Ο μεγαλύτερος Σκοτσέζος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, μπορεί να έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, αλλά πρώτα λόγω Alzheimer, και ύστερα εκφυλιστικής Dementia είχε ήδη απολέσει τη μνήμη του. Δεν αναγνώριζε, πλέον ούτε τα πέντε του παιδιά, πόσο μάλλον να θυμόταν τι σήμαινε ή τη εκπροσώπησε τη δεκαετία του ’60 για το Μάντσεστερ και την ισχυρότερη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ της Ιστορίας, την πρώτη αγγλική που σήκωσε ποτέ το τότε Κύπελλο Πρωταθλητριών. Την πανίσχυρη ομάδα του Σερ Ματ Μπάσμπι, που είχε την πολυτέλεια να χρησιμοποιεί στην ίδια 11άδα τρεις θριαμβευτές της φημισμένης «Χρυσής Μπάλας»: τον Ντένις Λόου (’64), τον Μπόμπι Τσάρλτον (’66) και τον Τζορτζ Μπεστ (’68).

 Η ειρωνεία είναι πως το ’60, όταν αναδείχθηκε ως ταλεντάκι της Χάντερσφιλντ ο τότε προπονητής του Μπιλ Σάνκλι αναποδογύρισε το σύμπαν για να τον φέρει μαζί του στη Λίβερπουλ, τότε όμως οι «Κόκκινοι» δεν μπορούσαν να διαθέσουν περισσότερες από 11.000 λίρες για τη μεταγραφή του. Η προσφορά τους λογικό ήταν ν’ απορριφθεί, ο Λόου υπέγραψε με 55.000 στη Μάντσεστερ Σίτι, μετά το μετάνιωσε, παραχωρήθηκε στην ιταλική Τορίνο με 100.000 λίρες και όταν το ξανά μετάνιωσε, γιατί το εκεί ποδόσφαιρο παρά ήταν αμυντικό, η Γιουνάιτεντ τον «άρπαξε» από τα χέρια της Γιουβέντους με 110.000 και το 3ο βρετανικό ρεκόρ μεταγραφής κι αυτό ήταν.

 Ένας αστικός μύθος διηγείται πως είχε τέτοια ψύχωση με τα χρήματα που ζητούσε συνεχώς αύξηση από τον Σκοτσέζο συμπατριώτη του Ματ Μπάσμπι απειλώντας τον πως δεν θα κατέβαινε να παίξει. Μία φορά απ’ αυτές λέγεται πως ο επίσης θρυλικός προπονητής συγκάλεσε συνέντευξη Τύπου αποκαλύπτοντας τον λόγο του αποκλεισμού του, μετά όμως κάλεσε τον Λόου στο γραφείο του και του έδωσε από την τσέπη του την αύξηση που του είχε ζητήσει.  

 Με τη φανέλα των «Κόκκινων Διαβόλων» αγωνίστηκε 11 χρόνια, από το ’62 έως το ’73 σημειώνοντας συνολικά, σε όλες τις διοργανώσεις 237 γκολ σε 404 παιχνίδια, παράλληλα βοηθώντας τους να κατακτήσουν δύο πρωταθλήματα, του ’65 και του ’67, το Κύπελλο του ’63 και δύο Charity Shield. Δυστυχώς όμως, λόγω σοβαρού τραυματισμού στο γόνατο και δύο εγχειρίσεων έχασε τόσο τους ημιτελικούς, όσο τον τελικό του Πρωταθλητριών του ’68 που η Μάντσεστερ κατέκτησε μες στο «Ουέμπλεϊ» με το αφοπλιστικό 4-1 σε βάρος της Μπενφίκα του Εουσέμπιο.  

 Απ’ όλα τα γκολ όμως, εκείνο που θα περνούσε για πάντα στην Ιστορία το πέτυχε στο «Ολντ Τράφορντ», αλλά ως αντίπαλος της «αιώνιας» Σίτι, στο τελευταίο παιχνίδι της περιόδου 1973-’74. Η Γιουνάιτεντ ήθελε μόνο νίκη για να παραμείνει στην κατηγορία, μέχρι το 80’ πίεζε και ήλπιζε, αλλά στο 81’ σε μία αντεπίθεση ο Λόου με τακουνάκι έστελνε τη μπάλα στα δίχτυα. Δεν το πανηγύρισε, έσκυψε το κεφάλι και αντιθέτως ζήτησε να γίνει αλλαγή για να μπορέσει να τρέξει στην κερκίδα και ν’ ακούσει από το ραδιόφωνο εάν τα αποτελέσματα από τα υπόλοιπα γήπεδα θα ευνοούσαν την παραμονή της Γιουνάιτεντ ακόμη και με ήττα. Δεν συνέβη. Το 0-1 την καταδίκασε στη 2η κατηγορία κι εκείνος φέρνοντάς το βαρέως στη συνείδησή του, ύστερα από λίγους μήνες έβαλε οριστικό τέλος στην καριέρα του.

 Όσοι τον έζησαν και όσοι τον είδαν να παίζει ορκίζονται πως το αέρινο στυλ του δεν διέφερε και πολύ από εκείνο του Τζορτζ Μπεστ. Ενώ η φήμη του είχε αναπόφευκτα περάσει και τα βρετανικά σύνορα: σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που οι γονείς του Ολλανδού Ντένις Μπέργκαμπ, επίσης μεγάλου σέντερ- φορ του πρόσφατου παρελθόντος ονόμασαν το παιδί τους Ντένις, προς τιμήν του Λόου με τη διαφορά ότι το ολλανδικό ληξιαρχείο τους επέβαλλε να προσθέσουν κι ένα δεύτερο «ν» για να μην μπερδεύεται με το θηλυκό Ντενίζ.