"Καλύτερα να μασάς παρά να γράφεις. Σκαριόλο εναντίον Καζλάουσκας στον τελικό". Το μήνυμα έφτασε στο κινητό μου λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής με αποστολέα προπονητή που ήθελε να με πειράξει. Δεν ήταν το πρώτο που είχα πάρει το διήμερο των ημιτελικών. Μέχρι την ώρα που κάθισα να γράψω ήταν το τελευταίο από τα δεκάδες με το ίδιο ακριβώς θέμα.
Σκαρώνει φάρσες ο Θεός του μπάσκετ
Κι όμως είναι πραγματικότητα. Αύριο βράδυ πρωταθλήτρια Ευρώπης θα είναι είτε η Ισπανία του Σέρτζιο Σκαριόλο, είτε η Λιθουανία του Γιόνας Καζλάουσκας. Ο Θεός του μπάσκετ μας κοιτάζει από κει ψηλά και σκαρώνει διάφορες φάρσες. Δεν θα επιμείνω δογματικά στην αξία των δύο προπονητών. Άλλωστε σε μια εποχή που όλοι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος τα αποτελέσματα με διαψεύδουν. Θα επιμείνω για την τιμή των όπλων καταθέτοντας το τελευταίο επιχείρημα που απέμεινε στην άδεια φαρέτρα μου. Για την αξία ενός προπονητή έχω μάθει να εμπιστεύομαι τις απόψεις παικτών που δούλεψαν μαζί του. Είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο εμπιστεύομαι τους παίκτες. Και συνήθως δεν ρωτάω αυτούς που νιώθουν αδικημένοι από τις επιλογές του εκάστοτε προπονητή αλλά αυτούς που παίζουν και έχουν ρόλο. Μέχρι τώρα δεν έχω βρει κανένα να μου εκθειάσει τον Σκαριόλο ή τον Καζλάουσκας.
Λογικές εξηγήσεις
Η πρόκριση της Λιθουανίας και της Ισπανίας έχει λογικές εξηγήσεις. Τα πάντα έχουν λογικές εξηγήσεις σε ένα άθλημα που δεν διέπεται από την τύχη και την ατυχία αλλά βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στη λογική και αποκλείει μεταφυσικά φαινόμενα.
Στον μικρόκοσμο του ελληνικού μπάσκετ ζούμε μάλλον σε ένα παράλληλο σύμπαν. Ούτε αυτό είναι τυχαίο. Όταν σε μια χώρα που μέχρι το 1987 δεν είχε μπασκετική παιδεία και μέχρι το 1992 οι παίκτες ήταν ερασιτέχνες μάθαμε να βάζουμε στο επίκεντρο της προσοχής τους προπονητές. Λογικό και αυτό. Όταν για χρόνια πάνω στο ελληνικό μπάσκετ κυριάρχησε η βαριά σκιά του Ιωαννίδη, ενός ανθρώπου που είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς μαζί του έχει πανίσχυρη προσωπικότητα οι βάσεις έχουν μπει. Ακόμη και την εποχή του Άρη ο "ξανθός" ήταν ισότιμος σούπερ σταρ με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Για τα χρόνια του στον Ολυμπιακό δεν χρειάζεται καν να το συζητάμε.
Και μετά ήρθαν οι Σέρβοι. Για το ελληνικό μπάσκετ ήταν ευλογία ότι δούλεψαν στη χώρα μας ο Ιβκοβιτς και ο Ομπράντοβιτς. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η παρουσία τους ήταν καταλυτική και δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι Ευρωπαϊκοί τίτλοι σε συλλογικό επίπεδο έχουν τη δική τους σφραγίδα. Βρήκαν γόνιμο έδαφος, διοικήσεις που τους έστρωσαν χαλιά εκατομμυρίων ευρώ (και δισεκατομμυρίων σε παλιές δραχμούλες) αλλά την ίδια πολυτέλεια απολάμβαναν το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα και αρκετοί ακόμη προπονητές ανά την Ευρώπη. Πέρα από την αγωνιστική επιτυχία ο Ιβκοβιτς, ένας άνθρωπος σκληρός και "δύσκολος" κέρδιζε τον σεβασμό με μια ματιά και ο Ομπράντοβιτς πιο προσιτός σαν χαρακτήρας άφησε το δικό του στίγμα με διαφορετικό τρόπο: Κάποια στιγμή η επίδραση του ήταν τόσο έντονη στο ελληνικό μπάσκετ που τα συστήματα του τα κόπιαραν προπονητές της ΕΣΚΑ και της ΕΣΚΑΝΑ.
Ο ρόλος του προπονητή
Καθένας λοιπόν για διαφορετικούς λόγους δημιούργησε ένα στερεότυπο που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα: Ο προπονητής είναι ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, Ο ΗΓΕΤΗΣ, Η ΕΙΚΟΝΑ της ομάδας, όχι ο παίκτης. Ακόμη και σε κλαμπ επιπέδου Ρεάλ ή Μπαρτσελόνα ούτε ο Πάμπλο Λάσο, ούτε ο Τσάβι Πασκουάλ, ούτε όμως και βαριά προπονητικά ονόματα που κάθισαν στις θέσεις τους πριν από αυτούς μπόρεσαν να λειτουργήσουν πάνω από τον ίδιο τον σύλλογο. Η να υπερκαλύψουν τους σούπερ σταρ που έπαιζαν κάτω από τις εντολές τους. Δεν έχω δει σε κανένα παιχνίδι της Ρεάλ ή της Μπαρτσελόνα η εξέδρα να φωνάζει ρυθμικά το όνομα του προπονητή. Εντάξει για το ΝΒΑ δεν το συζητάμε καν. Με εξαίρεση τον Φιλ Τζάκσον που είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ή τον απόλυτα επιτυχημένο Γκρεγκ Πόποβιτς κανείς προπονητής δεν "πουλάει" περισσότερο από τους παίκτες. Μπορώ άνετα να στοιχηματίσω ότι δεν υπάρχει κανείς ειδικός ή απλός φίλαθλος του ΝΒΑ στην Ελλάδα που μπορεί να πει απέξω τα ονόματα και των 30 προπονητών που θα δουλέψουν τη νέα σεζόν στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Κάποιον θα ξεχάσει. Θεωρώ αδύνατον οι ίδιοι άνθρωποι να μην απαριθμήσουν με άνεση 4-5 (τουλάχιστον) παίκτες που έχει στο ρόστερ της κάθε μια από τις 30 ομάδες του ΝΒΑ.
Το μπάσκετ (όπως και κάθε ομαδικό σπορ) είναι πρώτιστα το παιχνίδι των παικτών και όχι των προπονητών. Παντού εκτός από την Ελλάδα. Για να είμαι ειλικρινής στην ίδια παγίδα έχει πέσει και η αφεντιά μου εδώ και πολλά χρόνια.
Το ιερό πάθος των Λιθουανών ο φανατισμός για τη φανέλα
Πίσω λοιπόν στους δύο φιναλίστ. Η Λιθουανία δεν έχει κανένα σούπερ σταρ στην ομάδα της και αν κάποιος μπορούσε να διεκδικήσει αυτό τον τίτλο είναι μόνο ο Γιόνας Βαλαντσιούνας. Έχει όμως μια δωδεκάδα παικτών που παίζουν με ιερό πάθος και φανατισμό για τη φανέλα μιας χώρας 3 εκατομμυρίων ανθρώπων όπου το μπάσκετ είναι πιο διαδεδομένο από τη θρησκεία. Το 77% των κατοίκων της Λιθουανίας είναι Καθολικοί. Υπολογίζω ότι αντίστοιχα το 90% είναι μπασκετόφιλοι και μόνο σε μια άλλη χώρα στον κόσμο υπάρχει τέτοια τρέλα για την πορτοκαλί μπάλα: Στις Φιλιππίνες. Η εθνική Ισπανίας έχει τον απόλυτο σούπερ σταρ (Γκασόλ) και τουλάχιστον άλλους 4-5 παίκτες με βαρύ όνομα στο ρόστερ της.
Μειωμένη η επίδραση των προπονητών
Η επιδραστικότητα των δύο προπονητών είναι λογικά μειωμένη. Δεν μηδενίζω το κοντέρ λέγοντας ανύπαρκτη. Αλλά είναι φανερό ότι και οι δύο προπονητές λειτουργούν κάτω από την ομάδα και τους παίκτες και όχι πάνω από αυτούς. Ναι, είναι θαύμα ότι οι Λιθουανοί έφτασαν στον τελικό και τους βγάζουμε το καπέλο. Ξαναδείτε τα τελευταία 3-4 λεπτά του ημιτελικού. Έκαναν τουλάχιστον πέντε λάθος επιθέσεις τις οποίες οι πελαγωμένοι Σέρβοι δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν. Δεν είχαν ακριβώς τη σφραγίδα της ομάδας του προπονητή όπως τουλάχιστον επιτάσσει το ελληνικό στερεότυπο. Αλλά κέρδισαν και στην τελική αυτό είναι που μετράει.
Η Ισπανία πάγωσε τη Γαλλία με μια απλή μέθοδο. Ένας γκαρντ υψηλού μπασκετικού IQ (Σέρχιο Ροντρίγκεθ) ήξερε να δώσει σωστά τη μπάλα στον άνθρωπο (Πάου Γκασόλ) που μας πρόσφερε το μεγαλύτερο ατομικό σόου στην ιστορία των Ευρωμπάσκετ από την εποχή που ένας βραχύσωμος έλληνας γκαρντ (Γκάλης) έκοβε τις ανάσες των θεατών και τα πόδια των αντιπάλων. Τρία επιθετικά plays της προκοπής να μπορεί να σχεδιάσει ο προπονητής κάθεται στον πάγκο αμέριμνος και ας καίγεται ο τόπος γύρω του. Όπως ακριβώς ο Σκαριόλο στα τελευταία λεπτά του θρίλερ με τη Γαλλία.
Το θαύμα της Λιθουανίας
Η επιτυχία του Καζλάουσκας και του Σκαριόλο οφείλεται όχι μόνο στην ύπαρξη μιας αποφασισμένης παρέας παικτών ή στην παρουσία ενός μεγάλου σταρ. Ενδεχόμενα αυτό το είχαν και άλλες υποψήφιες πρωταθλήτριες Ευρώπης. Σούπερ σταρ είχε και η Γαλλία, σφιχτοδεμένη ομάδα είχαν και οι Σέρβοι. Οφείλεται και σε ένα απλό γεγονός. Ο προπονητής που δουλεύει στην εθνική ομάδα κάνει τα πάντα μέσα σε δύο –σκάρτους- μήνες. Η τριβή με τους παίκτες είναι μικρή, οι αδυναμίες του καλύπτονται εύκολα ειδικά αν η ομάδα βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στο σωστό momentum. Έτυχε να δω σε αρκετά παιχνίδια του τουρνουά τη Λιθουανία. Αγκομαχούσε να κερδίσει, η λέξη άμυνα ήταν περίπου χαμένο λήμμα στο λεξικό του Καζλάουσκας που ούτως ή άλλως δεν ασχολείται πολύ μαζί της. Κατέβασε τους Σέρβους κάτω από τους 70 πόντους. Τα τελευταία θαύματα που έχουν καταγραφεί έγιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας χρονολογούνται 2000 χρόνια πριν. Η μεταμόρφωση της Λιθουανίας στον ημιτελικό σε μια ομάδα που εξολόθρευσε όλα τα ατού της Σέρβικης επιθετικής μηχανής που σκόραρε 88 πόντους μέσο όρο στα προηγούμενα παιχνίδια του τουρνουά δεν είναι προπονητικό έργο. Δώδεκα τύποι που γυάλιζε το μάτι τους μπήκαν στο παρκέ με το μαχαίρι στα δόντια. Την κατάλληλη στιγμή και τη σωστή βραδιά. Κατέθεσαν την ψυχή τους, έβαλαν τα κορμιά τους στη φωτιά και κέρδισαν. Αύριο είναι πολύ πιθανό ότι θα ξαναγίνουν η ομάδα που θα προσπαθήσει να κερδίσει τους Ισπανούς σε παιχνίδι 80-85 πόντων και το πιθανότερο είναι ότι θα χάσουν.
Καζλάουσκας εντός συνόρων
Η καριέρα των δύο φιναλιστ προπονητών έχει πολλά κοινά σημεία. Ο Καζλάουσκας δεν βίωσε πουθενά έξω από τα Λιθουανικά σύνορα τη μεγάλη επιτυχία. Εκτός αν η κατάκτηση του Κινέζικου πρωταθλήματος αποτελεί κάποιου είδους μεγάλο επίτευγμα που αδυνατώ να καταλάβω. Όλες οι επιτυχίες της καριέρας του έχουν γίνει με Λιθουανική σημαία πλεύσης. Η Ζαλγκίρις του ’99, η εθνική Λιθουανίας της τελευταίες διετίας είναι τα καλύτερα κομμάτια της θητείας του στους πάγκους. Για κάθε άλλη επιτυχία του υπήρχαν κτυπητές αποτυχίες. Το μετάλλιο της εθνικής ομάδας το 2009 στην Πολωνία διαδέχτηκε το βατερλό του παγκοσμίου. Χώρια που δύο φορές γίναμε και ολίγον περίγελος διαλέγοντας αντιπάλους, έργο και απόφαση των γύρω-γύρω και όχι του ίδιου του Καζλάουσκας που δεν ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Ο Ολυμπιακός του 2004 έφτασε ένα σουτ πριν από το φάιναλ φορ αλλά την επόμενη χρονιά με τον Καζλάουσκας στον πάγκο γνώρισε μια από τις πλέον ταπεινωτικές βραδιές στην ιστορία του στην Ευρώπη. Τη συντριβή μέσα στο ΣΕΦ από την Εφές με διαφορά πάνω από 50 πόντους. Για τη θητεία του στον πάγκο της ΤΣΣΚΑ είναι περιττό να γράψω. Η ομάδα του 2012 κόστισε 45 εκατομμύρια ευρώ για να κατακτήσει το Ρωσικό πρωτάθλημα που μπορούσε να το πάρει και με μπάτζετ 70% μικρότερο.
Ο καπετάνιος Τιτανικών συλλόγων Σκαριόλο
Ο Σκαριόλο που μετράει επίσης πάνω από δύο δεκαετίες στους πάγκους ομάδων έχει βρεθεί καπετάνιος σε διάφορους Τιτανικούς συλλόγων. Οι οπαδοί της Σκαβολίνι τον έκαναν…ομελέτα στο φάιναλ φορ του Παρισιού το 1991 και μάλλον κάποιο λόγο είχαν να προβούν σε υπερκατανάλωση αβγών με στόχο τον προπονητή που πριν μερικούς μήνες είχε οδηγήσει την ομάδα τους στην κατάκτηση του Ιταλικού πρωταθλήματος απέναντι σε μεγαθήρια της εποχής. Τέσσερα χρόνια στη Μπολόνια με την πάμπλουτη Φορτιτούντο αξιώθηκε να πάρει ένα Κύπελλο, στην τριετία του στη Ρεάλ σπαταλώντας τρελά λεφτά πήρε ένα πρωτάθλημα και το μοναδικό αληθινό παράσημο στην καριέρα του σε συλλόγους είναι το πρωτάθλημα που κέρδισε με τη Μάλαγα το 2006. Αυτό όμως έγινε πριν από 9 χρόνια και από κει και πέρα οι αποτυχίες του ήταν διαδοχικές. Ο ίδιος όμως προπονητής ενδέχεται να οδηγήσει την Ισπανία στην κατάκτηση ενός τρίτου Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Κάποτε ο Ζέλικο Παβλίσεβιτς όταν δεχόταν κριτική για τη θλιβερή διετία του στον Παναθηναϊκό έδειχνε δύο δάχτυλα του χεριού του και απαντούσε: "You know 2 cups", ο Γκέρσον έχει κερδίσει τρεις Ευρωλίγκες γιατί να μην πάρει και τρία Ευρωπαϊκά με την καλύτερη γενιά του Ισπανικού μπάσκετ ο Σκαριόλο; Να σημειώσω ότι και οι τρεις προπονητές που αναφέρω στην προηγούμενη πρόταση είναι από τους καλύτερους και συμπαθητικότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει τόσα χρόνια στα γήπεδα. Δυστυχώς στην Ελλάδα το εργοστάσιο παραγωγής παικτών δεν παράγει Γκασόλ, ούτε το μπάσκετ είναι τόσο διαδεδομένο για να βγάλει 12 τύπους ορκισμένους να πεθάνουν στο παρκέ. Ως εκ τούτου θα συνεχίσουμε να τρωγόμαστε με τα ρούχα μας για το ποιος προπονητής κάνει και ποιος δεν κάνει για τον πάγκο της εθνικής μας.
Πηγή: contra.gr