Άλλωστε, δεν του απέμενε πολύς χρόνος, καθώς είχε κι άλλες υποχρεώσεις.

 


Ο τερματοφύλακας της Εσπανιόλ μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στο γήπεδο και το νοσοκομείο όπου εργαζόταν ως γιατρός δίπλα στον αδελφό του, Φερνάντο. Οι δυο τους έμελε να γράψουν ιστορία στον τομέα της αγγειολογίας και της καρδιαγγειακής χειρουργικής στην Ισπανία.

Η δουλειά ήταν ιδιαίτερα αυξημένη εκείνες τις ημέρες, καθώς ο Αλμπέρτο προσπαθούσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, εργαζόμενος ως καρδιολόγος, έχοντας να αντιμετωπίσει τα όλο και αυξανόμενα έκτακτα περιστατικά που παρουσιάζονταν στα επείγοντα του νοσοκομείου.

Ο Αλμπέρτο έφυγε το Σάββατο της Πρωτομαγιάς με λεωφορείο για να πάει στη Βαλένθια, όπου η Εσπανιόλ διεκδικούσε τον τίτλο της Μεσογειακής Λίγκας, της διοργάνωσης για τις ομάδες της Καταλονίας, της Βαλένθια και της Μούρθια. Το τουρνουά διεξαγόταν από τις 31 Ιανουαρίου μέχρι τις 2 Μαΐου του 1937 στην περιοχή που ελεγχόταν από τη δημοκρατική κυβέρνηση.

Την προηγούμενη μόλις εβδομάδα, η Εσπανιόλ είχε ηττηθεί με 2-0 από τη Μπαρτσελόνα και την τελευταία αγωνιστική είχε 19 βαθμούς, έναντι 18 των μπλαουγκράνα. Αγωνιζόταν στο Μεστάγια και η βασική αντίπαλό της για τον τίτλο αντιμετώπιζε την Ταραγόνα στην τότε έδρα της, το Les Corts. Τελικά, πρωταθλητές αναδείχθηκαν οι μπλαουγκράνα μετά την επιβλητική νίκη τους με 5-1 σε συνδυασμό με την ήττα της ομάδας του Μαρτορέλ με 4-3.

Κατά την επιστροφή του στη Βαρκελώνη, ο τερματοφύλακας – γιατρός βρήκε μια πόλη να φλέγεται, γεμάτη οδοφράγματα και πτώματα. Οι μάχες ανάμεσα στο Εργατικό Κόμμα των Ενωμένων Μαρξιστών (POUM) και τις Εθνικιστικές Δυνάμεις μαίνονταν και οι συγκρούσεις προκάλεσαν τον θάνατο πάνω από 1000 ανθρώπων, με τον Μαρτορέλ να καλείται μαζί με τους συναδέλφους του να εργάζονται ώρες ατέλειωτες για να αποτρέψουν όσο το δυνατό περισσότερους θανάτους.

Φυσικά, όταν είχε μπροστά του έναν τραυματία, δεν κοιτούσε ταυτότητες ή πολιτικές προτιμήσεις, κάτι που τότε δεν γνώριζε ότι θα του δημιουργούσε μπελάδες στο μέλλον.

Γεννημένος το 1916 στη Μαδρίτη σε μία οικογένεια της καταλανικής αστικής τάξης, έφτασε στη Βαρκελώνη σε ηλικία 2 ετών επειδή η μητέρα του, Εμίλια Οτζέτ, δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από την πόλη της.

Οι δυο αδελφοί του ήταν κι αυτοί που τον μύησαν στη «διπλή» ζωή του: ο Βιθέντε του πέρασε το πάθος για τον αθλητισμό. Έγινε ποδοσφαιριστής κι έφτασε μέχρι την Εθνική Ομάδα φορώντας 4 φορές τη φανέλα της, ενώ παράλληλα έπαιζε χόκεϊ επί χόρτου, ράγκμπι και τένις. Ο άλλος του αδελφός, Φερνάντο, τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ιατρική και να μην αφήσει τις σπουδές του.

Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο από όταν ήταν στο σχολείο, στους δρόμους κοντά στη λεωφόρο Diagonal, ξεχωρίζοντας ως επιθετικός. Πρώτη του ομάδα ήταν η Πένια Μοντσεράτ, στην οποία μία περίεργη συγκυρία τον έκανε να αλλάξει θέση κι από επιθετικός να υπερασπίζεται έκτοτε την εστία.

Κατά τη διάρκεια μίας αναμέτρησης, ο τερματοφύλακας της ομάδας του υπέπεσε σε πέναλτι κι εκνευρίστηκε τόσο πολύ που έφυγε από το γήπεδο! Ο Μαρτορέλ ανέλαβε να καλύψει το κενό του και μπορεί να μην απέκρουσε το πέναλτι, αλλά τα πήγε τόσο καλά πραγματοποιώντας σωτήριες επεμβάσεις στη συνέχεια, ξεκινώντας μία διαφορετική καριέρα που ολοκληρώθηκε με 123 εμφανίσεις στην Primera Division και 4, όπως προείπαμε, στην Εθνική Ομάδα.

Σταδιακά βελτιώθηκε ακόμα περισσότερο, φτάνοντας τελικά στην Εσπανιόλ, χωρίς, όμως, να ξεχνά το άλλο του μεγάλο πάθος, την ιατρική. Ήταν αφοσιωμένος στις σπουδές του και ειδικεύτηκε στην καρδιολογία.

Αυτός ήταν κι ο λόγος που, αν κι εντάχθηκε στο δυναμικό της Εσπανιόλ το 1933 κόντρα στην Γκρανογιέρς για το πρωτάθλημα Καταλονίας, δεν αγωνίστηκε με την πρώτη ομάδα πριν τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου.

Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, δεδομένου του ότι ποτέ η ομάδα δεν του είχε δώσει χρήματα, πήρε δώρο ένα αυτοκίνητο, το οποίο, μάλιστα, αναγκάστηκε να πληρώσει ο ίδιος, καθώς τα ταμεία της ομάδας ήταν άδεια. Προκειμένου το Ford του να μην κατασχεθεί από την πολιτοφυλακή, ένας φίλος του μηχανικός το αποσυναρμολόγησε, φυλώντας τα κομμάτια του στο συνεργείο του. Όταν ο εμφύλιος τελείωσε, το έφτιαξε ξανά και το το επέστρεψε όπως το είχε γνωρίσει!

Η είσοδος, όμως, των εθνικών στρατευμάτων στη Βαρκελώνη στις 26 Ιανουαρίου του 1939 άλλαξε τα δεδομένα. Κάθε πολίτης που δεν είχε εκφράσει φανερά τη στήριξή του στον Φράνκο θεωρούταν ύποπτος και ο Μαρτορέλ που είχε επιλέξει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο ποδόσφαιρο και την ιατρική, αφήνοντας εκτός την πολιτική, δεν ξέφευγε από τον κανόνα.

Το ότι κατάφερε να αποδείξει ότι η μοναδική του δουλειά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ήταν να σώζει ζωές και την… παραβίαση της εστίας της ομάδας του τον γλίτωσε από την εκτέλεση ή την εξορία, αλλά όχι και από τον μονοετή αποκλεισμό από κάθε ποδοσφαιρική δραστηριότητα επειδή δεν είχε προσχωρήσει στην πλευρά του Φράνκο.

Η τιμωρία του δεν του επέτρεψε να πανηγυρίσει την κατάκτηση του Κυπέλλου με 3-2 επί της Ρεάλ Μαδρίτης στον τελικό του 1940, αλλά μπόρεσε να παίξει στον τελικό της επόμενης χρονιάς, όπου, όμως, η Εσπανιόλ ηττήθηκε με 3-1 από τη Βαλένθια στο Chamartin.

Έχοντας θέσει ως προτεραιότητα την ιατρική και παρά το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχος έχοντας εξελιχθεί στο πλευρό του Ρικάρντο Θαμόρα, απέρριψε προτάσεις από τη Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ Μαδρίτης, με την οικογένειά του να παραμένει μία από τις πιο παραδοσιακές στην ιστορία της Εσπανιόλ (σ.σ. ο ανηψιός του Φεράν έγινε και πρόεδρος). Ο ίδιος, μετά την απόσυρσή του στις 20 Οκτωβρίου του 1945 παρέμεινε στον σύλλογο αναλαμβάνοντας διοικητικό ρόλο.

Όντας μόλις 30 ετών, αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην αγγειολογία κι έγινε σημείο αναφοράς παγκοσμίως για την προσφορά του στον τομέα. Στις 7 Ιουλίου του 1959 ίδρυσε στη Βαρκελώνη την Ισπανική Κοινότητα Αγγειολογίας και τα δυο παιδιά του, Μαρί Παθ και Αλμπέρτο, ακολούθησαν τα βήματά του κι έγιναν επίσης καρδιοαγγειακοί χειρουργοί.

Ο Μαρτορέλ έφυγε από τη ζωή στις 22 Νοεμβρίου του 2011 σε ηλικία 95 ετών. Η οικογένεια της Εσπανιόλ θρήνησε έναν πραγματικό οπαδό της, έναν λάτρη του ποδοσφαίρου και των αξιών του που προσέφερε στους συνανθρώπους του και ως γιατρός και δεν μίλησε ποτέ άσχημα για κανέναν, με μόνη του ένσταση τα υπερβολικά ποσά που έβλεπε να διακινούνται στον χώρο του αθλήματος.

Έναν αθλητή που έδινε τα πάντα για την ομάδα του και τη χώρα του και συνήθιζε να λέει ότι «η Καταλονία έχει μία σπουδαία ομάδα, τη Μπάρτσα, η οποία μακάρι να συνεχίσει να κερδίζει πολλούς τίτλους, αλλά χρειάζεται τουλάχιστον άλλη μία δυνατή εκπρόσωπο».

*Την ιστορία ανέδειξε η στήλη της MARCA «El poder del balon»

ΠΗΓΗ: Othersidefootball.com