Στον Πόντο η Αποκριά λεγόταν «Εμπονέστα», που προέρχεται από τη λέξη «απονήστια». Οι Πόντιοι κατά τη γιορτινή αυτή περίοδο ήταν πιο ευδιάθετοι, γλεντούσαν και μεταμφιέζονταν. Φυσικά δεν έλειπαν τα πειράγματα, οι χοροί και τα τραγούδια.
Τα Καρναβάλια και η Νηστεία
Στη Τραπεζούντα την αποκαλούσαν «εμπονεστία» και στη Χαλδία λεγόταν «εμπονέσια». Ενώ στα Κοτύωρα η λέξη χρησιμοποιούνταν στον πληθυντικό, δηλαδή «τα εμπονέστα».
Κυριακή της Τυροφάγου
Η Κυριακή της Τυροφάγου (ή Τυρινής) στον Πόντο ή αλλιώς η τελευταία ημέρα της Αποκριάς, ήταν ήμερα μεγάλης γιορτής. Κατά την οποία οι Πόντιοι συνήθιζαν να κάνουν πλουσιοπάροχα τραπέζια. Το βράδυ της ημέρας αυτής καθόταν στο τραπέζι όλη η οικογένεια και έτρωγαν για τελευταία φορά «ματζηριμένα» φαγητά.
Εάν άλλαζε η ημέρα, δικαίωμα να συνεχίσουν να τρώνε από τα φαγητά στο τραπέζι είχαν μόνο όσοι ξενύχτησαν διασκεδάζοντας, χωρίς να κοιμηθούν καθόλου. Αν κάποιος κοιμόταν, τότε έχανε το δικαίωμα αυτό.
Τα φαγητά που περίσσευαν από την ημέρα της Αποκριάς τα έδιναν σε φτωχές Τουρκάλες, που γυρνούσαν στις Ελληνικές γειτονιές για τον σκοπό αυτό.
Εναλλακτικά, τη Κυριακή της Τυροφάγου οι νέοι έπαιρναν από τα σπίτια τις πρώτες ύλες και πήγαιναν κατά παρέες σε αλώνια ή χωράφια και μαγείρευαν. Μετά τη δύση του ήλιου στηνόταν γλέντι εκεί που ήταν οι μεγαλύτερες παρέες, μέχρι και τα μεσάνυχτα.
Αυτή ήταν και η τελευταία «κραιπάλη» πριν από τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής, γι’ αυτό και οι Πόντιοι συνήθιζαν να τρώνε πολύ μέχρι σκασμού και να ξεφαντώνουν. Άλλωστε το λέει και ο στίχος:
«Τ’ εμπονέστια την βραδύν, καλόν κέφ’ είχαμ’ οι δυ’»
Τα καρναβάλια
Στα παλιά χρόνια, τα παιδιά και οι νέοι του χωριού ντύνονταν καρναβάλια μόνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου. Δηλαδή τη Κυριακή της Τυροφάγου και όχι όλες τις Ημέρες του Τριωδίου.
Οι στολές των παιδιών ήταν απλές. Φορούσαν παλιά ρούχα του παππού και της γιαγιάς ανάποδα, σκεπάζοντας το πρόσωπό τους με ένα τσεμπέρι. Έπαιρναν μια κουδούνα ή μια βέργα καθώς και τη λύρα και γυρνούσαν στους δρόμους.
Συνήθιζαν να πηγαίνουν σε όλα τα σπίτια του χωριού, χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας. Έξω από κάθε σπίτι χόρευαν με τη συνοδεία της λύρας, χωρίς να μιλάνε. Ενώ οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Αν δεν τους αναγνώριζαν έφευγαν γι’ άλλο σπίτι, ενώ αν αναγνώριζαν κάποιον, φανερωνόντουσαν και οι υπόλοιποι.
Φεύγοντας τους έδιναν από μια καραμέλα και αυτή ήταν η χαρά των παιδιών
Αφού γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού, στο τέλος πήγαιναν στο σπίτι του παππού και της γιαγιά, από τους οποίους ζητούσαν συγχώρεση. Καθώς από την επόμενη ημέρα ξεκινούσε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Η νηστεία
Οι Πόντιοι πριν κοιμηθούν το βράδυ της Αποκριάς σφράγιζαν το στόμα τους για τη περίοδο της νηστείας, τρώγοντας ένα αυγό και λέγοντας:
«Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατό!»
Δηλαδή «Με το αυγό το σφράγισα, με το αυγό θα το ανοίξω». Αυτό το λέγανε διότι με το τέλος της νηστείας, μετά την Ανάσταση, το πρώτο μη νηστίσιμο που θα έτρωγαν θα ήταν το κόκκινο αυγό.
Οι Πόντιοι ήταν πολύ αυστηροί με την νηστεία!
Ακόμη και η μύτη αν άνοιγε ενός παιδιού, του έλεγαν να φτύσει το αίμα για να μη χαλάσει τη νηστεία. Τις τρεις πρώτες ημέρες της νηστείας δεν έτρωγαν τίποτα και δεν πίνανε ούτε νερό. Τέλος, όσοι άντεχαν κρατούσαν νηστεία και τις 40 ημέρες.
ΠΗΓΗ: lelevose.gr