ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΤΟΝΙ ΓΚΑΤΛΙΦ

Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;

Από το ρεμπέτικο, που ανακάλυψα το 1983 σε ένα ταξίδι στην Τουρκία, όπου είχα βρεθεί για την προβολή της ταινίας μου «Les Princes». Το ρεμπέτικο ξεκίνησε στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και εξαπλώθηκε στα νησιά, όταν ο Ατατούρκ εξόρισε τους Έλληνες που ζούσαν στην Τουρκία. Δεν υπάρχει θυμός σ’ αυτή τη μουσική, περισσότερο μελαγχολία και εξέγερση, όπως άλλωστε ισχύει γενικά στη μουσική που μου αρέσει. Είναι η μουσική αυτών που ζουν χωρίς αγάπη, αυτών που είναι περήφανοι για τον εαυτό τους. Ανατρεπτική μουσική. Στο ρεμπέτικο, οι στίχοι είναι λέξεις που θεραπεύουν.

Από πού πηγάζει αυτή η δύναμη;

Από το καζάνι των πολιτισμών. Πιστεύω βαθιά σ’ αυτό. Το να αφήσεις την πατρίδα σου πίσω μπορεί να είναι θετικό: νέοι ορίζοντες, νέοι τρόποι ζωής. Αυτό που μου αρέσει στο ρεμπέτικο είναι η μείξη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Από εκεί κατάγομαι. Η Ανατολή και η Δύση υπάρχουν μέσα μου από την παιδική ηλικία.

Γιατί κάνατε μια ταινία για αυτό το είδος μουσικής και γιατί τώρα;

Γιατί τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια της εξορίας, των Ελλήνων που έφυγαν από τη Σμύρνη με βάρκες. Στη δουλειά μου, όλα πηγάζουν από τη μουσική και την εξορία. Όταν ήμουν παιδί, τη δεκαετία του ’60, είδα Ευρωπαίους αποίκους να φεύγουν από την Αλγερία. Τους βλέπω ακόμα δακρυσμένους, καθισμένους στις βαλίτσες τους στο λιμάνι, περιμένοντας ένα καράβι για τη Γαλλία. Ήμουν εκεί μαζί τους. Βλέπω τους Βιετναμέζους είκοσι χρόνια μετά σε αναποδογυρισμένες βάρκες στην ίδια κατάσταση με τους σημερινούς πρόσφυγες και τα σαπιοκάραβα που τους ξεβράζουν στις ακτές της Λέσβου. Έχω δει τόσους ανθρώπους καταδικασμένους στην εξορία που μ’ αυτή την ταινία ήθελα να μιλήσω για όλους τους μετανάστες του χθες και του σήμερα. Το ρεμπέτικο και η παρόρμηση να κάνω αυτή την ταινία για μια ανοιχτόμυαλη νεαρή γυναίκα μου έδωσαν την ενέργεια να προχωρήσω.

Υπάρχουν δύο γυναίκες σ΄ αυτή την περιπλάνηση…

Η Τζαμ, η πρώτη, επιστρέφει στην πατρίδα της και παίρνει τη δεύτερη κάτω από την προστασία της. Η Αβρίλ είναι μια νεαρή Γαλλίδα, που πήγε στην Τουρκία ως εθελόντρια και χάθηκε εντελώς. Οι δυο τους ταξιδεύουν από την Κωνσταντινούπολη στη Μυτιλήνη, που είναι και η διαδρομή των μεταναστών. Όταν η Τζαμ πιάνει το ρεμπέτικο, γίνεται ένα με τη μουσική και εκφράζει όλο το νόημα του με αυθάδεια, αντίσταση και ηρεμία. Ως Τζαμ, η Δάφνη Πατακιά δεν έχει βία. Όλα όσα λέει ή εκφράζει με το σώμα της είναι γεμάτα ορμή, είναι ακατέργαστη σαν ένας όμορφος βράχος, αλλά δεν είναι βίαιη.

Η Δάφνη είναι πανταχού παρούσα. Τραγουδάει, χορεύει. Πώς προετοιμάστηκε; Της δώσατε συγκεκριμένες οδηγίες;

Της ζήτησα να μάθει να τραγουδάει, να παίζει μουσική και να χορεύει τον χορό της κοιλιάς. Τραγουδάει η ίδια στην ταινία. Όπως οι περισσότεροι Έλληνες, η Δάφνη έχει πολύ καλή μουσική παιδεία. Ήξερε ήδη τα περισσότερα ρεμπέτικα τραγούδια απέξω, αλλά έμεινα έκπληκτος από το πόσο γρήγορα έμαθε και πόσο σκληρά δούλεψε. Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, τη ρώτησα αν μπορούσε να τραγουδήσει και αν θα δεχόταν να μάθει να τον χορό της κοιλιάς. Της έδωσα και έναν μπαγλαμά, το όργανο που έπαιζαν στο ρεμπέτικο, και της ζήτησα να μάθει να παίζει. Ό,τι κάνει στην ταινία είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς.

Η Τζαμ είναι ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της Δάφνης και η πρώτη της γαλλική ταινία. Πώς τη βρήκατε;

Πέρασα πολύ καιρό ψάχνοντας μια ηθοποιό να υποδυθεί την Τζαμ. Έξι μήνες πριν το γύρισμα, δεν την είχα βρει. Δεν χρειαζόταν να είναι όμορφη, αλλά έπρεπε να μιλάει ελληνικά και γαλλικά. Ο βοηθός μου στη Γαλλία μου ανέφερε τη Δάφνη, που έχει γονείς Έλληνες, γεννήθηκε στο Βέλγιο και μιλάει τέλεια γαλλικά. Μόλις τη γνώρισα, η δράση της ταινίας άρχισε να διαμορφώνεται γύρω της. Ένιωσα ότι θα έδινε τα πάντα. Μεγαλωμένη στο Βέλγιο, η Δάφνη δεν έχασε επαφή με την ελληνική κουλτούρα. Ξέρει τι σημαίνει να είσαι εξόριστος.

Υπάρχουν πάντα δυνατές γυναίκες στις ταινίες σας. Μοναχικές γυναίκες που βγαίνουν στον δρόμο και ζουν την περιπέτεια.

Αυτές είναι οι γυναίκες που αγαπώ. Η Céline Sallette στο «Geronimo». Η Asia Argento στο «Transylvania». Δεν με ελκύουν τα θύματα.

Μιλήστε μας για τη σκηνή στο νεκροταφείο, όπου η Τζαμ ουρεί πάνω στον τάφο του παππού της.

Το λέει η ίδια πολύ απλά και απερίφραστα: «Κατουράω στους τάφους αυτών που απαγορεύουν τη μουσική και την ελευθερία». Πρέπει να το κάνει, τόσο απλά. Αλλά το λέει χωρίς θυμό ή μίσος. Η Τζαμ είναι βίαιη μόνο μία φορά στην ταινία. Αντιθέτως, ο θυμός κινητοποιεί την Αβρίλ που γδύνεται στον δρόμο. Έχει μια περηφάνια όμοια με αυτή των τσιγγάνων.

Μια τραγουδίστρια, που συναντάνε στο διάβα τους, λέει ότι η Αβρίλ της θυμίζει τις γυναίκες του 16ου αιώνα.

Η εμφάνιση της δεν είναι σύγχρονη. Διαβάζεις τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση στο πρόσωπο της. Είναι μια τεράστια κουλτούρα που της είναι εντελώς ξένη. Δεν τη χρησιμοποιεί, δεν την ξέρει και περιγράφει τις ρίζες της αόριστα. Δεν έχει το διαβατήριο της μουσικής ή του τραγουδιού, αλλά μια λέξη αρκεί να την κάνει να χορέψει. Δεν είναι σαν τους Έλληνες, που μαζεύονται και λένε τραγούδια παλιότερων καιρών, διηγούμενοι τις οικογενειακές τους ιστορίες.

Μοιάζει να έλκεται από την ανακάλυψη της ελληνικής κουλτούρας.

Όταν συναντά αυτούς τους ανθρώπους, βρίσκει την πίστη, την πίστη του να στέκεσαι με άλλους και να προσφέρεις. Το ρεμπέτικο ενθαρρύνει την προσφορά.

Δεν έχετε συνεργαστεί ξανά με τον Σιμόν Αμπκαριάν.

Για τον ρόλο του Κακούργου, του θείου της Τζαμ, ήθελα έναν ηθοποιό του οποίου το ίδιο το πρόσωπο είναι ένα ταξίδι. Παρ’ όλο που ο Σιμόν είναι Αρμένιος, δεν ξέρουμε την καταγωγή του ακριβώς. Προσωποποιεί την εξορία. Γνωριζόμαστε χρόνια και ήξερα ότι ο Σιμόν ξέρει πολλά για το ρεμπέτικο. Όταν του ζήτησα να παίξει μια σκηνή όπου μιλάει για τη μητέρα της Τζαμ, που πέθανε εξόριστη στο Παρίσι, ο Σιμόν μου χάρισε το δώρο της ειλικρίνειας και του αγνού συναισθήματος. Θα πρέπει να πήγασε από τα ταξίδια του στην Αρμενία, στον Λίβανο και αλλού.

Αντιπαραβάλλετε την έντονα σαρκική παρουσία της Τζαμ και της Αβρίλ με την άυλη παρουσία των προσφύγων, όπως διαφαίνεται σε λέξεις χαραγμένες στους τοίχους ενός σταθμού ή σε μία σβησμένη φωτιά…

Είχα απόλυτη επίγνωση όταν έστειλα αυτές τις δύο νεαρές σε ένα ταξίδι στα ίχνη των μεταναστών, που περπατάνε από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αδριανούπολη για να διασχίσουν τον ποταμό Άρδα, ένα πολύ βαθύ ποτάμι, 20-30 μέτρα πλατύ που ορίζει τα σύνορα, πριν φτάσουν στις Καστανιές στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες μπαίνουν τη νύχτα σε μικρές φουσκωτές βάρκες που τους βάζουν οι παράνομοι διακινητές. Όταν φτάνουν στην άλλη πλευρά, κατευθύνονται στον σιδηροδρομικό σταθμό του Διδυμότειχου. Όλοι οι πρόσφυγες περνάνε μέσα από τον σταθμό και ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα σημάδια της παρουσίας τους, όταν θα φτάναμε εκεί. Όταν φτάσαμε με τους ηθοποιούς, την ημέρα του γυρίσματος, βρήκα μισοκαμμένους κορμούς και κατάλαβα ότι οι πρόσφυγες είχαν φτιάξει τσάι. Υπήρχαν μεταλλικά κουτάκια και φακελάκια τσαγιού ως αποδεικτικά. Κάποιος είχε γράψει: «Ελεύθερος από το Sham». «Αίμα χύνεται στο Χαλέπι και το Ιντλέμπ». Η αναφορά στο Sham αποδεικνύει την πρόθεση να μεταναστεύσει κάποιος οικειοθελώς. Αυτά είναι τα ίχνη που ήθελα να δείξω για να φέρω στο νου του θεατή την έξοδο των Συρίων, ως μαρτυρία του περάσματος τους. Αυτή είναι η εικόνα της εξορίας που θέλω να κρατήσω.

Όπως τα βουνά από σωσίβια σε ένα άδειο κομμάτι γης;

Η θέα αυτών των σωρών από σωσίβια, που είναι κρυμμένα εκατό μέτρα περίπου από την ακτή, ήταν σαν να βλέπεις χιλιάδες ιστορίες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Πολλοί δεν είχαν την τύχη να φτάσουν σε ελληνικές ακτές στη Σκάλα Συκαμιάς, που βρίσκεται στην Λέσβο εκατό χιλιόμετρα από την Τουρκία. Μερικά από αυτούς που φορούσαν τα σωσίβια είναι νεκροί.

Η Τζαμ καταλήγει σε μια σχεδόν αισιόδοξη στάση.

Αυτή είναι η καρδιά της ταινίας. Η ζωή είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο. Όλα τα άλλα, οι τοίχοι, οι χώρες, είναι απλώς χρήματα. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στα χρήματα και στη ζωή, θα διάλεγα τη ζωή. Παρόλο που καραδοκούν πολύ σοβαρά θέματα σε όλο τον κόσμο. Ο σκοπός του να χτίζεις σύνορα, τσιμεντένιους τοίχους ή φράχτες με συρματόπλεγμα, είναι να προστατεύσεις λεφτά. Οπότε, ναι, είμαι σαν τους ήρωες μου στη βάρκα τους, καθώς τραγουδάνε ένα ρεμπέτικο. Είμαστε ελεύθεροι, υπάρχουμε. Και ψηφίζω υπέρ της ζωής.

Με αυτή τη λογική είμαι αποστασιοποιημένοι από τον Πάνο, τον Έλληνα που απειλεί να θάψει τον εαυτό του όρθιο σε έναν τάφο που σκάβει με τα χέρια του, αφού του κάνουν έξωση από το σπίτι του.

Μην μπερδευόμαστε, η κίνηση του έχει μέσα της περηφάνια. Για αυτή τη σκηνή, εμπνεύστηκα από ένα τσιγγάνικο ποίημα, το «Θάψε με ενώ στέκομαι», το οποίο περιγράφει τη σύγχρονη Ελλάδα: έναν πληθυσμό που η δύναμη του χρήματος έχει οδηγήσει στην υποτίμηση του, αλλά ο περήφανος λαός δεν θα γονατίσει, γιατί κρατάει το κεφάλι ψηλά. Και πίσω από αυτόν τον απεγνωσμένο άντρα, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που τραγουδάνε.

Ο Πάνος βρίσκει δουλειά στη Νορβηγία, ενώ ο Κακούργος και η οικογένεια του το πιο πιθανό είναι να περιηγούνται από λιμάνι σε λιμάνι. Υπάρχει πολλή βία στις τροχιές τους. Μπορούμε να πούμε ότι αιχμαλωτίζουν την κατάσταση της σύγχρονης Ευρώπης, που σπρώχνει τους πολίτες της να μετακινούνται για να έχουν τα προς το ζην, ενώ κλείνουν τα σύνορα για τους άλλους;

Φυσικά. Δεν είναι τυχαίο που στην αρχή της ταινίας, δείχνω έναν φράχτη πάνω στον οποίο ακουμπάει την πλάτη της η Τζαμ και τραγουδάει. Πολλές χώρες ξεχνάνε τι είναι ο φασισμός. Ξεθάβοντας το τσεκούρι του προστατευτισμού, αθετούν οτιδήποτε έχει συμβεί από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ακόμα και στη Γαλλία, που είναι παραδοσιακά μια φιλόξενη χώρα, ένας αριθμός ανθρώπων μοιάζει να το ξεχνάει αυτό. Είναι τρομαχτικό. Η Τζαμ επίσης μιλάει για αυτή την Ευρώπη στην οποία δεν νιώθουμε πια σαν το σπίτι μας. Η μόνη αληθινή Ευρώπη είναι η Ευρώπη της κουλτούρας και της ανταλλαγής.