Πιστά στο όνομά τους, τα ριάλιτι επιβίωσης μακροημερεύουν και σπάνε το ένα ρεκόρ τηλεθέασης πίσω από το άλλο. Πίσω από την καταγωγή τους κρύβεται ένα βιβλίο με Νόμπελ λογοτεχνίας, μια υπόθεση για την ανθρώπινη φύση και το μεγαλύτερο φιλοσοφικό (και όχι μόνο) δίλημμα όλων των εποχών.
Το 1954 εκδόθηκε το βιβλίο του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ «Ο Άρχοντας των Μυγών». Ο πρωτότυπος τίτλος ήταν «The Lord of the Flies» και χάρισε στο συγγραφέα του μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον και ένα Νόμπελ λογοτεχνίας.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή· ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, έχει δει στάνταρ την ταινία, κάποιο θεατρικό, ή έχει διάβασει για αυτό: Μερικοί Βρετανοί μαθητές βρίσκονται ως ναυαγοί σε ένα απομονωμένο νησί και πολύ σύντομα (υπερβολικά σύντομα για την ακρίβεια) στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου και κατέρχονται σε μια εντελώς ζωώδη κατάσταση, στην οποία το ένστικτο που επικρατεί είναι εκείνο της επιβίωσης.
Η ταινία Lord of the Flies, του πρόσφατα εκλειπόντος Πίτερ Μπρουκ, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών στις 23 Ιουλίου 1964 και βασιζόταν στο βιβλίο του Γκόλντινγκ
Μόνο που για τους μαθητές του Γκόλντινγκ επιβίωση σημαίνει «ποιος θα φάει τον άλλον», ενώ η αλληλεξόντωση λαμβάνει και τη μορφή του σπορ: Καταλήγουν να σκοτώνουν απλώς επειδή μπορούν.
Κάτι το οποίο στην ουσία κατεβάζει τον άνθρωπο ακόμη χαμηλότερα και από τα χαμηλότερη ζωώδη κατάσταση: Τα ζώα δεν σκοτώνουν για πλάκα...
Το έργο του Γκόλντινγκ γράφτηκε ακριβώς την εποχή που ο κόσμος προσπαθούσε να κατανοήσει τι ήταν αυτό που είχε συμβεί ελάχιστα χρόνια νωρίτερα· ήταν το Άουσβιτς μια ανωμαλία στην ανθρώπινη φύση, ή όλοι έχουμε έναν ναζί μέσα μας, ο οποίος περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσει;
Ο Γκόλντινγκ έδωσε μια λογοτεχνική απάντηση: Φυσικά και ισχύει το δεύτερο. Το βιβλίο του, λανθασμένα, διαβάστηκε πιο πολύ σαν ένα «ρεπορτάζ» και λιγότερο ως μια υπόθεση και ο κόσμος όσο δυσοίωνη κι αν ήταν η διαπίστωση αυτή, αποδέχθηκε εν πολλοίς ότι έτσι είμαστε: Κτήνη που μόνο ο πολιτισμός και οι νόμοι και οι κανόνες μάς αποτρέπουν από το να διαπράξουμε τα τέρατα που είμαστε προγραμματισμένοι να διαπράττουμε από τη φύση μας.
Η «τερατώδης» ανθρώπινη φύση
Πάνω σ' αυτήν την υπόθεση περί της ανθρώπινης φύσης βασίστηκαν έκτοτε πολλά πειράματα, όπως το περίφημο του Στάνφορντ, αλλά και του Μίλγκραμ, τα οποία έκαναν στην πραγματικότητα αυτό που έκανε ο Γκόλντινγκ λογοτεχνικά.
Προσπάθησαν να αποδείξουν ότι όταν οι άνθρωποι αφήνονται στην τύχη τους, γίνονται τέρατα και αυτό που επικρατεί είναι η κακή τους φύση.
Στο Στάνφορντ χώρισαν μια ομάδα καθημερινών ανθρώπων στα δύο, σε δεσμοφύλακες και φυλακισμένους. Υποτίθεται ότι πριν καλά καλά περάσει ένα 24ωρο, οι δεσμοφύλακες είχαν μετατραπεί σε κτήνη και βασάνιζαν τους φυλακισμένους.
Ο Μίλγκραμ από την άλλη, έβαλε ανύποπτους ανθρώπους να πατάνε ένα κουμπί και να κάνουν ηλεκτροσόκ σε ανθρώπους που δεν ήξεραν, μετρώντας μέχρι που μπορούν να φτάσουν. Έφτασαν μακριά, σύμφωνα με τα συμπεράσματά του: Κάποιοι δεν δίστασαν να χορηγήσουν θανατηφόρες δόσεις ηλεκτρισμού στο θύμα του διπλανού δωματίου.
Το γεγονός ότι και τα δύο πειράματα ήταν εντελώς ανήθικα τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεσή τους, ενώ τα αποτελέσματά και η μεθοδολογία τους αμφισβητούνται έντονα, δεν εμπόδισε να γίνουν «ευαγγέλια» όσων εμμένουν ότι ο άνθρωπος είναι ένα πάρα πολύ διαβολικό ον, το οποιο περιφέρεται στον πλανήτη αναζητώντας την «τρύπα» στο σύστημα που θα του επιτρέψει να κάνει κάτι πάρα πολύ κακό.
Είναι μια υπόθεση πάνω στην οποία βασίστηκαν πολύ περισσότερα πράγματα από μερικά πειράματα, όπως ας πούμε οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, αλλά και οι σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες κατά κανόνα θεωρούν δεδομένο ότι αν οι άνθρωποι δεν είναι «δεμένοι με λουρί» θα διαπράξουν κακές πράξεις. Εξού και η καταστολή ως βασικός παράγοντας συγκράτησης των κοινωνιών.
Φυσικά, η ίδια η επιχειρηματολογία πάνω στην οποία στηρίζεται η υπόθεση είναι μη-λογική, καθώς εάν οι άνθρωποι ως μονάδες είμαστε τόσο τέρατα, το ερώτημα είναι αυτονόητο: πώς κατορθώνουμε να δημιουργούμε συστήματα που μας αποτρέπουν από την εκδήλωση της τερατώδους φύσης μας;
Αυτό που ουσιαστικά λέει η υπόθεση, κάνοντας ένα κολοσσιαίο λογικό άλμα, είναι ότι τα συστήματα που μας συγκρατούν είναι αυτόνομα, έχουν δική τους ζωή και τελικά είναι σαν να δημιουργήθηκαν από μόνα τους, ερήμην μας. Πράγμα, που βέβαια δεν μπορεί να ισχύει.
Από τα βρετανικά οικοτροφεία στο Survivor
Και μέσα σε όλα αυτά, ο Τσάρλι Πάρσονς, ένας Βρετανός τηλεοπτικός παραγωγός, κοιμόταν επί χρόνια με τον «Άρχοντα των Μυγών» κάτω από το μαξιλάρι του. «Το διάβασα στα 12, ξανά στα 20, ξανά στα 30 και ξανά όταν ξεκινήσαμε το σόου», είχε πει σε συνέντευξή του το 2001.
Ο Πάρσονς εξήγησε στην ίδια συνέντευξη, στη Σαρλότ Έντουαρντς και την Daily Telegraph, ότι ο ίδιος υπήρξε εσώκλειστος μαθητής σε βρετανικό οικοτροφείο στη δεκαετία του '70 και ως τέτοιος ταυτίστηκε με τα αγόρια στο μυθιστόρημα.
Η αλήθεια είναι ότι τα βρετανικά οικοτροφεία είναι πράγματι το μέρος στο οποίο έχει παρατηρηθεί και καταγραφεί το περισσότερο και αγριότερο μπούλινγκ στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου. Παραδόξως, είναι ταυτόχρονα και τα μέρη με κάποιους από τους πιο αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς και τα πιο ισχυρά συστήματα τιμωρίας και καταστολής.
Ο Πάρσονς, έχοντας επιβιώσει αυτού του περιβάλλοντος και ως φανατικός του Γκόλντινγκ, αποφάσισε να μεταφέρει τον «Άρχοντα των Μυγών» στην τηλεόραση, με μια ιδέα η οποία αποδείχθηκε εμπορικά ίσως η καλύτερη όλων των εποχών: Έφτιαξε το Survivor.
Μερικά εκατομμύρια σεζόν και παραλλαγές αργότερα, τα ριάλιτι επιβίωσης μάς επιστρέφουν στον αρχικό και διαρκή προβληματισμό του είδους μας, το οποίο παράλληλα με ό,τι άλλο κάνει, καταναλώνει τρομερή φαιά ουσία για να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Είναι κακό πλάσμα ο άνθρωπος;
Από τον Ζαν Ζακ Ρουσό στον Άγιο Δομίνικο
Εννοείται ότι το ερώτημα δεν προέκυψε ούτε με τον Γκόλντινγκ, ούτε με το Survivor. Ούτε καν με το Ολοκαύτωμα, ο άνθρωπος από τότε που έφυγε από την κατάσταση του τροφοσυλλέκτη/κυνηγού και δημιούργησε οργανωμένες και σταθερές κοινότητες, ξεκίνησε και να πολεμάει, διότι αίφνης είχε λόγο: Τον έλεγαν ιδιοκτησία.
Σύντομα άρχισε να αναρωτιέται και για τη φύση του, κάτι καθόλου παράλογο. Έχουν γραφτεί περισσότερες λέξεις από οποιοδήποτε άλλο θέμα για το αν είμαστε τελικά καλοί ή κακοί από τη φύση μας, εκεί καταλήγει όλο.
Και έχουν γίνει πάρα πολλές υποθέσεις, όπως ας πούμε εκείνη του Τόμας Χομπς (1588-1679) και του Ζαν Ζακ Ρουσό (1712-1778).
Οι δύο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ, ο Ρουσό γεννήθηκε όταν ο Χομπς είχε ήδη πεθάνει, όμως μπορούμε να τους πάρουμε σαν βάση των δύο αντίθετων πόλων της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης: Ο Χομπς, με τον περίφημο «Λεβιάθαν» μάς λέει ότι ο άνθρωπος είναι ένα πολύ κακό πλάσμα που μόνο η πολιτική κοινωνία το σώζει από τα ταπεινότερα ένστικτά του.
Ο Ρουσό, από την άλλη, διηγήθηκε μια εντελώς διαφορετική ιστορία: Ο πολιτισμός με τον τρόπο που τον χτίσαμε, όχι μόνο δεν βοήθησε τους ανθρώπους να βγάλουν τον καλύτερό τους εαυτό, αλλά αντίθετα, τους έκανε σκληρούς, ανταγωνιστικούς και τελικά δολοφόνους.
Πάνω στη βάση αυτής της διάστασης στηρίχθηκαν όλες οι σύγχρονες κοινωνικές διαμάχες, με τις πολιτικές τους εκφράσεις και προεκτάσεις. Καταλήγοντας με τη σειρά τους στο βασικότερο ερώτημα όλων:
Πρέπει ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος;
Ο Χομπς λέει όχι, ο Ρουσό λέει ναι. Τι μας δείχνει η εμπειρία, όμως, ακόμη και μέσα από τα περίφημα ριάλιτι επιβίωσης; Τι συμβαίνει στους ανθρώπους όταν βρίσκονται μόνοι τους σε ένα ερημικό νησί;
Η εμπειρία μάς δείχνει κάτι εντυπωσιακό: Εάν τους αφήσεις ήσυχους, όπως έγινε σε μια αληθινή τέτοια περίπτωση όταν έξι αγόρια ναυάγησαν για ένα χρόνο στη βραχονησίδα Άτα του Ειρηνικού το 1966, μεγαλουργούν, συνεργάζονται, συγκεντρώνονται στη συλλογική επιβίωση και δημιουργούν πολύ ισχυρούς δεσμούς ανάμεσά τους. Όχι μόνο κανείς δεν πειράζει κανέναν, αντιθέτως όλοι βοηθούν όλους, ακόμη και τους πιο αδύναμους· περισσότερο αυτούς.
Εάν, τώρα, τους σπρώξει στην κατεύθυνση του ανταγωνισμού, της ίντριγκας, της αντίληψης εν τέλει ότι το καλό του ενός ταυτίζεται με το κακό του άλλου, πολύ σύντομα θα τους δεις να το εφαρμόζουν, ιδιαίτερα εάν το κίνητρο είναι μερικές χιλιάδες ευρώ.
Είναι τόσο απλό; Γιατί όχι; Τα ριάλιτι επιβίωσης δεν βασίζονται πάνω στην ιδέα της επιβίωσης και υπ΄αυτήν την έννοια ακόμη και ο τίτλος τους είναι παραπλανητικός. Βασίζονται στην ιδέα του ανταγωνισμού και μάλιστα της σκληρότερης μορφής του, αυτής του «There Can Be Only One», για να θυμηθούμε τον Χαϊλάντερ.
Το μυθιστόρημα του Χόλντινγκ, όπως και τα ριάλιτι στα οποία -άθελά του- οδήγησε, παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, αλκοολικός και βίαιος χαρακτήρας, που κακοποιούσε τα ίδια του τα παιδιά, το είχε πει ξεκάθαρα: «Είδα την ανθρώπινη φύση έτσι, διότι έτσι είμαι εγώ». Δεν τον άκουσε κανείς. Ή ίσως τον άκουσαν ορισμένοι, αλλά το συνολικό αφήγημα ήταν πολύ βολικό για να το χαλάσει μια προσωπική λεπτομέρεια. Ο άνθρωπος είναι πολύ χρήσιμο να είναι «κακός κι επικίνδυνος» ώστε διαρκώς να χρειάζεται μαστίγιο, αφέντες και συστήματα που θα τον «προστατεύουν» από τον εαυτό του.
Οι άνθρωποι δεν θα καταλήξουμε εύκολα, ή ίσως και ποτέ, σε συμπαγή συμπεράσματα για τη φύση μας και μάλλον ευτυχώς. Είμαστε αρκετά πολύπλοκα πράγματα, εξάλλου, για να ερμηνευτούμε με απόλυτους και μανιχαϊστικούς όρους: Ασπρο/μαύρο, καλό/κακό.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι είμαστε εύκολα χειραγωγήσιμοι.
Κι όσο λιγότερη κριτική σκέψη έχουμε, τόσο πιο εύκολο είναι να μας πείθει κανείς ότι είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε τους εαυτούς μας και την ελευθερία μας.
Και είναι πολύ πιο εύκολο να βλέπουμε Survivor, παρά να μας προβληματίζει ο Ρουσό. Ή ίσως και δεν είναι...
Πηγή: cnn.gr