«Υπάρχουν καλλιτέχνες και καλλιτέχνες. Υπάρχουν αυτοί που σα διάττοντες αστέρες, εμφανίζονται από το πουθενά, εκρήγνυνται εντυπωσιακά καθώς μπαίνουν στην ατμόσφαιρα της γης και χάνονται.

Υπάρχουν και οι άλλοι. Αυτοί που αναρριχώνται ήσυχα κι αθόρυβα και μένουν πάντα εκεί. Για όσους μπορούν να τους διακρίνουν, για όσους αντέχουν να κοιτάνε για ώρα ψηλά και μακριά.

Είναι αυτοί που ρίχνουν γέφυρες πάνω από τις γενιές, της ηλικίες, τους ανθρώπους.

Αυτοί που τρυπώνουν μέσα σου χωρίς να το καταλάβεις. Που ξεπετάγονται απρόσμενα δίπλα σου, στις λύπες και τις χαρές σου.

Που γράφουν και τραγουδάνε αυτά που ένιωσες κι αυτά που θες να νιώσεις.

Που είναι πάντα «κάπου εκεί», σε όλες τις φάσεις της ζωής σου.

Που σε κάνουν να κλείνεις τα μάτια και να ταξιδεύεις, σε ξυπνούν από το λήθαργο που έπεσες χωρίς να καταλάβεις, σε χαστουκίζουν και δέχεσαι τον πόνο.

Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν για μένα πάντα κάπου εκεί. Στα πρώτα ελληνικά ακούσματα της εφηβείας μου, στο φοιτητικό μου πέρασμα από την πατρίδα του. Στις κρύες νύχτες της Βόρειας Ευρώπης. Στο αγχώδες και εξοντωτικό σήμερά μου.

Δεν τον γνώρισα ποτέ. Ούτε πρόκειται. Μου τη δίνει που έφυγε. Γιατί να φύγει; Λιγοστεύουν επικίνδυνα «αυτοί».

Έφυγε ο Νικόλας. Έφυγε νέος. Σε όλα νέος. Έγινε το κόκκινο μαντήλι του πουλί, τον έκλεισε στα φτερά του και πέταξαν μαζί.

Πάλι, όμως, κάπου εδώ θα είναι. Το βράδυ και το πρωί. Στην καληνύχτα και στην καλημέρα. Εκεί κυρίως. Να μου θυμίζει:

«Μόλις ξυπνήσω το πρωί
τα βλέπω όλα μαύρα,
θέλω μια κούπα με καφέ
και τέσσερα τσιγάρα

Τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Τι τρέχω να προλάβω;
Πέρασε η μισή ζωή
δίχως να καταλάβω.

Τασάκι κι αποτσίγαρα,
φλιτζάνι κατακάθι,
όλα μαζί στον τενεκέ
κι απάνω το καπάκι.

Μα φτάνω στην εξώπορτα,
κοιτάζω τον καθρέφτη
κι αντί να ρίξω μια μπουνιά,
χαμογελώ στον ψεύτη».

Πηγή: aixmi.gr