Την Ελλάδα την αποχαιρέτησε πρώτη φορά το ’70, σε ηλικία πέντε ετών. Λόγω της χούντας, ο πατέρας του Δημήτρης βρέθηκε ξαφνικά χωρίς δουλειά και με την οικογένειά του πήρε, αναγκαστικά τη δυσκολότερη των αποφάσεων. Μπάρκαρε στο πρώτο πλοίο, για τη Μελβούρνη, χωρίς χρήματα, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, χωρίς να γνωρίζει κανέναν όντας όμως βέβαιος ότι το έκανε για καλό και για ένα καλύτερο αύριο. Και δικαιώθηκε.
Η αγάπη του Άγγελου για τον αθλητισμό ξεκινάει, στην ουσία από τα 7 του, αλλά με την οβάλ μπάλα της Κάρλτον, ομάδας ράγκμπι του Australian Rules. Άντεξε δύο χρόνια και στα 9 του επέλεξε την κανονική, τη… στρογγυλή της South Melbourne Hellas, των κατεξοχήν Ελλήνων μεταναστών όπου αγωνίστηκε, ως αμυντικός, από το 1978 έως και το ’93 κερδίζοντας φήμη, αλλά και τίτλους. Ένα απ’ αυτά μάλιστα, το εθνικό πρωτάθλημα του ’91 υπό τις οδηγίες του μεγάλου Φέρεντς Πούσκας, μέντορά του και εμπνευστή του ακόμη και σήμερα του αγαπημένου του 4-3-3.
Τη μπάλα τη σταμάτησε αναγκαστικά στα 28 του, ύστερα από έναν σοβαρότατο τραυματισμό, αλλά στην 3ετία ’85-’88 είχε προλάβει ν’ αγωνιστεί 17 φορές με την Αυστραλία, τις 13 με την Under 20 και τις τέσσερις με την εθνική Ανδρών. Η προπονητική του καριέρα ξεκίνησε το ’96 στην αγαπημένη του South Melbourne με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και το Κύπελλο Ωκεανίας κερδίζοντας την προσοχή της Ομοσπονδίας που για εφτά χρόνια, έως το 2007 του ανέθεσε, πρώτα την Αυστραλία Under 17, ύστερα την Under 20. Τα παράτησε όλα για την Ελλάδα, από την Παναχαϊκή όμως έφυγε… νύχτα και, ευτυχώς, γιατί ξανά γύρισε όπου τον εκτιμούσαν σημειώνοντας κι άλλες επιτυχίες με τις Ζέμπρας, Μπρισμπέιν και Μέλμπουρν Βίκτορι παραλαμβάνοντας τα «κλειδιά» της εθνικής Αυστραλίας την οποία οδήγησε σε δύο συνεχόμενα Μουντιάλ, το ‘14 στη Βραζιλία και το ’18 στη Ρωσία κατακτώντας ενδιάμεσα και το Ασιατικό Κύπελλο, το πρώτο στην ιστορία των Socceroos.
Μετά τον δελέασαν τα ιαπωνικά γιέν της Γιοκοχάμα Μαρίνος, τα οποία και τίμησε έως το ’21 οδηγώντας τους στον πρώτο τους τίτλο ύστερα από εφτά χρόνια, κι έχοντας απορρίψει το ’19 πρόταση ν’ αναλάβει την εθνική Ελλάδος. Το πραγματικό του αριστούργημα όμως το πέτυχε με τη Σέλτικ αν και όταν τον προσέλαβαν, στη θέση του σημερινού προπονητή της Νιουκάσλ, Έντι Χάου οι φίλαθλοι αναρωτιούνταν εύλογα «ποιος είναι αυτός ο Ποστέκογλου;».
Τους αποστόμωσε και τον αγάπησαν σύντομα, γιατί παρέλαβε μία Σέλτικ που είχε τερματίσει 25 βαθμούς πίσω από την «αιώνια» Ρέιντζερς και με την πρώτη την οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και του Λιγκ Καπ. Ενώ τη δεύτερη, του πρωταθλήματος, του κυπέλλου κι ενός ακόμη Λιγκ- Καπ, εν ολίγοις ενός ιστορικού Treble με μία εκρηκτική επίθεση (114 γκολ) και άμυνα από γρανίτη (34) που θα μαγνήτιζε το ενδιαφέρον της Τόττεναμ η οποία και του πρόσφερε «λευκό», 3ετές συμβόλαιο με οπσιόν για ένα ακόμη έτος.
Δεν έχει καμία σημασία εάν έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι η καρδιά του θα χτυπάει πάντα για την ΑΕΚ και τη… Λίβερπουλ. Εξάλλου, κι ο Ντέιβιντ Μπέκαμ δεν είχε κρύψει ποτέ τη συμπάθειά του για την Τόττεναμ, ούτε κι ο Χάρι Κέιν για τη Λέστερ. Στην περίπτωση Ποστέκογλου όμως, το να βρίσκεται στο Λονδίνο, και όχι στη Μελβούρνη θα είναι ένας ακόμη λόγος για να βλέπει συχνότερα το μεγαλύτερο, από τα τρία του παιδιά Τζέιμς που αυτή την περίοδο υπηρετεί την Πατρίδα. Στη Λήμνο…