Άκουσα τη φωνή της μάνας μου. Είχε βγει στο μπαλκονάκι να με φωνάξει στο τηλέφωνο, επειδή εκείνη την περίοδο για κάποιο λόγο δεν λειτουργούσε το ντούμπλεξ που είχε τραβήξει στην παλιά αποθήκη του κήπου που είχα μετατρέψει σε καμαράκι, τάχα για να ανεξαρτητοποιηθώ. «Αυτός ο αχαΐρευτος ο Φώτης είναι. Έλα που έχω γίνει τηλεφωνήτρια στα γεράματα, άρρωστη γυναίκα", είπε και ούτε στα γεράματα ήταν (το πολύ 45άρα τότε) ούτε άρρωστη. «Έλα γρήγορα στου Μπάφα, είναι επείγον», είπε ο Φώτης μόλις σήκωσα το ακουστικό και το έκλεισε. Κουβέντα δεν πρόλαβα να πω κι ούτε είπα τίποτα στη μάνα μου που επέμενε να γκρινιάζει. «Άμα σου έλεγα εγώ να με πας σε κανένα γιατρό, δεν θα μπορούσες. Για τον τρελο-Φώτη τρέχεις αμέσως. Αλλά τι ψυχή έχει η δόλια μάνα;», συνέχισε τον εξάψαλμο ενώ φόραγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου για να πάω στον καφενέ, φοβούμενος ότι ο Φώτης είχε -πάλι- μπλεξίματα.
Εκεί, τον βρήκα χαλαρό και καλοντυμένο, με μακρύ πανταλόνι, κολλαριστό πουκάμισο και σκαρπίνια μαύρα. Πράγμα ασυνήθιστο για Φώτη κι ακόμα πιο ασυνήθιστο για μεσημέρι Σαββάτου, τέλη Μαΐου. Εγώ, για παράδειγμα, φόραγα κάτι κίτρινες σαγιονάρες με διχάλα που ήταν μόδα εκείνη την εποχή και είχα ρίξει πάνω μου μια βερμούδα ξεφτισμένη κι ένα κόκκινο, διαφημιστικό μπλουζάκι που στην πλάτη έγραφε «ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΜΠΑΛΑΣ» με μεγάλα, μαύρα γράμματα κι ένα τηλέφωνο με πιο μικρά από κάτω. Μας τις είχε μοιράσει πρόσφατα η Πολυξένη, η γυναίκα του Μαστρομανέλου, η οποία μαζί με την επιχείρηση με τα λιβάδια που προμήθευαν λουλούδια τα μπουζουξίδικα της περιοχής και τον Μακιγέ τον νεκροθάφτη, είχε αναλάβει και το ...μάνατζμεντ του συνεργείου του άντρα της.
Μόλις εμφανίστηκε στο κατώφλι του καφενέ κι ο Δεμπασκαλάς, με τον δίσκο του καφετζή στο χέρι, ο Φώτης μας είπε το ...σενάριο που είχε στο μυαλό του. Μετά το Πάσχα και τον χωρισμό του με την Τζαμαϊκανή αρρεβωνιάρα (είχα ενημερώσει προ καιρού για την Αμάντα και μάλιστα σε δύο συνέχειες, πάρτ ουάν και παρτ του), είχε βρεθεί σε ένα πάρτι στα Γιάννενα, στο οποίο γνώρισε μια φοιτήτρια, τη Ρίτσα, που σπούδαζε οικονομικά ή ...οικοκυρικά στην Αθήνα. Κράτησαν επαφή και τον ενημέρωσε πως το Σάββατο θα ταξίδευε με τη σχολή «για ένα συνέδριο στους ...αδελφούς», όπως είπε ο Φώτης. «Ποιους αδελφούς, ρε Φώτη; Στους Δελφούς θα πάνε», τον διόρθωσα, «δεν πας καλά» του είπε ο Δεμπασκαλάς κι ο ...πολυδιαβασμένος Φώτης εξέφρασε απορία «τι είναι αυτοί οι Δελφοί;». Του εξήγησα πως στην αρχαιότητα ήταν εκεί η Πυθία και το περίφημο μαντείο. «Και γιατί δεν ερχόσαντε εδώ στη Δωδώνη; Δεν τους κάνει το δικό μας μαντείο;», εξέφρασε την τοπικιστική οργή του ο Φώτης, πριν ο Δεμπασκαλάς του ξεκαθαρίσει πως «δεν πας καλά» και ανοίξουμε την κουβέντα περί αποστάσεων. Σε αυτές τις αποστάσεις σκάλωσε ο Φώτης: «Αν ερχόσαντε στη Δωδώνη, δεν θα χρειαζόταν τώρα να τρέχουμε στους Δελφούς»...
Για να διαβάσετε τη συνέχεια της ιστορίας και να θυμηθείτε το ιστορικό στριπτίζ της Κιμ Μπάσιντζερ, αρκεί ένα κλικ στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...