Παλαιότερα η ακρόαση της μουσικής ήταν μία ολόκληρη διαδικασία. Πολλαπλών απαιτήσεων. Χρόνου, διάθεσης, οικονομικών δυνατοτήτων, γνώσεων, γνωριμιών. Επρεπε να έχεις στερεοφωνικό ή κάποιον κολλητό που είχε, να διέθετες χρόνο για να ακούσεις μουσική μόνο, χωρίς -του- λάχιστον στις 10-15 πρώτες ακροάσεις- να κάνεις κάτι άλλο παράλληλα (και τότε είχες), να είχες χρήματα για να αγοράσεις τον δίσκο, την πληροφορία για τον δίσκο που θα αγόραζες και τη διάθεση. Που την είχες. Ως δημοσιογραφικός δεινόσαυρος που προϋπήρξα του Διαδικτύου, του youtube και της δωρεάν μουσικής αλλά και του υπολογιστή, σας διαβεβαιώ ότι στην ακρόαση πέρα από τις διάφορες αναμενόμενες διαφορές τού τότε και του τώρα, υπάρχει μία καθοριστική κατά τη γνώμη μου.
ΤOΤΕ άκουγες ολόκληρο τον δίσκο ακόμη και αν ξεχώριζες ένα ή δύο τραγούδια. Τώρα σπανίως ακούς ένα μουσικό έργο ολόκληρο, στιγμές επιλέγεις να ακούς και αυτή η διαδικασία έχει μεταφερθεί και στον τρόπο που διαβάζουμε κείμενα στον υπολογιστή ή βλέπουμε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Για να είμαστε δίκαιοι, η τηλεόραση που προηγήθηκε του υπολογιστή εκπαίδευσε το μυαλό και το μάτι στην «αποσπασματικότητα» της ανάγνωσης. Ετσι συνηθίσαμε να βλέπουμε την ποδοσφαιρική δράση που δείχνει η κάμερα. Και η κάμερα δείχνει σχεδόν αποκλειστικά μόνο τα σημεία του γηπέδου που βρίσκεται η μπάλα και τους εμπλεκόμενους σε εκείνο το σημείο ποδοσφαιριστές. Βλέπουμε όπως ακούμε. Οχι όλο το έργο, όλον τον δίσκο, αλλά μέρος του.
ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ την κίνηση όλης της ομάδας, αλλά μεμονωμένων ποδοσφαιριστών. Και όπως είναι επακόλουθο επικεντρωνόμαστε σε εκείνους τους ποδοσφαιριστές που ξεχωρίζουν, όπως ακριβώς στη μουσική μένουμε στα κομμάτια που ακούγονται περισσότερο. Η παγκόσμια πρωταθλήτρια ομάδα της Γερμανίας είναι ένας δίσκος μουσικής που αποτελεί ένα ενιαίο έργο, χωρίς κομμάτια να ξεχωρίζουν (αλλά σαφώς, όμως με στιγμές που σου αρέσουν) και μόνον έτσι μπορεί να γίνει κατανοητός. Είναι ένα έργο που από το όλον θα σε πάει στο μέρος, στα επί μέρους κομμάτια που το αποτελούν και τις αιτίες που το δημιούργησαν. Εχω γράψει αρκετές φορές παλαιότερα για τη σημασία που είχε για το γερμανικό ποδόσφαιρο το έτος 2000. Στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς οι Γερμανοί έφαγαν τα μούτρα τους, ενώ λίγες βδομάδες μόλις πριν, μια ομάδα της Μπουντεσλίγκα, η Ενεργκι Γκότμπους ταρακούνησε τη γερμανικήποδοσφαιρική πραγματικότητα, όταν παρέταξε σε ένα παιχνίδι μια εντεκάδα αποκλειστικά με ξένους ποδοσφαιριστές.
Πρόβλημα και λύση
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝOI που γενικά έχουν ένα πάθος με την ομοιογένεια -με τον κανόνα- σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα το πρόβλημα. Η επένδυση στις ακαδημίες ύστερα από μερικά χρόνια, αν δεν έλυνε το πρόβλημα, θα το περιόριζε αισθητά. Οι φωνές του «Κάιζερ», τότε, για τη σημασία της επένδυσης σε Γερμανούς ποδοσφαιριστές ήταν κάτι σαν ένα είδος ημερήσιας διάταξης ενός στρατιωτικού διοικητή, στις στρατιωτικές μονάδες. Σημειώστε ότι το σοκ του περάσματος από το μάρκο στο ευρώ, η κατάρρευση του ομίλου Κιρχ που διαχειριζόταν τηλεοπτικά δικαιώματα, τα παλιά γήπεδα που «έδιωχναν» τον κόσμο και η αδυναμία των Γερμανών να διαθέσουν όσα άλλοι στη μεταγραφική αγορά, έκαναν τις ακαδημίες να φαντάζουν μονόδρομος.
ΦΥΣΙΚA και οι αλλαγές που είχαν συμβεί στη γερμανική κοινωνία, όπου οι νεαροί Γερμανοί δεν έδειχναν καμία διάθεση να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο αφήνοντας ανοικτό το πεδίο για τα παιδιά των μεταναστών, που εισέρρευσαν στη Γερμανία και είχαν πλέον τη γερμανική υπηκοότητα. Σήμερα ειδικά, αυτή την υιοθεσία του ταλέντου των μεταναστών δεύτερης γενιάς τη βλέπουμε καθαρά στην εθνική Γερμανίας. Πρέπει να αναφέρω και έναν ακόμη λόγο που εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε επηρεάσει το γερμανικό ποδόσφαιρο και ήταν η επίδραση του νόμου Μποσμάν που άνοιξε τα σύνορα, αλλά αυτό επηρέασε όλα τα πρωταθλήματα εξίσου. Για τη διόρθωση της εικόνας χρειάστηκαν ένας «προστατευτισμός» στις ομάδες, με την εισαγωγή του νόμου για την πλειοψηφία του μετοχικού πακέτου στα χέρια των μελών, οι επενδύσεις με τον περιορισμό των χρεών και η διοργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου.
ΓΕΡΜΑΝΙΚO ΠΟΔOΣΦΑΙΡΟ ΚΑΙ ΞEΝΟΙ
H Μπουντεσλίγκα δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανοικτή στους ξένους ποδοσφαιριστές, όσο τουλάχιστον ήταν πρωταθλήματα όπως το ιταλικό, το αγγλικό ή το γαλλικό. Στο πρώτο ενιαίο γερμανικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου του 1963, στις ομάδες της πρώτης κατηγορίας αγωνίζονταν τρεις, μόλις, ξένοι ποδοσφαιριστές. Ο Αυστριακός Βίλεμ Χούμπερτς στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, ο Ολλανδός Γιάκομπ Πρινς στην Καϊζερσλάουτερν και ο Γιουγκοσλάβος τερματοφύλακας της Μόναχο 1860, Πέταρ Ραντένκοβιτς. Από τους τρεις ξένους του 1963 φθάσαμε στους 158, όσοι ήταν οι ξένοι που είχαν στο ρόστερ τους οι γερμανικές ομάδες στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου του 2006/07, πολλοί λιγότεροι απ' ό,τι σε Αγγλία και Ιταλία. Επτά χρόνια πριν.
Στο τέλος της δεκαετίας του '70 η έλευση στο γερμανικό ποδόσφαιρο δύο πολύ μεγάλων ποδοσφαιριστών, του Κέβιν Κίγκαν στο Αμβούργο και του Δανού Αλαν Σίμονσεν στην Γκλάντμπαχ, ενός πολύ γρήγορου και με εξαιρετική ντρίμπλα εξτρέμ, άνοιξε την πόρτα του γερμανικού πρωταθλήματος στους ξένους ποδοσφαιριστές.
ΠΗΓΗ: SportDay