Ήταν σημαιοστολισμένος στα κόκκινα, αλλά, μελαχρινός όπως ήταν, έμοιαζε περισσότερο με Έλληνα, παρά με Κροάτη. Τελικά, ήταν Γεωργιανός. Είδε το «Hellas» στη δική μου μπλούζα και άνοιξε κουβέντα.
«Σας παρακαλώ, να κερδίσετε. Μη μας το κάνετε αυτό. Είμαστε φίλοι σας και ορθόδοξα αδέλφια, ενώ η Ολλανδία σας έκανε τη ζωή μαρτύριο στα Eurogroup. Νικήστε τους, για να πάμε όλοι μαζί στη Λιλ».
Ο αποψινός αγώνας με τους –συμπαθέστατους μολαταύτα- «πορτοκαλί» είναι, για την Εθνική μας, βαθμολογικά αδιάφορος. Ωστόσο, η Ολλανδία χρειάζεται νίκη για να καβαλήσει τους Γεωργιανούς και τους Σκοπιανούς. Θα τα παίξει όλα για όλα, do or die.
Κι αν χάσει, θα πετάξει απ’ευθείας για το Άμστερνταμ. Γεωγραφικά, η απόσταση μέχρι τη Λιλ είναι μικρή. Αθλητικά, τεράστια. Άλλο να κάθεσαι στον καναπέ σου και άλλο να παλεύεις με τη βατή Λιθουανία για μια θέση στην 8άδα του Ευρωμπάσκετ…
«Σας ευχαριστούμε που μας λυπηθήκατε και δεν μας νικήσατε με 50 πόντους», συνέχισε ο Γεωργιανός φίλος, πριν επιστρέψει στις μπύρες του.
«Μαζί σου», του είπα. Και το εννοούσα. Δεν θέλω στους «16» τη FYROM, ούτε την Ολλανδία. Και ο λόγος δεν έχει να κάνει με την πολιτική.
Πρώτα πρώτα, η Εθνική μας οφείλει να προστατεύσει την τιμή και την έξωθεν καλή μαρτυρία της. Να μη δώσει δικαιώματα στους πονηρούς. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Ταξίδεψα κάποτε στην Τιφλίδα, καλή ώρα με την Εθνική μπάσκετ. Τον Φεβρουάριο του 1997, όταν στην ομάδα έπαιζαν ο Οικονόμου, ο Σιγάλας, ο Μυριούνης, ο Αγγελίδης, ο Μπακατσιάς, ο Μπουντούρης, ο Αγγελίδης και οι πιτσιρικάδες Κακιούζης, Γιαννούλης, Χατζής. Νικήσαμε 65-61, αλλά αυτό ήταν το λιγοτερο.
Είδα μία χώρα πάμπτωχη, με σκηνικά που θύμιζαν «Συνοικία το Όνειρο», σαν βγαλμένα από τη δεκαετία του ’50. Είδα, όμως, και κάτι άλλο.
Η μικρή, πτωχή, πλην τιμία Γεωργία ήταν και είναι μία μικρή Ελλάδα, κρυμμένη στις πλαγιές και της χαράδρες του Καυκάσου.
Παντού συναντάς Έλληνες δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς. Πολιτικούς πρόσφυγες ή Ελληνοπόντιους που αναζήτησαν μία καλύτερη ζωή στις εσχατιές της Μαύρης Θάλασσας.
Ή, «απλώς» απογόνους των Ελλήνων κληρικών, λογίων ή εμπόρων που μετοίκησαν στην Υπερκαυκασία από τον 15ο αιώνα κιόλας.
Μιλούν τα ωραία ελληνικά εκείνων που έμειναν ανέγγιχτοι από τη σύγχρονη κακοποίηση της ταλαίπωρης γλώσσας. Έχουν τη δική τους, ελληνόφωνο εφημερίδα και τον δικό τους ραδιοσταθμό. Και φυσικά εκκλησίες. Ορθόδοξες εκκλησίες.
Οι Ελληνες της Γεωργίας αποτελούν ένα ολοζώντανο κύτταρο, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα. Αποκρυπτογραφήστε τα ονόματα και ξεψαχνίστε το γενεαλογικό δέντρο μίας οποιασδήποτε γεωργιανής ομάδας και θα βρείτε, παντού, κρυμμένη Ελλάδα.
Τα επώνυμα που τελειώνουν σε –ίτζε και -άτζε είναι αντίστοιχα του δικού μας –ίδης και -άδης. Πολλοί νέοι ονομάζονται «Ιρακλί» ή «Γκιόργκι» ή «Ακάκι» ή «Αλεκσάντρ». Η γιαγιά του Κάχι («Ακάκιος») Καχιασβίλι ήταν Ελληνίδα. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα.
Όταν φτάσαμε στην Τιφλίδα ήμασταν κάπως ανυποψίαστοι. Μία ώρα μετά την άφιξη, εμφανίστηκε στο ξενοδοχείο της Εθνικής μία παρέα από δύο κοπέλες και έναν νεαρό. Πλησίασε προς το τραπέζι όπου πίναμε τον πρώτο καφέ.
«Παιδιά, σύρμα, έρχονται δύο π**τάνες και ένας τζιναβωτός», είπε, μεγαλοφώνως, ο εξυπνάκιας της δικής μας συντροφιάς.
Ευτυχώς, οι «π**τάνες» και ο «τζιναβωτός» δεν τον άκουσαν. Δεν είχαν έρθει για κονσομασιόν οι τρεις νέοι, αλλά για ρεπορτάζ.
Ήταν δημοσιογράφοι από το ελληνικό ραδιόφωνο της πόλης και καταλάβαιναν θαυμάσια τη γλώσσα μας. Όχι του πεζοδρομίου όμως, αλλά του σχολείου. Εξυπακούεται ότι μας σκλάβωσαν.
Ελπίζω ότι απόψε θα πανηγυρίσουν νίκη της Ελλάδας επί της Ολλανδίας, στην (όχι πια τόσο φτωχή) Τιφλίδα, στο Βατούμι και στο Σοχούμι, για περισσότερους από έναν λόγους. Αυτοί είναι πραγματικά αδέλφια μας και όχι οι Σέρβοι.
Πηγή: gazzetta.gr