Εννιά χρόνια αφότου φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της εθνικής, ο Κώστας Κατσουράνης διάβηκε την πόρτα ενός παγκόσμιου κλαμπ για λίγους, ευρισκόμενος ο ίδιος σε μια ταραχώδη φάση της καριέρας του.

Την τελευταία πενταετία, ο Κατσουράνης αντιμετωπίστηκε στη δημόσια σφαίρα όπως πολλοί άλλοι συνάδελφοί του στο παρελθόν. Αφού είχε ήδη ξεχωρίσει για και εδραιώσει την υψηλή αγωνιστική του αξία και αφού είχε σκαρφαλώσει αρκετές βαθμίδες στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, άρχισαν να δημιουργούνται δύο πόλοι: Αυτοί που τον έκριναν με βάση τα τεχνικά/τακτικά του χαρακτηριστικά (ως επί το πλείστον θετικά) και αυτοί που τον έκριναν με βάση τις εξω-αγωνιστικές του συνήθειες, ορμώμενοι συνήθως από οπαδικά/απλοϊκά κριτήρια (ως επί το πλείστον αρνητικά).

Η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό το 2009 βάθυνε το ρήγμα μεταξύ των δύο πόλων, διότι πρόσθεσε μπαρούτι στην «πυριτιδαποθήκη». Λόγω και της (επίπλαστης) ανάγκης για πληθώρα παρασκηνίου/κουτσομπολιών στην κάλυψη της καθημερινής αθλητικής επικαιρότητας, ο πρώτος πόλος βρέθηκε ξαφνικά σε θέση αμυνόμενου επειδή ο δεύτερος άρχισε να ξεσαλώνει, μετατοπίζοντας οποιαδήποτε κουβέντα για την απόδοση του Κατσουράνη στον χαρακτήρα του. Κορωνίδα της ιστορίας αυτής είναι το θέμα που προεκυψε το 2010 στην εθνική, με τις αποχωρήσεις Κυργιάκου, Αμανατίδη και Γκέκα (η αλήθεια είναι ότι το συμβάν αυτό έριξε νερό στο μύλο της πολεμικής προς τον Κατσουράνη και είναι θλιβερό που δύο χρόνια αργότερα η αλήθεια καλύπτεται ακόμα από πέπλο μυστηρίου).

Πέραν αυτού του θολού σημείου, το πλαίσιο της συνήθους στιχομυθίας μεταξύ των «αντιμαχομένων» θα έδινε στον Μπουνιουέλ υλικό για μια ντουζίνα σενάρια, καθώς είναι γνωστό πως με όση δύναμη και να τρακάρει η λογική με τον τοίχο, στο τέλος ο τοίχος θα μείνει όρθιος και η λογική θα γεμίσει καρούμπαλα. Γιατί; Διότι κάθε «είναι ο εγκεφαλικότερος μέσος που διαθέτει το ελληνικό ποδόσφαιρο» θα απαντηθεί μ’ ένα «ναι, αλλά καπνίζει ένα καράβι Μάρλμπορο τη μέρα». Για κάθε «είναι ο μόνος πάικτης που μπορεί να αμυνθεί και στην επόμενη φάση να βγάλει σωστά την ομάδα στην επίθεση, ακόμα και να σκοράρει λόγω καλών τοποθετήσεων» θα απαντηθεί μ’ ένα «ναι, αλλά δεν σπριντάρει για πάνω από πέντε μέτρα και δεν πηδάει ούτε χαρτοπετσέτα». Για κάθε «έχεις αναρωτηθεί γιατί όλοι οι προπονητές του τον έβαζαν κεντρικό αμυντικό όταν είχαν θέμα; Όχι γιατί κάνει τάκλιν αυτοθυσίας ή γιατί είναι πρώτο μπόι, αλλά γιατί η ποδοσφαιρική του οξυδέρκεια είναι τέτοια που τελειώνει τις επικίνδυνες φάσεις πριν αυτές δημιουργηθούν» θα απαντηθεί μ’ ένα «ναι, αλλά είναι μουλωχτός. Κάθε φορά που μιλάει στον Τύπο δεν κοιτάει απευθείας την κάμερα, αλλά πλάγια, συνήθως από κάτω προς τα πάνω. Άσε που συνεχώς ξύνει το λαιμό ή τον σβέρκο του...».

Η λίστα δεν έχει τελειωμό και δεν έχει νόημα να προσπαθεί κάποιος να επικεντρωθεί στην εντός γηπέδου προσφορά του, που είναι η μόνη για την οποία αξίζει να κρίνεται. Είναι μάταιο, θα βρει απέναντί του μια σειρά από «ναι, αλλά παίρνει πολλά», «ναι, αλλά ήταν προστατευόμενος του Τεν Κάτε», «ναι, αλλά συνεχώς φωνάζει στους συμπάικτες του και βρίζει». Εντάξει λοιπόν, ας πούμε ότι είναι η φύση του ποδοσφαίρου και η βλακεία που δέρνει μερικούς, που τους οδηγεί σ’ αυτόν τον εμμονικό παροξυσμό του να κατεβάσουν κάποιον στο επίπεδό τους, με όπλα τη φωνασκία και τη διαστρέβλωση ή/και τη μεγαλοποίηση άσχετων με την ουσία λεπτομερειών. Το έχουν ήδη πετύχει άλλωστε, έχουν ήδη εγκιβωτίσει τον Κατσουράνη στην κατηγορία «αμφιλεγόμενος». Ελπίζω τουλάχιστον να επιδεικνύουν την ίδια αντοχή στη ζωή τους, όταν για παράδειγμα κάποιος κρίνει την επαγγελματική τους επάρκεια με βάση το πόσο τζελ βάζουν στα μαλλιά τους ή το τι είδους μουσική ακούνε; Τι διάολο θα ήτανε -εξάλλου- η κριτική αν δεν λειτουργούσε αμφίδρομα, ε;

ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr