Από εκεί, δηλαδή, που σε κάθε αγωνιστική ο Μίτσελ ήταν "λίγος" για τον Ολυμπιακό και μετρούσε ώρες παραμονής στην άκρη του πάγκου, μέσα σε δύο ματς είδε να αλλάζει άρδην η εικόνα που παρουσιάζει ο αθλητικός Τύπος για αυτόν.
Δεν θα αναφερθούμε, φυσικά, στις παθογένειες του Τύπου γενικότερα, ούτε του αθλητικού Τύπου συγκεκριμένα. Η λογική "όπου φυσάει ο άνεμος" είναι γνωστή. Αλλά θα μιλήσουμε για την αμφισβήτηση που υπάρχει στο πρόσωπο του Μίτσελ, ακόμα και όταν είναι δικαιολογημένη.
Γιατί δεδομένα δεν μιλάμε για κάποιον σούπερ προπονητή. Από την άποψη ότι αν ήταν τέτοιος, θα άρπαζε την ευκαιρία από τα μαλλιά στη Ρεάλ Μαδρίτης Β, στη Χετάφε ή στη Σεβίλλη. Δεν θα ήταν τώρα, δηλαδή, στον Ολυμπιακό. Αλλά από αυτό το δεδομένο, μέχρι την πλήρη απαξίωσή του, η διαφορά είναι μεγάλη.
Ο Μίτσελ είναι ένας προπονητής επιπέδου Μουνιόθ ή Χιμένεθ, ακόμα και Βαλβέρδε, που έχει ένα ακόμα συν: το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, σαν ποδοσφαιριστής, το πέρασε στη Ρεάλ Μαδρίτης. Με περισσότερες από 400 συμμετοχές στην πρώτη ομάδα. Αυτό από μόνο του δίνει έξτρα εφόδια σε έναν προπονητή. Με λίγα λόγια ακόμα κι αν ο Μίτσελ δεν είναι καλός τεχνικός, είναι σίγουρα ποδοσφαιράνθρωπος. Κι αυτό είναι μεγάλο προτέρημα για μία ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό και θέλει να διακριθεί στην Ευρώπη.
Όλα αυτά, φυσικά, γιατί ο Μίτσελ έχει την τύχη να εργάζεται στον Ολυμπιακό: μία ομάδα με καλό ρόστερ, που είναι όλοι πληρωμένοι, με καυτή έδρα κ.λπ. Σε άλλη ελληνική ομάδα, που δεν θα μπορούσε να του προσφέρει όλα τα παραπάνω, τα δεδομένα θα ήταν διαφορετικά για τον Ισπανό.