Θεσσαλονίκη: Ο 23χρονος οδηγός του τρίτου οχήματος ισχυρίστηκε ότι δεν κατέβηκε καθόλου από το αυτοκίνητο και ότι δεν είδε όσα έγιναν στο σημείο του εγκλήματος. “Μια μεγάλη συγνώμη από την οικογένεια του Άλκη. Μέσα από τη φυλακή προσπάθησα να μπω στη θέση της αδελφής. Δεν περιγράφεται αυτό το συναίσθημα που νιώθουν οι γονείς του Άλκη και οι φίλοι του” ανέφερε, στην αρχή της απολογίας του, ο φοιτητής του Πολυτεχνείου.
Είπε ότι γνώριζε μόνο τον 9ο από τους συγκατηγορούμενους του και ότι δεν ήταν οπαδός αλλά απλός φίλαθλος. «Εκείνη την ημέρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο με τον 9ο, για να πάμε βόλτα. Συναντηθήκαμε στον σύνδεσμο όπου έμαθα για το περιστατικό του Ωραιοκάστρου. Επικρατούσε αναστάτωση στο χώρο. Δεν γνώριζα κανέναν. Μετά από 20-25 λεπτά με ρώτησε “θα βάλεις το αυτοκίνητο; Θα πάμε να μαλώσουμε”. Δυστυχώς δέχτηκα. Δεν ήθελα να φανώ δειλός. Είδα τα άτομα που μπήκαν στο αυτοκίνητο αλλά δεν είδα τα αντικείμενα. Πίστευα ότι πάμε να μαλώσουμε» ανέφερε ο 23χρονος.
Για το επίδικο περιστατικό είπε: «Φτάσαμε στην οδό Πλαστήρα. Εγώ οδηγούσα και όταν είδα ότι σταμάτησαν απότομα μπροστά μου τα δύο αυτοκίνητα,
αντανακλαστικά έστριψα αριστερά. Έκανα ελιγμό για να μην πέσω πάνω τους. Όταν έστριψα μου φώναξαν “σταματά”. Σταμάτησα 15 μέτρα από το σημείο του συμβάντος. Εγώ δεν είχαν δει κανέναν.
Κατέβηκαν πολύ γρήγορα. Ο 11ος κοντοστάθηκε. Είδα κάποια αντικείμενα να κρατάνε, ένα σίδερο κι ένα ξύλο. Σάστισα. Εγώ νόμιζα με τα χέρια… Εγώ δεν μπορούσα να πάω να τσακωθώ με κάποιον που δεν μου είχε κάνει τίποτα. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν άλλα. Όταν τους είδα αγχώθηκα. Έτρεξαν προς τα εκεί. Εγώ έκλεισα τις 3 πόρτες, από μέσα. Κινήθηκα προς το τέλος του δρόμου, σιγά σιγά. Δεν ήθελα να αφήσω εκεί τον φίλο μου. Μπήκα σε μία εσοχή. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ήρθαν, ήταν αναστατωμένοι. Μου ήταν ότι υπήρχαν μαχαίρια και ότι χτύπησαν τα παιδιά. Άρχισα να φωνάζω, τους έβριζα. Δεν ήξερα που να πάω. Μετά πήγαμε κάτω από τη γέφυρα όπου πέταξαν το κράνος και το μαχαίρι».
«Ήθελα να τους αφήσω. Μαχαιρώθηκε ένας άνθρωπος. Πήγα σπίτι, είχα άγχος και αγωνία. Τα μεσάνυχτα ήρθε ο 9ος, κλαίγοντας, και μου είπε τι έγινε. Ήταν το χειρότερο συναίσθημα που είχα στη ζωή μου. Αρχικά σκεφτόμουν να μην καταλάβουν ότι ήμουν εκεί. Ήμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Βρήκα το θάρρος και το είπα στους γονείς μου. Μιλήσαμε με δικηγόρο και παραδόθηκα ύστερα από 14 μέρες ” ανέφερε και τόνισε : “Εγώ δεν κατέβηκα ποτέ από το αυτοκίνητο. Δεν είδα να ανοίγει το πορτ μπαγκάζ.
Δεν έβλεπα τι γινόταν εκεί πέρα, ούτε από τους καθρέπτες. Μετά ο καθένας έλεγε τη δική του εκδοχή. Ο ένας έλεγε για τον άλλον ότι μπορεί να έκανε αυτός. Ο 9ος μου είχε πει ότι είχε χτυπήσει κάποιον αλλά δεν ήξερε ποιον. Μόνο του δεν πέθανε το παιδί κάποιος το χτύπησε. Μακάρι να είχα κατέβει να ήξερα για να σας πω».
Ακόμη πρόσθεσε: «Ήξερα ότι πάμε να μαλώσουμε. Έσβησα τις κλήσεις από το κινητό γιατί φοβήθηκα. Είχα βγει με έναν φίλο μου να πιώ καφέ και βρέθηκα μπλεγμένος σε μια υπόθεση που πέθανε ένα παιδί. Ό,τι και να πω σ αυτή την οικογένειά είναι λίγο. Όλοι μόνο συγγνώμη μπορούν να πουν…».
Πηγή: grtimes.gr