Γεννημένος στο Μενχενγκλάντμπαχ στις 14 Σεπτεμβρίου του ‘44, μακρυμάλλης σαν ροκ σταρ της εποχής και κατάξανθος όπως οι μισοί της Βόρειας Ρηνανίας, ο Νέτζερ ξεχώρισε αμέσως, εντός και εκτός των γερμανικών συνόρων, τόσο για τη σπάνια, μακρινή μπαλιά ακριβείας, τη δύναμη και την ταχύτητά του, όσο για το μοναδικό ταλέντο να βλέπει, από την κλειδαρότρυπα τους αμαρκάριστους συμπαίκτες του για να τους μοιράζει αριστοτεχνικές ασίστ.

 Όλες τους αρετές, που του χάρισαν πολύ σύντομα το παρατσούκλι του ομώνυμου, μεγάλου μαέστρου ορχήστρας «Φον Κάραγιαν». Αν και οι περισσότεροι τον αποκαλούσαν «μεγάλο πόδι»: και όχι άδικα γιατί ήταν σπάνιο, ένας ποδοσφαιριστής να φοράει 47 νούμερο παπούτσι.

 Μεγαλούργησε για μία 10ετία στη Γκλάντμπαχ, έως το ’73 κατέκτησε δύο Μπουντεσλίγκα κι ένα κύπελλο, έχασε το Uefa στις λεπτομέρειες από τη Λίβερπουλ. Και το ίδιο καλοκαίρι, λίγο έλειψε να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στη Γερμανία και την Ισπανία, όταν αποδέχτηκε μυθική πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης που έψαχνε ένα ανάλογο, μεγάλο όνομα για να ισοσταθμήσει, κάπως, τη θρυλική μεταγραφή του Γιόχαν Κρόιφ στη Μπαρτσελόνα.

 

 Τόσο στη Γκλάντμπαχ, υπό τις οδηγίες του Χένες Βαϊσβάλερ, όσο στην εθνική Γερμανίας, με τον Χέλμουτ Σον, και με την οποία κατέκτησε «καπάκι», Euro (‘72) και Μουντιάλ (’74) είχε την πλήρη ελευθερία να παίζει όπου ήθελε και όποτε ήθελε, είτε ως 10άρι, είτε εξτρέμ και λίμπερο, αν και η αγαπημένη του θέση ήταν μπροστά από την άμυνα για να μπορεί να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο ώστε να μοιράζει τις ασίστ του ακριβείας.

 Στη Μαδρίτη, όπου έζησε έως το ’76 φιλοξενούμενος μάλιστα στη βίλα του μεγάλου Αλφρέντο Ντι Στέφανο, κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και δύο κύπελλα, πρόλαβε για δύο χρόνια να παίξει με τον Πολ Μπράιτνερ, που ο ίδιος είχε απαιτήσει ν’ αποκτηθεί από τη Ρεάλ, όμως ο καημός και η τσαντίλα για τον εξοστρακισμό του από την εθνική ομάδα ήταν τόσο μεγάλοι που δεν είχε πλέον την ίδια όρεξη του παρελθόντος. «Πέταξε», λοιπόν για τη Ζυρίχη, όπου ζει ακόμη και σήμερα και κρέμασε, για πάντα τα παπούτσια του στη Γκρασχόπερς.

 Ήταν το ’77, ήταν μόλις 33 ετών, αλλά τη θέση του στην εθνική την είχε ουσιαστικά ήδη χάσει το ’74, όταν αγωνίστηκε μόνο για ένα 20λεπτο με αντίπαλο την τότε Ανατολική Γερμανία γιατί ειπώθηκε ότι το «Κλαν των Βαυαρών», με επικεφαλής τον «Κάιζερ», Φραντζ Μπεκενμπάουερ πίεζε τον τότε ομοσπονδιακό τεχνικό Σον να παίζει βασικός ο, επίσης ταλαντούχος Όβερατ. Κι αυτό γιατί, ως παίκτης ακόμη της Γκλάντμπαχ ο Νέτζερ είχε υπογράψει, στα κρυφά μία συμφωνία μαμούθ, ως κεντρικό πρόσωπο μίας μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ αφήνοντας τους συμπαίκτες του στην εθνική, άρα και τον Μπεκενμπάουερ στην απ’ έξω.  

 Ήταν μόνο η πρώτη από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που οσφραινόταν. Γιατί θ’ ακολουθούσαν οι αγορές δεκάδων κατοικιών στο κέντρο του Μενχενγκλάντμπαχ, της μεγαλύτερης ντίσκο της εποχής, εμπορικών κέντρων, καταστημάτων, χιλιάδων μετοχών διαφόρων εταιριών, αλλά και τραπεζών. Εν ολίγοις, ό,τι κέρδιζε από το ποδόσφαιρο το επένδυε, κυρίως σε ακίνητη περιουσία, αλλά δεν του αρκούσε: τώρα που είχε πάρει μπρος ήθελε να τα αυγατίσει ακόμη περισσότερο.

 

 Παράλληλα, με τις γνώσεις του πάνω στο αντικείμενο είχε διαπρέψει επί 15 χρόνια ως τηλεσχολιαστής των αγώνων της εθνικής ομάδας για το Ard Tv. Μετά ανέλαβε τη θέση του γενικού διευθυντή του Αμβούργου, συνδυάζοντας τη λαμπρή του θητεία με την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, ενός κυπέλλου, αλλά και του απρόσμενου Κυπέλλου Πρωταθλητριών του ’83, στην Αθήνα με αντίπαλο τη φαβορί Γιουβέντους. Για δύο σεζόν είχε εξασφαλίσει και στον «αιώνιο» εχθρό του Μπεκενμπάουερ ένα μεγάλο συμβόλαιο για να ολοκληρώσει εκεί την καριέρα του, μετά όμως ο «Κάιζερ» κρέμασε τα παπούτσια του στη Νέα Υόρκη, με τους Κόσμος γιατί τότε το κάλεσμα των δολαρίων ήταν μία πρόκληση, αδύνατον ν’ απορριφθεί.    

 Ο επιχειρηματικός θρίαμβος του Νέτζερ χρονολογείται το 2004 όταν, κλείνοντας οριστικά με το ποδόσφαιρο ίδρυσε στην Ελβετία την εταιρία «InFront Sports & Media» καταφέρνοντας ν’ αποκτήσει τα τηλεοπτικά δικαιώματα, για όλο τον κόσμο, της μετάδοσης του γερμανικού Μουντιάλ του 2006. Κι επειδή, προφανώς τα λεφτά μαγνητίζουν τα υπόλοιπα, και τα ακόμη περισσότερα, ο ίδιος διηγήθηκε πως μία ωραία ημέρα του κάποτε, τον πλησίασε ένας τύπος, φανατικός οπαδός του και του χάρισε ένα δελτίο του λόττο.

 Τα νούμερα τα είχε επιλέξει εκείνος και δεν ήταν καθόλου τυχαία: το 14, το 9 και το 44, όπως η ημερομηνία γέννησής του. Το 37 και το 6, όπως οι συμμετοχές και τα γκολ με την εθνική ομάδα. Και το 47, όπως το νούμερο παπουτσιού που φορούσε. Περιττό να υπογραμμίσουμε ότι εκείνος ο συνδυασμός, όχι μόνο βγήκε, αλλά του απέδωσε επιπλέον κέρδη 300.000 μάρκων. Τα 225.000, βάση συμφωνίας τα εισέπραξε ο οπαδός για το «κληρονομικό» του χάρισμα. Τα 75.000 ο Νέτζερ. Απλά, και αβίαστα. Έτσι, γιατί υπήρξε ο Γκούντερ Νέτζερ.