«Άρρωστος» και δηλωμένος οπαδός της Ουένσντεϊ, πρωταγωνιστής αξέχαστων πανηγυρισμών στο «Μπράμολ Λέιν» όταν πετύχαινε ένα γκολ εναντίον της άλλης Σέφιλντ (Γιουνάιτεντ), ο Βάρντι είναι ίσως η μοναδική περίπτωση αγνώστου και ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή που με πολλή δουλειά, πείσμα και πάθος πραγματοποίησε το όνειρο της σύγχρονης «Σταχτοπούτας» καταφέρνοντας ν’ αναρριχηθεί από την 8η κατηγορία, στην κορυφή του αγγλικού football.

 Γεννημένος ως Γκιλ, εγκαταλείφθηκε μωρό από τον βιολογικό του πατέρα, υιοθέτησε το επίθετο του πατριού του και από πολύ μικρός βοηθούσε, όπως μπορούσε την οικογένειά του, ακόμη και με δουλειές του ποδαριού. Λάτρευε όμως τη μπάλα και ονειρευόταν να γίνει επαγγελματίας και μάλιστα στην αγαπημένη του Ουένσντεϊ, αλλά εκεί είχαν διαφορετικές απόψεις και όχι μόνο τον «έκοψαν», αλλά πρότειναν στον τότε 16χρονο ν’ ασχοληθεί με τον Στίβο.

 Το’ ριξε στο τρέξιμο, με αξιόλογες επιδόσεις στα 100μ., τα 200, ακόμη και στα 1500, αλλά το κάρμα και το πάθος του ήταν να στέλνει μία μπάλα στα δίχτυα και όταν ολοκλήρωνε τη βάρδιά του στο εργοστάσιο ορθοπεδικών ειδών έπαιζε με τις ώρες στην ερασιτεχνική Στόκσμπριντζ Παρκ. Μετά πήγε στην Χάλιφαξ και τη Φλίτγουντ, πάντα στην 8η κατηγορία όπου γνώρισε τον Τζον Μόρις, τον άνθρωπο που θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή. Τον ανιχνευτή ταλέντων και μοναδικό που πίστεψε αμέσως στις ικανότητές του καταφέρνοντας να πείσει τη Λέστερ, τότε στην Championship να επενδύσει πάνω του.

 Είναι το 2012, η διοίκηση των «Foxes» είναι, και με το δίκιο της σκεπτική για το εάν αξίζει να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο μ’ έναν 25χρονο. Ο οποίος μάλιστα είχε λερώσει το ποινικό του μητρώο, γιατί στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί έναν κωφάλαλο φίλο του έξω από παμπ επιτέθηκε κι έστειλε στο νοσοκομείο πέντε ανθρώπους. Συνελήφθη, καταδικάστηκε και τη γλίτωσε μ’ ένα 4μηνο βραχιολάκι.  

 Παρόλα αυτά, η Λέστερ εμπιστεύτηκε το ένστικτο του Μόρις και ξόδεψε το ίδιο το ποσό ρεκόρ, για μεταγραφή ερασιτέχνη του 1εκ. λιρών. Από κει και πέρα, τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους.

 Στα επόμενα 13 χρόνια, ο Βάρντι πέτυχε σχεδόν 200 γκολ, σε 498 συμμετοχές, σε όλες τις διοργανώσεις. Το ’16, με καθοδηγητή τον Κλάουντιο Ρανιέρι οδήγησε την ομάδα στην ιστορική κατάκτηση της μοναδικής Premier League της ύπαρξής της, ενώ οι «αλεπούδες» είναι παράλληλα και μόλις η 5η ομάδα της νέας χιλιετίας, που μαζί με τις Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μάντσεστερ Σίτι και Τσέλσι κατάφερε να κατακτήσει το αγγλικό «Treble», δηλαδή το πρωτάθλημα, το Κύπελλο, αλλά και το Λιγκ- Καπ. Έγινε και ο πρώτος Άγγλος ποδοσφαιριστής που κατάφερε να πετύχει γκολ σε 11 συνεχόμενα παιχνίδια της Premier League καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Φαν Νιστελρόι, τελευταίου του προπονητή στη φετινή σεζόν που ξαναείδε τη Λέστερ, όπως ανέβηκε, να επιστρέφει άμεσα στην Championship.

 Τη χρονιά του θριάμβου, που πιθανότατα να είναι (μαζί με την Ελλάδα του 2004), μία από τις δύο μεγαλύτερες εκπλήξεις στην Ιστορία του ποδοσφαίρου, το Bbc είχε «ξεχάσει» να συμπεριλάβει τον Βάρντι στη λίστα των αθλητικών προσωπικοτήτων της χρονιάς εκείνος όμως δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία σχολιάζοντας με χιούμορ, «καλύτερα, γιατί δεν νιώθω άνετος όταν φοράω κουστούμι».

 Αυθεντικό παιδί της πραγματικής «working class», της βαθιάς και σκληρής εργατικής τάξης ο Βάρντι υπήρξε ανέκαθεν ο κατεξοχήν άντι- σταρ. Που κάποια στιγμή είχε και την πολυτέλεια ν’ αρνηθεί τόσο τα 20εκ. ευρώ που πρόσφερε η Τσέλσι, όσο τα 22εκ. της Άρσεναλ γιατί απλούστατα αισθανόταν ευγνώμων στη μοναδική ομάδα που τον πίστεψε και του έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρό του.

 Ύστερα από 13χρόνια γεμάτα χαρές, λύπες, αλλά και πολλή λάσπη, λογικό κι αυτό το «Love Story» κάποια στιγμή να τελείωνε και, έστω στα 38του ν’ αποκτήσει κι άλλες εμπειρίες είτε στο Mls, είτε στη Σαουδική Αραβία ρίχνοντας βέβαια, που και που μία ματιά στις πορείες των αγαπημένων του Λέστερ, αλλά και Ουένσντεϊ. Κι ας του είχε προτείνει ν’ ασχοληθεί με τον Στίβο…