Ο Γιώργος Καρλαύτης.αγωνίζεται στo NFL, είναι πρωταθλητής και γνωστός υποστηρικτής του Παναθηναϊκού στην Ελλάδα. Ο ίδιος παραχώρησε συνέντευξη στο Down Town και μίλησε για τη διαδρομή του και όχι μόνο.

Αναλυτικά όσα δήλωσε:

Για το πόσο σταρ νιώθει: «Δε θα έλεγα πως είμαι σταρ, δε θα χρησιμοποιούσα αυτόν τον όρο. Με αναγνωρίζει ο περισσότερος κόσμος, κυρίως εδώ στο Κάνσας, αλλά δε θα με έλεγα σταρ, είμαι απλώς ένας αθλητής που προσπαθεί να βοηθήσει την ομάδα του. Αν πάω στο αεροδρόμιο ή σε κάποιο εστιατόριο με σταματάνε, μου ζητάνε να βγούμε φωτογραφίες, να με γνωρίσουν, τέτοιου είδους πράγματα. Όταν μου συμβαίνει θυμάμαι εμένα με τον αδερφό μου όταν ήμασταν μικροί που πηγαίναμε στο γήπεδο και θέλαμε να βρούμε τον Καραγκούνη, ή τον Νίνη για να βγάλουμε φωτογραφία. Με αναγνωρίζουν όπως έναν αθλητή σε μία πάρα πολύ καλή ομάδα».



Για το πώς έφυγε από την Ελλάδα στα 13 του για την Αμερική: «Καταρχάς η μητέρα μου είναι από την Αμερική και ο πατέρας μου Έλληνας. Γνωρίστηκαν όταν ο πατέρας μου σπούδαζε στην Αμερική. Εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, έκαναν εμένα και τα τρία μου αδέρφια, και μεγαλώναμε εκεί. Στα 13 μου, στις αρχές Ιουνίου, από το πουθενά, πέθανε ο πατέρας μου, στα 44 χρόνια του. Ήταν κάτι εντελώς ξαφνικό, που δεν περιμέναμε. Για εμάς ήταν η μεγαλύτερη αλλαγή που έχουμε βιώσει ως οικογένεια. Η μαμά μου έμεινε με 4 παιδιά. Εκείνη είχε την οικογένειά της στην Ιντιάνα, της Αμερικής, και θεώρησε πως εκεί θα ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, σε μία μικρότερη πόλη, έχοντας μία βοήθεια. Έτσι κάναμε αυτή την αλλαγή και αποδείχθηκε μία πολύ σωστή απόφαση της μητέρας μου».

Για τη μεγαλύτερη δυσκολία που έχει αντιμετωπίσει: «Το μεγαλύτερο πράγμα που με δυσκόλεψε, ήταν το ότι δεν είχα τον πατέρα μου. Η μητέρα μου έκανε εξαιρετική δουλειά, παρότι ήταν μόνη της με 4 παιδιά και τόσες ευθύνες. Η οικογένειά μου, και στην Ελλάδα και στην Αμερική, ήταν πάντα κοντά μας, δίνοντάς μας ό,τι μπορούσαν, αλλά η μεγαλύτερή μου έλλειψη ήταν ότι δεν είχα τον πατέρα μου».

Για τον πατέρα του που δεν ήθελε να παίξει ο γιος να ασχοληθεί με το εν λόγω άθλημα: «Ο πατέρας μου είχε δοκιμάσει το άθλημα και είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Ήξερα πως είναι ένα σκληρό άθλημα. Μας έλεγε «μακριά», δεν ήθελε καν να το συζητήσουμε. Τον πρώτο χρόνο που ήμουν στην Αμερική δεν το πλησίασα καν, γιατί είχα συνέχεια στο μυαλό μου τα λόγια του πατέρα μου. Μετά όμως έβλεπα πως έπαιζαν οι περισσότεροί μου φίλοι, είδα πως είχαν αλλάξει οι κανόνες, και είπα να το δοκιμάσω. Στην αρχή δεν ήξερα καθόλου τι έκανα. Όταν κατάλαβα το άθλημα, τότε διέπρεψα, και μετά ξεκίνησαν όλα. Το αγάπησα και το αγαπώ, αλλά στην αρχή το φοβόμουν».

Αν λύγισε ποτέ: «Είχα πάντα μέσα μου την αυτοπεποίθηση, πάντα ήξερα πως θα κάνω κάτι στον αθλητισμό. Είχα και ένα επιπλέον κίνητρο μετά το θάνατο του πατέρα μου. Ήθελα να τα καταφέρω για τον εαυτό μου, αρχικά, και μετά για τον πατέρα μου και την οικογένειά μου».

Για τη χαρά που έχει πάρει μέσα από τον αθλητισμό: «Είναι η στιγμή που κέρδισα αυτά τα δύο πρωταθλήματα. Για εμένα ήταν πραγματικά μία εμπειρία που μου άλλαξε τη ζωή. Δεν μπορώ να το περιγράψω. Κάθε παίκτης στην ομάδα μου έχει μία ιστορία να πει. Όπως έχω εγώ την Ελλάδα, έχουμε παίκτη από τη Νιγηρία που κάνει τον κόσμο στη Νιγηρία να αγαπήσει το άθλημα. Έχουμε παίκτη από τη Γαλλία που κάνει το ίδιο αντίστοιχα. Ή έχουμε παίκτη από Μισισιπή με φιλανθρωπικές δράσεις αλλάζοντας προς το καλύτερο τη ζωή πολλών ανθρώπων. Είμαστε σαν ένα παζλ ανθρώπων από πολλές διαφορετικές χώρες του κόσμου και ενωνόμαστε όλοι μαζί, γινόμαστε μία ομάδα, για να κερδίσουμε ένα παιχνίδι».

Για το αν έχει γνωρίσει την Τέιλορ Σουίφτ: «Ναι, την έχω γνωρίσει (χαχα). Βγαίνουμε όλοι μαζί με τον Τρέιβις, που είναι πολύ καλός μου φίλος, την κοπέλα μου, την Κάι, και την Τέιλορ. Είναι σαν ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, πολύ ταπεινή. Αν δεν ήξερες ποια είναι, δε θα καταλάβαινες πως είναι μία σουπερστάρ».

Για το τι του λείπει από την Ελλάδα: «Πάρα πολλά. Αρχικά, η οικογένειά μου. Το φαγητό, ο καιρός, το σπίτι μου. Το καλοκαίρι πηγαίνω στη Χρυσή Ακτή, στην Πάρο. Είναι το αγαπημένο μου νησί. Αλλά όταν είμαι στην Αθήνα, μου αρέσει να τρώω στα αγαπημένα μου εστιατόρια που μου λείπουν όταν είμαι στην Αμερική».

Για το αν υπάρχει διαφορά στην ατμόσφαιρα στα ελληνικά γήπεδα μ’ αυτά στην Αμερική: «Τελείως. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Στην Ελλάδα όλοι συμμετέχουν στο παιχνίδι, με συνθήματα και υπάρχει πάθος. Στην Αμερική δεν είναι πάντα έτσι. Μπορεί να πηγαίνουν στο γήπεδο και να είναι γεμάτο, αλλά δεν υπάρχει αυτό το πάθος για την ομάδα, όπως στην Ελλάδα».