωρή Ζαγοράκη και εκτιμούσε ότι ο αρχηγός της προ διετίας τεράστιας επιτυχίας είναι λάθος που δεν βρίσκεται στα ελληνικά αποδυτήρια.
Αυτή τη στιγμή το 80% των Ελλήνων ενδιαφέρεται πρωτίστως για το αν ο Σάντος βάλει ή όχι τον Κατσουράνη κόντρα στην Κόστα Ρίκα. Να είστε σίγουροι ότι θα πράξει το καλύτερο για την ομάδα του, ασχέτως αν η επιλογή του αποδειχθεί σωστή ή όχι. Και αν κρίνει ότι η Εθνική δεν τον χρειάζεται, δεν θα τον βάλει. Απλώς ο κάθε προπονητής δεν παίζει football manager και σε μία τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης πρώτα θα εμπιστευθεί αυτούς που γνωρίζει στις καλές και στις στραβές και μετά ανάλογα με τις συνθήκες θα ρισκάρει και θα στηριχθεί στο νέο αίμα. Ειδικά όταν δεν είναι τυχοδιώκτης.
Εκτός αν γνωρίζετε μία εθνική ομάδα σε τελική φάση διοργάνωσης που από την αρχή είχε βρει το τέλειο σχήμα και δεν χρειάστηκε τις προσθαφαιρέσεις της στην πορεία. Το ότι η Εθνική έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο στα ίσια, με κατοχή και με ευκαιρίες απέναντι στην Ακτή και δεν έκλεψε το ματς, όπως είχε κάνει με τη Ρωσία το 2012 ή και στα περισσότερα ματς του θαυματουργού Euro 2004 δεν σημαίνει ότι έγινε ομαδάρα ή ότι από εδώ και πέρα θα γίνει μέσα σε ένα πολύ ωραίο βράδυ στη Φορταλέζα η Εθνική που θα παίζει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας.
Και με την Κολομβία η Εθνική είχε ξεπεράσει το μέσο όρο της σε παραγωγή φάσεων, αλλά η έλλειψη συγκέντρωσης σε καθοριστικά σημεία γκρέμισε τα πάντα. Φανταστείτε απλώς έναν άτολμο Σαμαρά να χάνει το πέναλτι στο 94'.
Θυμίζω ότι την καλύτερη προκριματική της φάση από πλευράς ποδοσφαιρικού θεάματος την είχε κάνει καθ' οδόν για το Euro της Αυστρίας και της Ελβετίας. Δεν είχε όμως συνέχεια. Όπως μπορεί να μην έχει συνέχεια και διάρκεια και το ολοκληρωμένο παιχνίδι της με την Ακτή. Και λογικά δεν θα έχει.
Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν οι ισχυρές βάσεις για κάτι τέτοιο. Δεν έχει γίνει δουλειά σε βάθος για κάτι τέτοιο. Και η αλλαγή φιλοσοφίας δεν πραγματοποιείται μέσα σε τρεις προπονήσεις στο Μουντιάλ ή επειδή θα βγει ο Κατσουράνης και θα μπει ο Σάμαρης. Ή επειδή θα βγει η επιλογή στο πρόσωπο του Χριστοδουλόπουλου που στο πρώτο ημίχρονο η μισή Ελλάδα απαιτούσε την αντικατάστασή του και στο δεύτερο ήταν ο καλύτερος παίκτης της Εθνικής. Η ελληνική ομάδα αλλάζει σελίδα μετά το τέλος του Μουντιάλ και το ζητούμενο είναι τι προτεραιότητες θα μπουν.
Να αλλάξει η φιλοσοφία μίας ομάδας με κίνδυνο κάποιες προσωρινές αποτυχίες (τις οποίες ο Σάντος στη μετά Ρεχάγκελ εποχή δεν θα μπορούσε καν να τις σηκώσει) ή να ακολουθηθεί η επιτυχημένη συνταγή από την Πορτογαλία και μετά που έφερε και τις επιτυχίες μαζί με τη σταθερή παρουσία της χώρας στις μεγάλες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις; Και αυτό βεβαίως δεν θα το αποφασίσουμε εμείς στο Facebook και στο Twitter αλλά μία ομοσπονδία που υποτίθεται ότι σχεδιάζει σοβαρά σε συνεργασία με τον νέο προπονητή.
Που έχει το ειδικό βάρος για να θέσει πιο βαθιές προτεραιότητες από με την πρόκριση στο επόμενο Euro. Εκτός κι αν θέλουμε αλλαγή φιλοσοφίας με μπαλάρα και αποτελέσματα από την πρώτη μέρα.
Ο Σάντος θα φύγει μετά το Ρεσίφε ή μετά το Σαλβαδόρ ή μετά το... Σάο Πάουλο ή μετά το Ρίο από τον πάγκο της Εθνικής απόλυτα επιτυχημένος όσο μπορεί αυτό να μην το σηκώνει η οπαδική ταυτότητα κάποιων. Με τα λάθη του, τις εμμονές του, τις σταθερές
που κάθε προπονητής εμπιστεύεται και με όσα μπορεί ο καθένας να του προσάψει είναι 100% επιτυχημένος ο προπονητής της ελληνικής εθνικής, που έγινε ο πρώτος με δύο σερί προκρίσεις από τη φάση των ομίλων σε τελική φάση Euro και Μουντιάλ.
Αν κάποιος πιστεύει ότι η Εθνική κόντρα στην Ακτή έδειξε ότι θα μπορούσε να παίζει μπαλάρα σε κάθε ματς και ότι ο Πορτογάλος την... φρέναρε με το δεδομένο συντηρητισμό του, προφανώς πιστεύει στην αρτιότητα και την ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου πιο πολύ από τον Σάντος ο οποίος εκτιμά το ταλέντο του Ελληνα ποδοσφαιριστή περισσότερο απ' ότι ο ίδιος ο Ελληνας ποδοσφαιριστής...
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Σάντος δεν είναι η στατιστική απεικόνιση της δουλειάς του και το ανεπανάληπτο ρεκόρ του στον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας με μόλις έξι ήττες σε 47 ματς! Είναι ότι διατήρησε το υγιές κλίμα στα αποδυτήρια και αυτό το επίτευγμα στο άρρωστο περιβάλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι το δεδομένο, είναι το ζητούμενο.
Οι εικόνες που θα πάρει φεύγοντας θα είναι σίγουρα πολύ περισσότερες απ' όσες είχε μαζί του στο ταξίδι για τη Βραζιλία. Και το σίγουρο είναι ότι δεν θα βαρεθεί ποτέ ως θεατής όταν θα παρακολουθεί αυτή την ομάδα. Γιατί ποτέ δεν βαριέσαι όταν αγαπάς κάτι πραγματικά. Στεναχωριέσαι, τσαντίζεσαι, πικραίνεσαι, εκνευρίζεσαι, αλλά δεν βαριέσαι όπως πολύ από εμάς συνηθίζουμε να λέμε!
Και ο Πορτογάλος αγάπησε και την Εθνική μας ομάδα αλλά και τη χώρα στην οποία δούλεψε. Και ας μην έγινε ποτέ τόσο δημοφιλής για τον μέσο Ελληνα φίλαθλο που τον έλκυαν τα πιο... φανταχτερά πρόσωπα. Ο Σάντος κέρδισε την απόλυτη εκτίμηση των ποδοσφαιριστών του και αυτό για έναν προπονητή είναι πολύ πιο σημαντικό.
Πηγή: Goal