Το 1992 υπήρξε μία από τις είκοσι δύο ομάδες που υπέγραψαν το καταστατικό ίδρυσης της Premier League. Έπρεπε όμως να περάσουν 31 ολόκληρα χρόνια, με χρεωκοπίες, ελεγχόμενες διαχειρίσεις, μία τιμωρία αφαίρεσης 30 βαθμών, και υποβιβασμούς έως και την 5η κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος, τη λεγόμενη «non-League» για να γευτεί, επιτέλους τη χαρά της κατηγορίας των «μεγάλων». Μαζί της, η Λούτον φέρνει όμως και το φολκλορικό της, ετοιμόρροπο, ξύλινο «σπίτι»: το Kenilworth Road, το παλαιότερο, από το 1905, αλλά και μικρότερο, με μόλις 10.226 χωρητικότητα γήπεδο της επόμενης Premier League.
Μετά, λοιπόν τις Μπέρνλι και Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, που ανέβηκαν απευθείας ως 1η και 2η, η Λούτον έγινε η 3η ομάδα από την Championship που θ’ αγωνιστεί στο δυσκολότερο πρωτάθλημα του κόσμου. Αν και ο δρόμος, που την χώριζε από τον ιστορικό της στόχο αποδείχθηκε κάθε άλλο από εύκολος. Στα ημιτελικά των play- offs είχε κληρωθεί να παίξει με την πολύ περισσότερο έμπειρη Σάντερλαντ, την οποία κι απέκλεισε ύστερα από μία ήττα εκτός (1-2) κι ένα 2-0 εντός που θα της χάριζε το εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό στο φημισμένο παλκοσένικο του «Ουέμπλεϊ». Όπου είχε ξανά παίξει άλλη μία φορά, το μακρινό ’88 αιφνιδιάζοντας την Άρσεναλ 3-2 στον τελικό του Λιγκ- Καπ: το μοναδικό τρόπαιο στην 138χρονη ύπαρξή της.
Αντίπαλός της, στο κατάμεστο από 85.711 θεατές «Ναό του βρετανικού ποδοσφαίρου», η Κόβεντρι επίσης παλιά καραβάνα της Premier League η οποία, αφού αιφνιδιάστηκε στο 23’ από το γκολ του Κλαρκ, ισοφάρισε στο 66’ με τον Χάμερ στέλνοντας τις ομάδες στην παράταση, και μετά στην ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι. Των ατελείωτων 12 πέναλτι, με τον Νταμπό ν’ αστοχεί στο κρίσιμο, τελευταίο και τους παίκτες της Λούτον να πανηγυρίζουν σαν μικρά παιδιά για το όνειρο που είχε γίνει επιτέλους πραγματικότητα. «Η αγωνία από τα 11 μέτρα, είπε ο Ουαλλός αρχιτέκτονας του θαύματος, Ρομπ Έντουαρντς ήταν ίσως μεγαλύτερη και από τα 31 χρόνια απουσίας από την κατηγορία των μεγάλων». Και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Από δω και πέρα όμως, γεννάται ένα σοβαρό ερώτημα: τι γίνεται με το Kenilworth Road;
Είναι κατάλληλο να φιλοξενήσει τους φιλάθλους των δύο Μάντσεστερ, μίας Λίβερπουλ ή μίας Άρσεναλ ή θα καταρρεύσει με τα πρώτα επεισόδια όπως λίγο έλειψε να συμβεί πριν μερικά χρόνια ύστερα από φασαρίες, πρωτίστως με τους οπαδούς της «αιώνιας» Ουότφορντ, αλλά και των Τσάρλτον, Μίλγουολ; Και τι θ’ απογίνει ο κόσμος που μένει, κυριολεκτικά μεσοτοιχία του γηπέδου; Πως θα απλώνει στα μπαλκόνια τις… μπουγάδες του;
Είναι πράγματι ένα σοβαρό ζήτημα, αυτό του «φολκλορικού» γηπέδου που θα κληθεί να επιλύσει η Premier League και που οι Hatters αποκαλούν, και με το δίκιο τους, «σπίτι» τους από το 1905. Είναι όμως και το «σπίτι» εκατοντάδων ακόμη οικογενειών που μένουν στα μικροσκοπικά, γραφικά, διώροφα διαμερίσματα, αριστουργήματα της Βικτοριανής Εποχής. Στην κυριολεξία κολλημένα και γαντζωμένα στις εγκαταστάσεις ενός γηπέδου, για την πρόσβαση του οποίου, κυρίως οι αντίπαλοι φίλαθλοι θα πρέπει πρώτα να περάσουν από τα διαμερίσματα, τις σκάλες, τα μπαλκόνια και τις… μπουγάδες για να βρουν τις θέσεις τους στις, ξύλινες, εξέδρες. Μία κατάσταση, αν μη τι άλλο, ανάμεσα στο Σουρεάλ και το Γκροτέσκο, όχι μόνο για την ψυχική ηρεμία των κατοίκων, αλλά κυρίως για την ασφάλεια και την σωματική τους ακεραιότητα.
«Κανένα πρόβλημα, καθησυχάζει ο ιδιοκτήτης της Λούτον, Ντέιβιντ Ουϊλκινσον. Χρόνια έχει εγκριθεί το σχέδιο ανάπλασης του γηπέδου και της χωρητικότητας, που θα φτάσεις έως και τους 22.000 θεατές. Μόνο που δεν θα είναι έτοιμο πριν το 2026». Έως τότε, η ομάδα ή θα φιλοξενείται στην έδρα της «μισητής» Ουότφορντ, που δύσκολα, έως απίθανα να δεχτεί. Η’ θ’ απαγορεύσει την είσοδο στους φιλάθλους άλλων ομάδων ή, το πιθανότερο να ξαναβρεθεί σύντομα σε κάποια μικρότερη κατηγορία για να έχουν άπαντες το κεφάλι τους ήσυχο…