Τελευταίο όνειρο σήμερα το πρωί ότι έχει ξανανοίξει η «Ελευθεροτυπία» και είμαστε όλοι και όλες μαζί. Ξυπνάω, κατεβασμένα μούτρα. Λέω να γράψω κάτι στο Φούμπου, σκέπτομαι ότι θα ακούγομαι σαν μπασταρδάκι του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το αφήνω. Φτάνω δουλειά, με παίρνουν τα παιδιά απ’ το Sportdog, «γράψε ρε φίλε κάτι για τον Συρίγο». Να γράψω. Να γράψω για το σπίτι μου, για την οικογένειά μου, για το ωραιότερο τρελάδικο του κόσμου που έγινε στάχτη. Να γράψω για τον Φίλιππα…
Σκόρπια θα τα πω παιδιά, να με συγχωρέσετε παρακαλώ αλλά η φόρτιση είναι μεγάλη. Ο Συρίγος σαν προσωπικότητα ήταν κάτι σαν τον μεσημεριανό τον ίσκιο. Το καταλάβαινες ότι ήταν από πάνω σου και σε σκέπαζε και άφηνε το ίχνος του. Αυτό το πράγμα που οι Αμερικάνοι λένε «μεγαλύτερος κι από τη ζωή την ίδια» και δίκιο έχουν. Μεγάλος στη μαγκιά του, μεγάλος στην έκφρασή του, μεγάλος στα σωστά του, μεγάλος και στα λάθη του. Σ’ άρεσε δεν σ’ άρεσε, όφειλες να παραδεχθείς το μέγεθος του ανδρός.
Και την πολεμική αρετή του, επίσης. Ο Συρίγος δεν έκανε πίσω στις μάχες που έδινε, δεν μάσαγε τα λόγια του, δεν στρογγύλευε τα γραπτά του. Αυτό που ήθελε να πει θα το έλεγε και θα το έλεγε στα μούτρα σου. Και γαία, πυρί μειχθήτω, Φίλιππας καθαρίζει εδώ. Ως την τελευταία στιγμή, ως την τελευταία ώρα, ακόμη και όταν ο καρκίνος είχε αρχίσει πια να τον καταβάλει.
Θυμάμαι μια μέρα στην δεύτερη εκδοχή της «Ελευθεροτυπίας», που είχε αναλάβει καθήκοντα συμβούλου έκδοσης. Είχε προκύψει μια κόμπλα με το τηλεοπτικό ρεπορτάζ, με ευθύνη της τότε συνεργάτιδάς μου. Με παίρνει ο Συρίγος, αρχίζει τα γαμωσταυρίδια, με φωνάζει «έλα δω». Πάω στο γραφείο του, μου λέει «ρε γελοίε Ξανθάκη, τι μαλακίες έκανε αυτή;». Του απαντάω: «Πρώτον, αν έγινε μαλακία, η ευθύνη είναι δική μου. Δεύτερον, δεν έγινε μαλακία και κάτσε να σου εξηγήσω το γιατί».
Του τα ‘πα, τα άκουσε, με κοίταξε, γέλασε. Κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε, για τον Μελισσανίδη, για τον Σωκράτη, για τον Καπετάνιο, για το μαχαίρωμα που είχε φάει, για το μπασκετάκι και για την κατάσταση στην εφημερίδα που είχε αρχίσει να μπατάρει. Κάτσαμε καμιά ώρα, τον ζητήσανε ύστερα, έφυγε. No hard feelings; No hard feelings!
Γιατί ο Φίλιππας ήταν κύριος. Κύριος και μπεσαλής. Θα το έτρωγες το βρισίδι σου βεβαίως, αλλοίμονο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αδικηθείς και να πληρώσεις αμαρτίες αλλωνών. Ο Συρίγος είχε ανάστημα, δεν είχε ανάγκη να φορτώνει σε υφισταμένους και συνεργάτες το κάθε ολίσθημα που προέκυπτε σε καθημερινή βάση. Και ακόμη περισσότερο από ανάστημα, είχε σπονδυλική στήλη. Και τον ευλόγησε ο Θεός να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας σε ένα μαγαζί όπου δεν ήταν έγκλημα να στέκεσαι όρθιος. Και να μη μασάς από το παπαριλίκι και το καουμποϊλίκι του καθενός.
Αυτή ήταν η «Ελευθεροτυπία», αυτός ήταν ο Φίλιππας Συρίγος, ένα από τα τελευταία και πιο ζόρικα κουτσαβάκια της δημοσιογραφικής πιάτσας. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, όσοι πρέπει να τον θυμούνται δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ. Τους υπόλοιπους, ούτως ή άλλως τους είχε γραμμένους εκεί που δεν πιάνει μελάνι…