Κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε μια δίκη – σκευωρία, για την έκρηξη σε παμπ του Μπέρμιγχαμ το 1974.

Επίθεση για την οποία ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) ΔΕΝ ανέλαβε ποτέ την ευθύνη.

Οι γνωστοί ως “Οι έξι του Μπέρμιγχαμ” πήγαιναν να πάρουν το φέρι μποτ για το Μπέλφαστ και οι αστυνομικές αρχές με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς κανένα πειστήριο ενοχής, τους χρησιμοποίησε ως το καλύτερο εργαλείο για να κλείσει η υπόθεση…

Ένας ασυμβίβαστος δημοσιογράφος – ερευνητής όμως, ο Chris Mullin, στάθηκε στο πλευρό τους, άνοιξε ξανά την υπόθεση… και ανατράπηκαν τα πάντα!

H εκπομπή Ώρα Ελλάδας ανοίγει τον φάκελο μιας ιστορίας… που έμεινε στην ιστορία!

Η ιστορία

Την 21η Νοεμβρίου του 1974 ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (ΙRA) κάνει την πιο αιματηρή επίθεση στη μέχρι τότε ιστορία του. Με εκρηκτικούς μηχανισμούς μεγάλης ισχύος «χτυπάει» δύο παμπ στο κέντρο του Μπέρμιγχαμ. Περισσότεροι από 160 άνθρωποι τραυματίστηκαν και 21 πέθαναν επί τόπου.

Η αστυνομία, αν και δεν είχε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, συνέλαβε έξι άτομα ιρλανδικής καταγωγής που ζούσαν στην αγγλική πόλη από το 1960. Οι πέντε από αυτούς, λίγο πριν από τις εκρήξεις, είχαν φύγει από την περιοχή για να παραστούν στην κηδεία ενός μέλους του ΙΡΑ στο Μπέλφαστ.

Κατά την επιβίβασή τους σε φέρι μποτ για τη Βόρεια Ιρλανδία έπεσαν σε βρετανικό μπλόκο, χωρίς να αναφέρουν στις αρχές τον πραγματικό λόγο του ταξιδιού τους. Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων, όμως, οι Άγγλοι ενημερώθηκαν για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μπέρμιγχαμ και τους συνέλαβαν.

Μετά από εξαντλητικά βασανιστήρια τα οποία περιελάμβαναν στέρηση φαγητού και ύπνου, απειλές, ξύλο, εικονικές εκτελέσεις και σκυλιά να τους τρομοκρατούν, οι τέσσερις από τους έξι αναγκάστηκαν να υπογράψουν τις ομολογίες τους. Για δύο από αυτούς, οι εξετάσεις των αρχών «έδειξαν» ότι είχαν υπολείμματα εκρηκτικών μηχανισμών στα χέρια τους. Όλοι πάντως δήλωναν αθώοι.

Στη δίκη οδηγήθηκαν το 1975 με κατηγορίες για φόνο, συνωμοσία και τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών. Η κακοδικία ήταν παραπάνω από εμφανής, καθώς απλές και αβάσιμες ενδείξεις χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία. Το δικαστήριο τους καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.

Τη δεκαετία του ’80 η υπόθεση των «έξι του Μπέρμιγχαμ» αναμοχλεύθηκε από τον δημοσιογράφο Κρίς Μάλιν. Μετά από εξαντλητική έρευνα που κατέληξε σε ένα ντοκιμαντέρ και ένα βιβλίο, υποστήριξε με στοιχεία ότι οι φυλακισμένοι Ιρλανδοί ήταν αθώοι.

Οι «έξι» κατέθεσαν έφεση η οποία απορρίφθηκε, αλλά η πίεση από τον Τύπο και την κοινή γνώμη υποχρέωσε την κυβέρνηση να επανεξετάσει την υπόθεση. Η νέα έρευνα για τα τεστ στα χέρια στα οποία είχαν υποβληθεί οι δύο Ιρλανδοί ήταν αρνητική, ενώ αποκαλύφθηκε ότι οι αξιωματικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση είχαν αλλάξει τις απολογίες και είχαν προσκομίσει ψευδή στοιχεία στη δίκη.

Τελικά αθωώθηκαν όλοι το 1991, ύστερα από 16 χρόνια κάθειρξης. «Για 6,5 χρόνια ήμασταν ένας πολιτικός αποδιοπομπαίος τράγος. Η αστυνομία μας είχε πει από την πρώτη στιγμή ότι δεν το είχαμε κάνει εμείς. Μας τόνιζαν ότι αυτό δεν τους ένοιαζε. Έπρεπε να μας φυλακίσουν για να ικανοποιήσουν το κοινό αίσθημα», είπαν στους δημοσιογράφους, βγαίνοντας από το δικαστήριο.

Αν και ήταν κοινή πεποίθηση ότι οι βόμβες στις παμπ ήταν «δουλειά» του ΙΡΑ, η υπόθεση παραμένει άλυτο μυστήριο. Δύο από τους έξι κατηγορούμενους έλεγαν ότι στη φυλακή τους είχε πλησιάσει ένα γνωστό μέλος της οργάνωσης, το οποίο τους είχε ομολογήσει ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τις αιματηρές εκρήξεις.

Η συγκλονιστική ταινία “Εις το όνομα του Πατρός”

Η ιστορία των έξι του Μπέρμιγχαμ είναι σχετικά παρόμοια με την ιστορία των Τεσσάρων του Γκίλντφορντ, τεσσάρων ανθρώπων που καταδικάστηκαν άδικα για τις βομβιστικές επιθέσεις του IRA σε παμπ του Γκίλντφορντ στις οποίες σκοτώθηκαν τέσσερις Βρετανοί στρατιώτες και ένας πολίτης. Η ιστορία των τεσσάρων του Γκίλφορντ έγινε ταινία, το σενάριο της οποίας βασίστηκε στην αυτοβιογραφία “Proved Innocent: The Story of Gerry Conlon of the Guildford Four” του Τζέρι Κόνλον, με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις σε σκηνοθεσία Τζιμ Σέρινταν, ενώ πρωταγωνιστικούς ρόλους υποδύονται επίσης οι Έμα Τόμσον, Πιτ Ποστλγουέιτ. Μάλιστα η ταινία, η οποία κόστισε 13 εκατ.δολάρια έλαβε επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ και Β’ Ανδρικού Ρόλου και Β’ Γυναικείου Ρόλου.

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Τζέρι Κόνλον ένας νέος που ζει στην Βόρεια Ιρλανδία. Αφού ο πατέρας του, Τζουζέπε, κατάφερε να τον σώσει από τον IRA, τον στέλνει στο Λονδίνο για να γλιτώσει περαιτέρω μπλεξίματα. Ένα απόγευμα θα βρεθεί πολύ κοντά σε μια βομβιστική επίθεση, στην οποία σκοτώνονται πέντε άτομα και άλλοι 65 τραυματίζονται. Ο Τζέρι επιστρέφει στο Μπέλφαστ και σύντομα ειδικές δυνάμεις εισβάλλουν στο σπίτι και συλλαμβάνουν όλη την οικογένεια. Ο Τζέρι και ο φίλος του ανακρίνονται από την αστυνομία, η οποία τους βασανίζει και τους απειλεί μέχρι που και οι δύο συμφωνούν να υπογράψουν την ομολογία τους. Στη δίκη που ακολουθεί, η οικογένεια της θείας του, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του, καταδικάζονται ως συνεργοί στη βομβιστική επίθεση και ο Τζέρι μαζί με άλλους τρεις, καταδικάζονται σε ισόβια φυλάκιση.

Ο χρόνος του στη φυλακή θα αναγκάσει τον Τζέρι από πικρόχολο γιο που ξεσπά στον πατέρα του να ξυπνήσει και να ανακαλύψει τον πραγματικό υπεύθυνο για τη βομβιστική επίθεση ο οποίος κρατείται στην ίδια φυλακή. Από το σημείο αυτό και μετά ο Τζέρι θα προσπαθήσει να διεκδικήσει την αθωότητά του και να “καθαρίσει” το όνομά του, ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα του μέσα στη φυλακή. Μία δικηγόρος, η Γκάρεθ Πιρς, που έχει αναλάβει την υπόθεσή του, καταφέρνει να αποκτήσει πρόσβαση στο φάκελο του Τζουζέπε, ο οποίος είχε πάνω την στάμπα “Να μην δειχτεί στην Υπεράσπιση”. Αυτό οδηγεί σε μια θριαμβευτική σκηνή στο δικαστήριο, όταν η Γκάρεθ αποκαλύπτει τα αποδεικτικά στοιχεία ότι η αστυνομία έλεγε ψέματα όλα αυτά τα χρόνια και ο Τζέρι καθώς και όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.

ΠΗΓΗ: Geopolitico.gr