Κατόπιν υπερκατανάλωσης -κατά σειρά εξαντλήσεως- κάρβουνων, μπίρας, τριγλυκεριδίων και τσίπουρου και ενώ μέχρι πριν λίγο θύμιζα τον Μαστρομανέλο όταν προσπαθούσε να ξεσουρώσει μετά από αντίστοιχα τριήμερα εορταστικών εκδηλώσεων, είμαι εδώ, είμαι ο Μίλτος και είμαι καλά. Το ίδιο επιθυμώ και δι΄ εσάς...
Για όποιον ήπιε πολύ και δεν το θυμάται, θα επαναλάβω για ακόμα μία φορά την αποκλειστική είδηση που μεταδόθηκε τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, μια είδηση που προκάλεσε πάταγο και έκανε το γύρο του κόσμου μέσω των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων: Χριστός Ανέστη! (άμα μπορείς, κάν΄το κι εσύ). Πλέον, μετά την επιβεβαίωση μέσω της εγκυροτέρας των στηλών του παγκοσμίου διαδικτύου, μπορείτε να ψάξετε να βρείτε τον Ανέστη, γιατί «ο Χριστός είναι μέσα μας», όπως έλεγε κι η Δωροθέα η Ζαβή στη γνωστή πια γειτονιά των έιτις, που μας κρατά συντροφιά εδώ και τόσα χρόνια με τις ρετρό ιστορίες της Τρίτης (και κάμποσων άλλων ημερών).
Αυτή την Τρίτη, βέβαια, Τρίτη του Πάσχα, ζαλισμένη και βαρυστομαχιασμένη, θα θυμηθώ μια, όχι πασχαλιάτικη, αλλά ...μεταπασχαλιάτικη ιστορία, από τη γιορτή του Άι Γιώργη, που φέτος γιορτάζει αύριο και συνήθως την επομένη του Πάσχα. Γιόρταζε τότε ο πατέρας του φίλου μου του Φώτη, ο Σαυρογιώργης, που είχε μια πλαστική σαύρα και τού άρεσε να μάς τρομάζει με δαύτην όταν είμαστε μικροί - άλλο χούι κι αυτό. Ένα που είχε αυτός με τη σαύρα κι άλλο ένα που είχαμε εμείς να βγάζουμε παρατσούκλια ανάλογα με τα κουσούρια του καθενός.
Αυτή η μέρα ήταν η μοναδική στο χρόνο που κερνούσε ο Φώτης. Όλο το χρόνο τον κερνάγαμε εμείς και τη μέρα της γιορτής του πατέρα του την περιμέναμε για να πάρουμε την εκδίκησή μας. Έστω κι αν στην πραγματικότητα πάλι δεν πλήρωνε ο ίδιος ο Φώτης, αλλά ο πατέρας του ο Σαυρογιώργης, που άνοιγε το σπίτι του και το βαρέλι με το κρασί σε όλη τη γειτονιά, μέχρι που την άλλη μέρα ξέμενε κι άρχιζε να αγοράζει κρασί από τα σώσματα του Μπάφα του καφετζή. Πήγαμε, λοιπόν, όλοι στου Σαυρογιώργη, ήρθαν μαζί και οι μπεκροκανάτες του μαχαλά, ο Πέτρος της Κουφής και ο Μαστρομανέλος. Άρχισαν «στην υγειά σου, Γιώργη» και ξανά «στην υγειά σου, Γιώργη», αλλά για πρώτη φορά δεν έμειναν ως το τέλος για να κάνουν τη συνήθη αριθμητική που ακολουθούσε το σχόλασμα της βεγγέρας. «Του ήπια δυο νταμ΄ζάνες», έλεγε ο Πέτρος, «του ήπια άλλες δυο», συμπλήρωνε ο Μαστρομανέλος και πού να μείνει κρασί για την επόμενη!
Διαβάστε τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...