Και όμως στην πόλη όπου η μπάλα θεωρείται η ανωτέρα των Θρησκειών, οι ποδοσφαιριστές ισοδυναμούν με τον Παναγιότατο, τα αγαλματίδια των Αγίων δακρύζουν αίμα και, γενικώς και αορίστως το 17, χειρότερο ακόμη και από το Παρασκευή και 13, τίποτα δεν θυμίζει την ευφορία του περασμένου Μαΐου. Τα χαμόγελα ξαφνικά έσβησαν. Ο ενθουσιασμός, αλλά και η χαρά του παιχνιδιού, επίσης. Γιατί όμως;
Γιατί σ’ ένα μόλις 6μηνο, το γαλάζιο παιχνιδάκι που είχε αριστοτεχνικά συναρμολογηθεί δεν θυμίζει σε τίποτα τη δημιουργία του Λουτσάνο Σπαλέτι, το έργο του οποίου, παρεμπιπτόντως επιβραβεύτηκε με την ύψιστη αναγνώριση: την ανάληψη της Squadra Azzurra. Το παιχνιδάκι έσπασε, χάλασε, δεν είναι πλέον το ίδιο. Και δεν ευθύνεται ο Ρούντι Γκαρσία εάν διαλύθηκε στα χέρια του, αλλά αποκλειστικά και μόνο το αφεντικό της ομάδας, Αουρέλιο Ντε Λαουρέντιις που εμπιστεύτηκε τη Φερράρι του στον Γάλλο προπονητή που είχε ήδη δώσει δείγματα ανικανότητας ως προς τη διαχείριση των λεγόμενων αστέρων, φτάνοντας στη ρήξη είτε με τον Φραντσέσκο Τόττι, στη Ρόμα, είτε με τον Κριστιάνο Ρονάλντο στην Αλ Νασρ, είτε φέτος με τους Όσιμεν και Κβαρατσκέλια στη Νάπολι.
Ο Ντε Λαουρέντιις, που άφησε τον Σπαλέτι να φύγει γιατί αρνιόταν να του δώσει τα αυτονόητα, όπως το πριμ κατάκτησης για έναν τίτλο που η Νάπολι περίμενε 33 ολόκληρα χρόνια ή μία εύλογη αύξηση, επέλεξε τον Γκαρσία αφενός γιατί ήταν φθηνότερος, αφετέρου γιατί ήταν πεπεισμένος ότι η φήμη του «σκληρού», που είχε αποκτήσει κάποτε σε Λιόν και Μασσαλία θα μπορούσε να φέρει και την ανάλογη πειθαρχία σ’ ένα περιβάλλον που σύμφωνα με τον «Don Aurelio» κινδύνευε να διαλυθεί υπό το βάρος του ενθουσιασμού και της δόξας. Και διαλύθηκε, αλλά από την ανάποδη.
Ο Γκαρσία ξεκαθάρισε αμέσως στους Όσιμεν και Κβάρα πως ουδείς αναντικατάστατος. Τους έκανε ξαφνικά να νιώθουν ασήμαντοι ή, εν πάση περιπτώσει όχι τόσο απαραίτητοι. Συχνά, πυκνά τους αντικαθιστούσε όταν το παιχνίδι ήταν ισόπαλο, όπως στο Τζένοα- Νάπολι (2-2) ή στο Μπολόνια- Νάπολι (0-0). Αντί όμως να τους αντικαταστήσει με έναν αντίστοιχο επιθετικό, έβαζε στη θέση τους μέσους ή και αμυντικούς οδηγώντας αναπόφευκτα στο περιθώριο, την οργή, αλλά και την απογοήτευση, τόσο τον Νιγηριανό, όσο τον Γεωργιανό, αμφότεροι στυλοβάτες του περυσινού θαύματος.
Μετά ήρθαν και οι πρώτες ήττες, όλες στο «Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα»: 1-2 από τη Λάτσιο, 1-3 από τη Φιορεντίνα, 2-3 από τη Ρεάλ Μαδρίτης, κυρίως το πρόσφατο 0-1 από την Έμπολι που ανάγκασε τον Ντε Λαουρέντιις να διώξει νύχτα τον Γκαρσία καλώντας ξανά, ύστερα από δέκα χρόνια, και με συμβόλαιο έως το καλοκαίρι τον Βάλτερ Ματζάρι. Ο οποίος, με θητεία 3 χρόνων και 7 μηνών, από το 2009 έως το ‘13 ήταν ένας από τους δύο προπονητές (ο μακροβιότερος υπήρξε ο Έντι Ρέγια με 4 χρόνια και 1 μήνα), που είχαν αντέξει περισσότερο τις παραξενιές και ιδιορρυθμίες του προέδρου- προπονητοφάγου. Που επί των ημερών του, από το 2004 έως σήμερα είχε επιλέξει και τους Βεντούρα (για 4 μήνες και 7 μέρες), Ντοναντόνι (6 μήνες και 25 μέρες), Μπενίτεθ (1 χρόνο και 11 μήνες), Σάρι (3 χρόνια και 1 μήνα), Αντσελότι (1 χρόνο και 5 μήνες), Γκατούζο (1 χρόνο και 6 μήνες) και Σπαλέτι (1 χρόνο και 11 μήνες). Τον οποίο προσπάθησε, το καλοκαίρι ν’ αντικαταστήσει μ’ έναν από τους Αντόνιο Κόντε, Τιάγκο Μότα εισπράττοντας ωστόσο την αφοπλιστική τους άρνηση.
Η πλάκα είναι ότι το αντίο του Γκαρσία είχε, εμμέσως, πλην, σαφώς ήδη προαναγγελθεί πριν ακόμη την επίσημη ανακοίνωση του προέδρου. Από έναν διάσημο, Ναπολετάνο καλλιτέχνη, δημιουργό παραδοσιακών αγαλματιδίων της Χριστουγεννιάτικης φάτνης, που φιλοτέχνησε τον προπονητή με μία βαλίτσα στο χέρι. Ήταν ο τρόπος του να πιστέψει ότι ο Γκαρσία θα προλάβαινε να φάει Panettone, το κατεξοχήν γλυκό της 25ης Δεκεμβρίου, που ως προς το νόημά του αντιστοιχεί με το δικό μας «θα προλάβει την παρέλαση;». Ποτέ δεν ξέρεις τι να περιμένεις από τον άνθρωπο, σε πλέον μοντέρνα εκδοχή του «Αποφασίζομεν και Διατάσσομεν», που ξανά έβαλε, με το έτσι θέλω τη Νάπολι στον γύψο κάνοντας τα αγαλματίδια να ξανά δακρύσουν…