Για την πραγματικότητα μίας ομάδας που σε 113 χρόνια ύπαρξης κατέκτησε ναι μεν 7 πρωταθλήματα (τα 6 όμως προπολεμικά, επί Μουσσολίνι, που υπήρξε και φανατικός… οπαδός της, το τελευταίο το ‘64), 2 κύπελλα, 1 Mitropa Cup και 1 Intertoto η φετινή σεζόν θεωρείται ήδη περισσότερο από πετυχημένη γιατί δεν ήταν εύκολη, για κανέναν ποδοσφαιριστή ή παράγοντα η διαχείριση της αρρώστιας του Σίνιζα Μιχαίλοβιτς, η επίπονη απομάκρυνσή του κι ο μετέπειτα θάνατός του: νικημένου, ύστερα από τρία χρόνια σκληρής μάχης, από μία σπάνιας μορφής, επιθετικής λευχαιμίας.
Δεν ήταν εύκολη ούτε κι η επιλογή του επόμενου προπονητή που θ’ αναλάμβανε το ρίσκο να ξανά σηκώσει ένα περιβάλλον σοκαρισμένο, χαμένο και χωρίς αυτοπεποίθηση που ύστερα από έξι παιχνίδια ταξίδευε στην «κόκκινη ζώνη» με τη μιζέρια 3 βαθμών. Το γάντι της πρόκλησης το μάζεψε χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Ιταλό- Βραζιλιάνος Τιάγκο Μότα, μεγάλο ποδοσφαιρικό μυαλό κάποτε στη Μπαρτσελόνα, την Ίντερ του Μουρίνιο και την Παρί Σεν Ζερμέν του Αντσελόττι, χωρίς όμως ιδιαίτερη προπονητική πείρα, πέρα από τους πιτσιρικάδες της Παρί, κάποια παιχνίδια στην Τζένοα και την περυσινή σεζόν στη Λα Σπέτσια.
Αργά, αλλά σταθερά και παρόλο τις τρεις ήττες και μία ισοπαλία σε 4 παιχνίδια, ο Μότα κατάφερε να μεταδώσει στους παίκτες τις ιδέες του, να συναρμολογήσει ένα διαλυμένο παιχνιδάκι, να του δώσει μία συγκεκριμένη αγωνιστική ταυτότητα, να του ανεβάσει το ηθικό και, σε βάθος χρόνου τα αποτελέσματα δικαίωσαν, τόσο τον ίδιο, όσο τον γενικό διευθυντή που τον επέλεξε, Τζοβάννι Σαρτόρι επίσης «μάγο», αλλά του φαινομένου Αταλάντα των πέντε προηγούμενων χρόνων.
Ήρθαν οι πρώτες νίκες, ακολούθησαν ακόμη μεγαλύτερα αποτελέσματα όπως το 1-2 σε Ούντινε, Μόντσα, Τζένοβα και Φλωρεντία, το 1-0 με την Ίντερ, το εντός 0-0 με τη Λάτσιο, το 0-2 στο Μπέργκαμο, το 1-1 με τη Μίλαν που εκτόξευσαν τη μεν Μπολόνια στην 8η θέση με 44 βαθμούς, τον δε Μότα στη λίστα μεγαθήριων όπως οι Ίντερ, Γιουβέντους, Παρί Σεν Ζερμέν.
Οκτώ αγωνιστικές πριν την αυλαία του Campionato και περιμένοντας την επίσκεψη δύσκολων αντιπάλων, όπως οι Γιουβέντους, Ρόμα και Νάπολι, το πιθανότερο είναι να μην προλάβει φέτος το ευρωπαϊκό τρένο, είτε μέσω Europa, είτε Conference League. Εάν όμως το καταφέρει, θα είναι η μεγαλύτερή της επιτυχία ύστερα από 24 χρόνια, όταν υπό τις οδηγίες του Κάρλο Ματσόνε και τα γκολ του Μπέππε Σινιόρι η Μπολόνια κατακτούσε, πρώτα το Intertoto, μετά έριχνε κάτω σαν να ήταν κορύνες Σπόρτινγκ Λισσαβόνας, Μπέτις και Λιόν διακόπτοντας την μαγευτική της πορεία μόνο στα ημιτελικά με τη Μαρσέιγ, μετέπειτα ηττημένη στον τελικό της Μόσχας από την τότε Πάρμα του Μαλεζάνι.
Ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στις εναπομείνασες οκτώ αγωνιστικές, το βέβαιο είναι ότι, μαζί με τον Μότα κατέληξαν στις σημειώσεις των λεγόμενων «μεγάλων» κι αρκετοί ποδοσφαιριστές, όπως οι Ορσολίνι, Σκορούπσκι, Ντομίνγκεζ, Φέργκιουσον, Πος, Λουκούμι, Σουμαόρο, Ζίρκζε, συν τον «δικό» μας Κυριακόπουλο που λογικό είναι ν’ αρπάξουν την ευκαιρία ν’ αποδείξουν την αξία τους και σε σημαντικότερες «πλατείες».
Κι έτσι η ομάδα, καταδικασμένη ως αιώνια «μεσαία» θα πρέπει να ξανά χτιστεί από την αρχή και να θρέψει τους φιλάθλους της μόνο με νοσταλγικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Μία απ’ αυτές, κι ας ήταν ο υπογράφων… -2, ήταν η ιστορική κατάκτηση του 7ου Scudetto, του πρώτου όλων των εποχών στην Ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου που κρίθηκε ποτέ σε μπαράζ και που η Μπολόνια κέρδισε 2-0.
Το «big match» με αντίπαλο την φρέσκια πρωταθλήτρια Ευρώπης Ίντερ, του Ερέρα, του Ζαϊρ και του Ματσόλα είχε γίνει το μεσημέρι της 7ς Ιουνίου του 1964 στο «Ολύμπικο» και τον καύσωνα της Ρώμης, τέσσερις μόλις ημέρες μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Ρενάτο Νταλλ’ Άρα, επί 30 χρόνια προέδρου των Rossoblu’ που υπέστη καρδιακή προσβολή στο Μιλάνο, στα γραφεία της Ομοσπονδίας, την ώρα που συζητούσε με τον ομόλογό του, Άντζελο Μοράττι τις τελευταίες λεπτομέρειες της διοργάνωσης.
Εύλογη, με το πέρασμα των χρόνων η ερώτηση που θυμάμαι είχα κάνει στον πατέρα μου, επίσης φανατικό φίλαθλο, γιατί κακά τα ψέματα, μπορείς ν’ αλλάξεις κόμμα, σύντροφο, φύλο, φάτσα ή εργασία, ποτέ όμως την ποδοσφαιρική ομάδα της καρδιάς σου.
-Μπαμπά, που ήσουν την ημέρα του τελικού;
«Στην Εκκλησία…».
-Για όνομα του Θεού! Τέτοια μέρα, στην Εκκλησία;
«Ναι, αλλά είχα όλη την ώρα το τρανζιστοράκι κολλημένο στο αυτί μου»… Πάλι καλά. Φίλαθλος, σου λέει μετά, από κούνια…