Ραγίζει απόψε η καρδιά και ...θα με συγχωρέσετε. Θυμάμαι σαν να ΄ναι τώρα, τότε που η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη κι η φαντασία πολύχρωμη, εκείνη την άσπρη κασέτα με το σουρεάλ εξώφυλλο του Νίκου με το αστείο καπέλο. «Η εκδίκηση της γυφτιάς», έλεγε το εξώφυλλο και μου την είχε κάνει δώρο ο Παππούς, ο αγαπημένος φίλος που -εν τέλει- μου άλλαξε τα ακούσματα, τα κέφια, υπό κάποιο πρίσμα τη ζωή την ίδια. «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», «Τρελή κι αδέσποτη» κι ένας νταλκάς του Ρασούλη γινόταν δικός μου, μέσα από τον λυγμό, την ξεχωριστή φωνή, το μέταλλο του Νίκου.
Του λυγμού που έγινε πάθος όταν άκουσα για πρώτη φορά πως «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», του πάθους που έγινε ψυχή όταν ήρθε το «Χαράτσι» με το διαμάντι του ελληνικού τραγουδιού που λέγεται «Αύγουστος».
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά...
Πώς;
Μετά «Φύσηξε ο Βαρδάρης», πέρασαν τα χρόνια, οι συναυλίες του ήταν συνήθεια που έγινε λατρεία, ο Νίκος ήταν λάιβ ο πρώτος που τραγούδαγε σαν να ακούς τον δίσκο κι ακόμα καλύτερος. Και στα περίφημα «σουξέ» του (που ποτέ δεν επεδίωξε, που πιθανότατα ποτέ δεν τον εξέφρασαν), αλλά και σε εκείνα, τα «δύσκολα», τα ξεχωριστά τραγούδια, που άγγιζαν τις ευαίσθητες χορδές της ψυχούλας (σαν το αγαπημένο «απόψε σιωπηλοί»), όπως εκείνος χάιδευε τις χορδές του μπαγλαμά του.
Του μπαγλαμά μου...
Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...