Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αναμφίβολα η Κύπρος αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρές προκλήσεις στο οικονομικό πεδίο οι οποίες επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών καθώς και τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας. Τα ζητήματα που έχουμε ενώπιον μας έχουν τόσο ενδογενή όσο και εξωγενή αίτια. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις είναι καθοριστικής σημασίας να κατανοήσουμε τα πολύπλοκα δεδομένα και να τοποθετηθούμε ανάλογα.
Στη σημερινή συγκυρία οι πολίτες βιώνουν, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της ακρίβειας. Και ενώ σύμφωνα με τις ανακοινώσεις ο πληθωρισμός έχει περιορισθεί κάτω από το 5% η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή. Εάν αξιολογήσουμε τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών θα διαπιστώσουμε ότι οι αυξήσεις είναι σαρωτικές, κυμαίνονται μεταξύ 25% και 50%: το κόστος στέγασης, η τιμή του ρεύματος, της βενζίνης, του πετρελαίου, της διατροφής, οι τιμές των αυτοκινήτων και ούτω καθ’ εξής. Σημειώνεται επίσης ότι οι δόσεις δανειοληπτών των οποίων τα συμβόλαια προέβλεπαν κυμαινόμενα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά πολύ – σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και 50%.
Δεν είναι επίσης υπερβολή να λεχθεί ότι τα πραγματικά εισοδήματα της πλειοψηφίας των εργαζομένων αλλά και των συνταξιούχων έχουν μειωθεί σε σχέση με το 2010. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν απανωτές κρίσεις οι οποίες διαμόρφωσαν ένα ζοφερό σκηνικό σε διεθνές επίπεδο: η κρίση της Ευρωζώνης, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Τα δεδομένα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία πολύ δύσκολων συνθηκών. Με τις εξελίξεις στο Ισραήλ και τη Γάζα τα προβλήματα αυξάνονται. Είναι προφανές ότι η άνοδος των τιμών δεν μπορεί να αναχαιτισθεί μόνο με μια περιοριστική νομισματική πολιτική.
Ένας βασικός άξονας της κυπριακής οικονομίας ήταν και εξακολουθεί να είναι ο τομέας ακινήτων. Όπως εξελίχθηκαν τα δεδομένα με πωλήσεις οικιών και διαμερισμάτων σε υπηκόους άλλων χωρών οι τιμές καθώς και τα ενοίκια εκτοξευθήκαν στα ύψη. Το 1993 θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων σε κεντρική περιοχή της Λευκωσίας στην τιμή των £42.000 (€71.820). Σήμερα το ίδιο διαμέρισμα στην ίδιο περιοχή ξεπερνά τις €350.000. Στην ίδια περιοχή το ενοίκιο σε ένα τέτοιο διαμέρισμα θα ήταν την ίδια περίοδο γύρω στις £180 (€307,8) μηνιαίως. Σήμερα προσεγγίζει τα €1.000. Πέραν τούτου, το ενοίκιο που καταβάλλουν σήμερα οι νέοι ως ποσοστό του μισθού τους είναι πολύ πιο ψηλό από ό,τι πριν περίπου 30 χρόνια.
Η κατάσταση αυτή φέρνει τη νεότερη γενιά σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα για ένα νέο/μια νέα να αποκτήσει ιδιόκτητο διαμέρισμα ή κατοικία χωρίς τη βοήθεια των γονιών. Η υφιστάμενη κατάσταση πρέπει να αντιστραφεί καθώς τυχόν διαιώνισή της θα έχει ζοφερά αποτελέσματα.
Δεν υπάρχει σήμερα ένα ολοκληρωμένο οικονομικό υπόδειγμα. Δυστυχώς η κυπριακή οικονομία ως έχει σήμερα δεν μπορεί να απορροφήσει όλους τους νέους/τις νέες σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Πέραν τούτου, με την ευρωπαϊκοποίηση και την παγκοσμιοποίηση ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας συρρικνώθηκαν. Επιπρόσθετα, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα καθώς και άλλοι μεγάλοι οργανισμοί σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας ανήκουν σήμερα σε ξένα κεφάλαια. Τα δεδομένα όπως έχουν εξελιχθεί εγείρουν σοβαρά ερωτήματα. Είναι δυνατόν να ανακοπεί αυτή η πορεία;
Το ζητούμενο είναι πώς η Κύπρος μπορεί να προωθήσει τομείς οικονομικής δραστηριότητας που να δημιουργούν πρόσθετη αξία. Στη σημερινή συγκυρία λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα δεδομένα η Κύπρος πρέπει να κινηθεί με γοργούς ρυθμούς προς τη δημιουργία υποδομών που θα την καταστήσουν περιφερειακό παροχέα ανθρωπιστικών κρίσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι δυνατό να συμβάλουν η ΕΕ καθώς και διεθνείς οργανισμοί.
Είναι κατανοητό ότι η Κύπρος ως κράτος της Ευρωζώνης έχει σοβαρούς περιορισμούς στην εξάσκηση οικονομικής πολιτικής. Επιπρόσθετα, είναι αναμενόμενο να επηρεαζόμαστε ως χώρα και από τις διεθνείς πολιτικές και τις οικονομικές εξελίξεις.
Παρά ταύτα, υπάρχουν πεδία δράσης τα οποία πρέπει να αναζητηθούν. Η δημοσιονομική και ευρύτερη οικονομική πολιτική δεν είναι μόνο ζήτημα επίτευξης ισοζυγισμένου προϋπολογισμού ή ακόμα και πλεονάσματος. Το κράτος πρέπει να αναλάβει σοβαρά τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό του ρόλο. Είναι επιτακτικό όπως ως αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας να δημιουργείται επαρκής αριθμός θέσεων απασχόλησης με ικανοποιητικούς μισθούς.
Παρά το γεγονός ότι η Κύπρος αντιμετώπισε τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης το 2013 και δέχθηκε ένα πολύ σκληρό Μνημόνιο εξυγίανσης εν τούτοις δεν προχώρησε επαρκώς με τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και εσόδων καθώς και στην εξυγίανση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η κατάσταση αυτή έχει ευρύτερες αρνητικές προεκτάσεις. Θα αναφερθώ μόνο σε τρία παραδείγματα τα οποία συχνά αποτελούν ζητήματα συζήτησης στα ΜΜΕ καθώς και σε άλλα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Πρώτο, θεωρώ ότι το συνταξιοδοτικό πρέπει να τύχει περαιτέρω επεξεργασίας με στόχο τον εξορθολογισμό του καθώς και τη δημιουργία ενός δίκαιου συστήματος. Βασικός πυλώνας αυτής της φιλοσοφίας θα πρέπει να είναι η ύπαρξη ενός κατώτατου και ανώτατου ποσού κρατικής σύνταξης. Για παράδειγμα, μπορεί η κατώτατη κρατική σύνταξη να είναι €750 και η ανώτατη €4.750. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει συμψηφισμός κρατικών συντάξεων ενώ ταυτόχρονα εννοείται ότι θα λαμβάνονται υπ’ όψιν οι αποκοπές των εργαζομένων για τον υπολογισμό της σύνταξής τους.
Δεύτερο, επειδή συχνά γίνεται λόγος για κακοδιαχείριση σε δημόσιους οργανισμούς φέρω ως παράδειγμα το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εάν συνεχισθούν οι υφιστάμενες πρακτικές δεν θα αποφευχθεί μια μεγάλη κρίση στο εν λόγω ίδρυμα. Μεταξύ άλλων, πρέπει να επαναξιολογηθεί το ύψος της κρατικής χορηγίας καθώς και ο τρόπος διάθεσης όλων των εσόδων του Οργανισμού. Είναι επίσης, μεταξύ άλλων, επιβεβλημένο να υπάρξουν κάποιες συγκρίσεις σε σχέση με το τι γίνεται σε ξένα πανεπιστήμια. Γενικά, τα έσοδα των πανεπιστημίων προκύπτουν από κρατικές χορηγίες, δίδακτρα, ιδιωτικές χορηγίες καθώς και πόρους από ερευνητικά προγράμματα. Θεωρώ ότι εάν γίνουν οι ανάλογες μετρήσεις και συγκρίσεις θα διαπιστωθεί ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια βελτίωσης (περιλαμβανομένου εξοικονόμησης πολύτιμων πόρων) του τρόπου λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Και πρέπει να κατανοηθεί ότι το κράτος δεν έχει απεριόριστους πόρους. Είναι επίσης καθοριστικής σημασίας να συγκριθεί ο τρόπος διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου με αυτά του εξωτερικού – μεταξύ άλλων, ποιος είναι ο ρόλος και οι αρμοδιότητες του εκάστοτε διοικητικού και πρυτανικού συμβουλίου, καθώς και του διοικητικού προσωπικού. Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητο να υπάρχει διάκριση εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Εάν αυτές οι αρχές παραβιάζονται, αναπόφευκτα πλήττεται η χρηστή διοίκηση με αρνητικές προεκτάσεις.
Τρίτο, είναι σημαντικό να επαναξιολογηθεί το χάσμα που υπάρχει στους όρους απασχόλησης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Το χάσμα αυτό, που δεν τολμά κανένας να αγγίξει, είναι μια από τις βασικές γενεσιουργούς αιτίες των πελατειακών σχέσεων. Από αυτό προκύπτουν πολλές στρεβλώσεις οι οποίες διαιωνίζονται.
Εν κατακλείδι θεωρώ ότι η Κύπρος δεν μπορεί να συνεχίσει με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα. Θα πρέπει να υπάρξουν υπερβάσεις για την εθνική επιβίωση και την κοινωνική δικαιοσύνη.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.