Η προοπτική (σχεδόν) τριπλασιασμού του πονταρίσματος στο κουπόνι του ΟΠΑΠ σα «δώρο» μου μοιάζει για τους παίκτες του στοιχήματος. Δε χρειάζεται μάλιστα να τζογάρει κανείς, να τολμήσει παρακινδυνευμένα βάζοντας τα χρήματα του στην Ελλάδα, αφού το εμπόδιο της Κυριακής για το άλμα στα προημιτελικά, μόνο «γκανιάν» δεν παίζεται σημαδεύοντάς το με κλειστά μάτια.
Αναρωτιέμαι από πού κι ως πού να ‘ναι το φαβορί η Κόστα Ρίκα; Η αήττητη πρωτιά της στον 4ο όμιλο από τον οποίο εκτοπίστηκαν δύο ηχηρά ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, η Ιταλία και η Αγγλία, μόνο προβλέψιμη δεν ήταν και επομένως οι Νησιώτες της Καραϊβικής γοήτευσαν τη φίλαθλη κοινή γνώμη.
Τόσο για τα ουσιαστικά κατορθώματά τους όσο και με τον τρόπο παιχνιδιού τους, ο οποίος μπορεί να μην ενθουσίασε αλλά σίγουρα εξέπληξε ευχάριστα.
Δεχόμαστε λοιπόν ότι από τον κύκλο των τριών πρώτων αγώνων του Mundial, η Κόστα Ρίκα φαίνεται να έχει έναν πρώτο λόγο έναντι των διεθνών μας.
Παρουσίασε σταθερότητα, από την ανατροπή της πρεμιέρας σε βάρος της Ουρουγουάης, έως και το επιμύθιο του γκρουπ εναντίον της απελπισμένης, της καταρρακωμένης Αγγλίας, στο οποίο απέδωσε η έξυπνη, συντηρητική τακτική της για το αποτέλεσμα.
Οι Κοσταρικανοί έχουν εμφανίσει γοητευτικότερη προσωπικότητα συγκριτικά με την Εθνική μας, τα σκαμπανεβάσματα της οποίας απέφεραν ποικιλία στα αποτελέσματα (1-Χ-2).
Η Ελλάδα όμως τα έχει αυτά. Είναι απρόβλεπτη. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει μάθει να δαμάζει «ιερά τέρατα», όταν το κλίμα είναι εις βάρος της, όταν παίζει με την πλάτη στον τοίχο, αποδεσμευμένη από την πίεση του φαβορί, που πάει και τελείωσε, δεν είναι στο «πετσί», στην ιδιοσυγκρασία της.
Τα φαβορί όμως λογίζονται μέσα από παροδικές ή από διαχρονικές διακρίσεις; Η σταθερότητα σε βάθος χρόνου είναι το ζητούμενο και έτσι ακολουθεί η κατάκτηση στην παγκόσμια ποδοσφαιρική συνείδηση.
Σ’ αυτό τον τομέα, η ομάδα που ξεχωρίζει, είναι πειστικότερη από το ζευγάρι της νύχτας της Κυριακής, στην αναζήτηση μιας θέσης στην κορυφαία 8άδα του κόσμου, είναι η δική μας Εθνική.
Η πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2004, που διατήρησε από τότε μέχρι σήμερα τους στενούς δεσμούς με κάθε ποδοσφαιρική γιορτή μέχρι σήμερα, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με εξαίρεση του Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το ’06.
Για μένα το παιχνίδι Ελλάδας-Κόστα Ρίκα ΔΕΝ ΕΧΕΙ αουτσάιντερ. Κι αυτό έχω την εντύπωση πως συγκλίνει στην πρόβλεψη μιας δραματικής βραδιάς, κατά την οποία δεν θεωρώ απίθανο η αγωνία να σπάσει τα κοντέρ στην ελληνική επικράτεια ως τις πρώτες ώρες της καινούργιας εβδομάδας.
Να γίνουν τα νεύρα μας… «τσατάλια», χειρότερα και από το ντέρμπι με την Ακτή, στο οποίο οι παλμογράφοι χτύπησαν κόκκινο.
Η παράταση σε νοκ άουτ αγώνες είναι μέσα στο πρόγραμμα, αλλά γι’ αυτό το ματς έχω την αίσθηση ότι ίσως να μην αρκέσουν ούτε 120 λεπτά ιδρώτα και προσωπικών μονομαχιών με κατάληξη ακόμα και τη ρώσικη ρουλέτα των πέναλτι.
Κουραστήκαμε με την «Κατσουραν-ολογία»
Η «είδηση» που έρχεται τις τελευταίες ώρες από τη Βραζιλία, δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι η βεβαιότητα της περιθωριοποίησης του Κατσουράνη.
Παρά-κούρασε η κουβέντα γύρω από τον συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή.
Η Ελλάδα ήταν ταχύτερη, κινητικότερη, είχε ρυθμό και πολύ περισσότερες γόνιμες επιλογές στην ανάπτυξη της από το κέντρο, χωρίς τον βετεράνο του ΠΑΟΚ.
Σάμαρης και Μανιάτης, παρά την υπερφόρτωση με χιλιάδες αγωνιστικά χιλιόμετρα στα πόδια τους από τις υποχρεώσεις με τον Ολυμπιακό – ειδικά ο δεύτερος γιατί ο Εντινγκά «ξεκούρασε» αρκετά στο 2ο γύρο του πρωταθλήματος τον σκόρερ του πρώτου γκολ της Εθνικής στα βραζιλιάνικα γήπεδα – έχουν περισσότερη όρεξη και δίψα για διάκριση και προσφορά.
Είναι κατά πολύ νεότεροι, διαγράφουν ανοδική πορεία στην καριέρα τους και δεν μπαίνει σε τραπέζι συζήτησης η κατάσταση τους εν συγκρίσει με έναν ποδοσφαιριστή του οποίου ο κύκλος στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα έχει κλείσει.
Οι δύο «ερυθρόλευκοι» τον σφαλίζουν καταπώς φαίνεται οριστικά, χωρίς να έχει σημασία το παρελθόν αλλά το παρόν και το μέλλον.
Στις Εθνικές Ομάδες, σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο όπου οι αγώνες διαδέχονται ο ένας τον άλλον χωρίς ανάσα στην κούρσα της στιγμής, δεν υπάρχουν πολυτέλειες για ζυγίσματα ονομάτων.
Ούτε για «ημετέρους», «αγαπημένους», «δικά μας παιδιά». Κι αυτό είναι ξεκάθαρα σπόντα προς τον Φερνάντο Σάντος, η τακτική του οποίου μας δίνει αυτό το δικαίωμα… εξήγησης για την εμμονή του στη χρησιμοποίηση του Κώστα Κατσουράνη όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ο χρόνος είναι όμως αμείλικτος για τον καθένα. Πολύ σπάνιες είναι οι περιπτώσεις αθλητών, ο ψυχισμός των οποίων βάζει φτερά στα πόδια.
Ένας τέτοιος ήταν κάποτε ο Παναγιώτης Γιαννάκης στην Εθνική μπάσκετ και αναντίρρητα ο Γιώργος Καραγκούνης σε τούτη ‘δω την Εθνική μας.
Ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει, κατά συνέπεια είναι περιττό να πολυλογούμε για το σχήμα που θα επιλέξει ο ομοσπονδιακός για να παίξει τα ρέστα της η Ελλάδα σε ακόμα ένα κορυφαίο ραντεβού – το τρίτο ύστερα από το έπος της Πορτογαλίας και την τωρινή είσοδο στους «16» του Mundial – της ποδοσφαιρικής ιστορίας της.
Για ένα πρόσωπο αναρωτιέμαι, υπάρχει ενδοιασμός στη σκέψη μου για τους «11» της Κυριακής. Αφορά στον αρχηγό. Τον θες εξ’ αρχής τον Καραγκούνη για τρίτο σερί παιχνίδι, όταν έχει ήδη κοπιάσει παραπάνω τρέχοντας σαν έφηβος στα ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου και το «κοντέρ» του μπορεί να καταπίνει αγόγγυστα τα χιλιόμετρα, πάνω-κάτω, το πολύ για 60 λεπτά;
Ή προτιμότερο να τον έχεις «μέσα» όταν η μπάλα θα ζυγίζει περισσότερο, στο φινάλε του ματς και πιθανά σε ακόμα ένα extra ημίωρο ή και χτυπήματα από την άσπρη βούλα, για να ηγηθεί του εθνικού φρονήματος;
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Σάντος καλείται να ρισκάρει. «Σιγουράκι» δεν έχεις τίποτα άλλωστε σε μια τέτοια διοργάνωση…