Για τους φιλάθλους της Ίντερ, που δεν πρόλαβαν, καλά, καλά να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του 20ου τους scudetto η είδηση ότι η ομάδα τους πέρασε, μέσα σε μία νύχτα, εντελώς αναίμακτα και αθόρυβα από κινέζικα, σε αμερικανικά χέρια ήταν και παραμένει ένα μεγάλο σοκ.

 Κυρίως γιατί, η Oaktree είναι μία εταιρία που έχτισε την περιουσία της εξασφαλίζοντας φρέσκο cash με τόκο, και με ενέχυρα ανταλλάγματα τίτλους ή μετοχές. Που δεν πολύ ασχολείται με το ποδόσφαιρο: και όταν ασχολήθηκε, όπως με τη γαλλική Καέν το ’19 εφάρμοσε μία σκληρή πολιτική λιτότητας που, λογικό είναι να τρομάζει τον κόσμο των Nerazzurri ως προς το πόσο αβέβαιο μπορεί να είναι το μέλλον και της δικής τους ομάδας. Γιατί στην Καέν, η «Oaktree» κληρονόμησε χρέη 41εκ. ευρώ, απέλυσε το 40% των υπαλλήλων της, πούλησε και ξανά πούλησε παίκτες φτάνοντας, ύστερα από τέσσερα χρόνια να περιορίσει τις όποιες οφειλές στα 2.8εκ. Τώρα όμως θέλει να την ξεφορτωθεί και να επικεντρωθεί στην Ίντερ: μία περίπτωση ακόμη πιο δύσκολη, γιατί εδώ τα χρέη ξεπερνούν το 1δις.

 

 Ποιο ήταν όμως το λάθος της διαχείρισης Σουνίνγκ; Και γιατί έχασε την Ίντερ, μέσα σε μία νύχτα κυριολεκτικά «στα χαρτιά»; Η αλήθεια μοιάζει αφοπλιστικά ειρωνική: δεν έκανε κανένα απολύτως λάθος, απλά αποδείχθηκε πολύ άτυχη. Γιατί υπήρξε η ομώνυμη εταιρία κολοσσός στον χώρο των ηλεκτρονικών, οικιακών συσκευών, που προ- Covid απασχολούσε 70.000 ανθρώπους και έκανε τζίρο 72 δις δολάρια το χρόνο, και που η πανδημία γονάτισε με καταστροφικά αποτελέσματα, μηδενικά έσοδα, απώλειες 2 δις το χρόνο, αναπόφευκτη εκατόμβη απολύσεων και άμεση επίδραση και στα οικονομικά της Ίντερ.

 Η οποία, για να επιβιώσει και να γλιτώσει την χρεοκοπία δανείστηκε, πριν από 3 χρόνια 290εκ. δολάρια από την «Oaktree». Με 12% τόκο, με ενέχυρο το 90% των μετοχών του Σουνίνγκ και με τελεσίδικη ημερομηνία αποπληρωμής τη χθεσινή 21η Μαίου του ’24. Σύνολο, μαζί με τους τόκους 400εκ. δολάρια τα οποία οι Κινέζοι δεν μπόρεσαν να βρουν χάνοντας αναπόφευκτα και το πλειοψηφικό πακέτο.

 

 Μέχρι στιγμής και ο ιταλικός Τύπος γνωρίζει ελάχιστα για την «Oaktree Capital» και το πόση οικονομική σταθερότητα θα μπορούσε πράγματι να εγγυηθεί στην Ίντερ. Γνωρίζει όμως τα πάντα για τους υπόλοιπους έξι, Αμερικανούς ιδιοκτήτες ανάμεσα στους οποίους οι πλέον αφερέγγυοι εμφανίζονται η «Red Bird» που ελέγχει τη Μίλαν και η «777 Partners», την Τζένοα. Μάλιστα όσον αφορά στην τελευταία, που πέρυσι ετοιμαζόταν ν’ αποκτήσει και την Έβερτον, κάτι σοβαρό θα πρέπει να συμβαίνει γιατί ξαφνικά άφησε απλήρωτους τους παίκτες και τους υπαλλήλους, τόσο της βελγικής Σταντάρ Λιέγης, όσο της βραζιλιάνικης Βάσκο Ντα Γκάμα. Κατέχει επίσης το πλειοψηφικό πακέτο των Χέρτα Βερολίνου, Μέλμπουρν Βίκτορι, Ρεντ Σταρ και ένα μικρότερο στη Σεβίλλη. Αντίθετα, προβλήματα περισσότερο αξιοπιστίας, παρά ρευστότητας αντιμετωπίζει η «Red Bird», ιδιοκτήτρια και της γαλλικής Τουλούζ μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις για παρατυπίες στην εξαγορά της Μίλαν από τον όμιλο Έλιοτ πίσω από το οποίο ίσως να κρύβονται αραβικά συμφέροντα.

 Οι υπόλοιπες, μέχρι στιγμής χαίρουν άκρας υγείας. Η Αταλάντα ανήκει από το ’22 κατά το 55% σε fund που μεταξύ άλλων είναι συνιδιοκτήτης της ομάδας μπάσκετ των Μπόστον Σέλτικς. Η Φιορεντίνα, από το ’19 στον Ίταλο- Αμερικανό Ρόκκο Κομμίσσο που πέρα από τους Κόσμος της Νέας Υόρκης (της ομάδας που είχε γίνει διάσημη το ’70 λόγω Πελέ), έχει την 5η μεγαλύτερη, καλωδιακή τηλεόραση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Πάρμα από το ’20 ανήκει στον επιχειρηματία Κάιλ Κράουζ, ενώ η Ρόμα από το ’20 στον Νταν Φρίντκιν που είχε αγοράσει το πλειοψηφικό πακέτο από τον επίσης Ιταλό- Αμερικανό Τζέιμς Παλλόττα. Η «Oaktree» χρίζει ακόμη αποκωδικοποίησης η οποία, για το καλό της Ίντερ θα πρέπει να γίνει σύντομα γιατί με 1 δις χρεών δεν παίζεις. Κινδυνεύεις. Και οι Ιταλοί, σ’ αυτά δεν αστειεύονται και δεν το’ χουν και πολύ να σε υποβιβάσουν μία, δύο, μπορεί και τρεις κατηγορίες.